Δίκη για το Μάτι Αττικής: Συγκλονίζουν οι καταθέσεις συγγενών νεκρών – «Η Μαργαριτούλα μας έφυγε, δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας»
Γροθιά στο στομάχι οι καταθέσεις ανθρώπων που έχασαν συγγενείς τους στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι - Συνεχίζεται η δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας.
Ο Χαράλαμπος και η Μαρία Διονυσιώτη μέσα σε ένα βράδυ έχασαν ό,τι πιο σημαντικό είχαν στη ζωή τους. Την κόρη τους, Μαργαρίτα, και το έξι μηνών εγγονάκι τους...
Η κ. Μαρία Διονυσιώτη περιέγραψε στο δικαστήριο ότι η κόρη τους τούς άφησε ένα σημείωμα λίγο πριν διασωληνωθεί.
«Νοσοκομείο Ελπίς έγραφε το χαρτί. Σε αυτό ευχαριστούσε τον Ανδρέα (σύζυγό της) για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε. Για τους γονείς της έλεγε ότι ήταν υπερήφανη που τη μεγαλώσαμε με αρχές και αξίες και ότι θα μας αγαπάει για πάντα. Το παρέδωσαν στον Αντρέα μαζί με ένα ζευγάρι καμμένα αθλητικά παπούτσια. Αυτό το σημείωμα το χαράξαμε και το έχουμε μαζί με τις φωτογραφίες των παιδιών μας. Ο διασώστης μας είπε "δεν έχω γνωρίσει τέτοια δυνατή κοπέλα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, που αν δεν μας υπαγόρευε αυτό το γράμμα δεν μας άφηνε να τη διασωληνώσουμε", τόνισε με δάκρυα στα μάτια η μάρτυρας.
Ύστερα από 11 ημέρες παραμονής στην εντατική, η Μαργαρίτα κατέληξε, με τον γαμπρό της να της ανακοινώνει τα δυσάρεστα.
«Με πλησίασε ο γαμπρός μου και έκανε την ίδια κίνηση, όπως όταν μου είπε ότι χάσαμε τον μπέμπη μας. Τότε νερούλιασε το αίμα μου, μουδιάσα ολόκληρη. Μου είπε ο Ανδρέας: "Η Μαργαριτούλα μας έφυγε, δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας. Πήγε μαζί του", είπε κλαίγοντας η μάρτυρας, ζητώντας ταυτόχρονα από το δικαστήριο δικαίωση για τους νεκρούς της εθνικής τραγωδίας.
«Τα παιδιά μας τα χάσαμε, μαζί με άλλους 103 ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαρτύρησαν, πόνεσαν, υπέφεραν, άφησαν τις σάρκες τους και συνεχίζουν να πονάνε κι εμείς μαζί τους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Εγώ δεν ζω, απλά υπάρχω, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μας ήταν η ζωή μας όλη. Μετά τον θάνατο του γιου μας. Ήταν η μαμά μας, η γιατρός μας, η ψυχολόγος μας, ήταν τα πάντα για εμάς, ζούσαμε για να τη δούμε ευτυχισμένη. Έκανε έναν καλό γάμο, ένα πανέμορφο μωράκι, κατάφερε να ζήσει πολύ λίγο. Εγώ το σπίτι μου δεν το έφτιαξα. Ούτε θέλω να το φτιάξω. Την επιδότηση που δικαιούμαι για το καμένο μου σπίτι να την πάρει ο κ. Ψινάκης, να αντικαταστήσει τους φοίνικες που του καήκανε. Αυτό ήταν το μέλημά του. Ούτε μετά είχαμε βοήθεια, μόνο από εθελοντές, φίλους και συγγενείς», κατέληξε στην κατάθεσή της.
«Ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτα τα πράγματα μπαίνοντας προς Μάτι. Καιγόταν ό,τι ήταν εύφλεκτο, δέντρα, σπίτια, τα πάντα… Κατέβηκα στις παραλίες, φώναζα, έλεγα το όνομα της κόρης μου, δεν έπαιρνα απάντηση, πήγαινα στην επόμενη» περιέγραψε ο μάρτυρας, προσθέτοντας πως εντόπισε τελικώς την κόρη του στην Αργυρά Ακτή, ημιλιπόθυμη μέσα στη θάλασσα, και το βρέφος της αναίσθητο στην αγκαλιά της.
«Ακούω μια φωνή μέσα από τη θάλασσα, εδώ είναι η Μαργαρίτα. Η ίδια φωνή μου απαντάει “δεν μπορεί να βγει έξω”. Μια μαυρίλα, δεν ήξερες πού πας και πού πατάς. Η κόρη μου βγήκε υποβαστάζομενη από τη μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό ήταν στην αγκαλιά ενος διασώστη. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω τον γαμπρό μου, του ‘πα “να ‘σαι όσο πιο ψύχραιμος μπορείς, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά”. Τους κουβαλήσαμε. Ήμασταν εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό και ο διασώστης, που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις. Με εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα πήραν το μωρό μαζί με τον διασώστη για Παίδων. Έχω βάλει το κορίτσι μου σε ένα πεζουλάκι να κάτσει. Εμφανίζεται ένα ασθενοφόρο και τη βάζω μέσα. Πήγαμε με τον γαμπρό μου πρώτα στο Παίδων για το μωρό, το παιδί είχε τελειώσει. Οι γιατροί μου είπαν "αν ερχόταν δέκα λεπτά νωρίτερα, κάτι θα κάναμε. Αργήσατε". Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε βοήθεια από θαλασσής, θα μπορούσε σήμερα να ζούσε», ανέφερε ο μάρτυρας, ζητώντας παράλληλα δικαίωση για τους ανθρώπους του. «Η οικογένειά μου εδώ και 4,5 χρόνια δεν ζει, υπάρχει απλά, περιμένουμε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».
Η κυρία Καρακουκάλη, η οποία έχασε τη μητέρα της, περιέγραψε την τελευταία δραματική τους επικοινωνία. «Στις 09.06 το βράδυ μιλήσαμε για τελευταία φορά, ήταν ζωντανή και ήταν καλά. Πριν το κλείσουμε τότε, μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δε μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι ήταν 48 ετών, έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει», κατέθεσε η μάρτυρας.
Η κυρία Κοσσορά έχασε τον σύζυγό της, ο οποίος ήταν ένας από τους 26 νεκρούς που βρέθηκαν καμένοι στο οικόπεδο Φράγκου.
«Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη λεωφόρο χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί. Πήγε τον γιο μου στο αεροδρόμιο και επέστρεφε. Έχασε τη ζωή του αναίτια, λόγω της εγκληματικής διαχείρισης της φωτιάς από τις Αρχές. Μία Αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της, δεν θα είχαμε τόσα θύματα», τόνισε η μάρτυρας.
«Η ζωή μου τσακίστηκε… Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου… Χάσαμε έναν άνθρωπο γενναιόδωρο, που έδινε αγάπη στα παιδιά και τα εγγόνια μου. Εγώ μετά αρρώστησα, είμαι υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και αντί με τα χρόνια να περάσει, δυστυχώς δεν ξεπερνιέται», κατέληξε εμφανώς φορτισμένη η μάρτυρας.
Ο κ. Γεώργιος Μίχας έχασε στη φονική πυρκαγιά τον γιο του, Βίκτωρα, 23 ετών. Η σορός του ξεβράστηκε στην ακτή μια εβδομάδα αργότερα.
«Δεν είχα ενημέρωση από κανέναν. Η ώρα είχε περάσει. Είχα χάσει επαφή με τον χρόνο. Δέχθηκα ένα τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήταν μια κυρία και μου είπε ότι είναι φίλη της μητέρας του Βίκτωρα. Ρώτησα για τον Βίκτωρα. Την άκουσα ταραγμένη. Ο νους μου πήγε στο απόλυτο κακό… Της είπα ότι αν δεν βρω τον Βίκτωρα δεν γυρίζω πίσω… Μετά η κυρία μου είπε ότι θα έρθει εκείνη εκεί που ήμουν. Ήρθαν και με βρήκαν στο λιμάνι. Κάθομαι στο παγκάκι και έρχεται η μαμά του Βίκτωρα και κάθεται στην αγκαλιά μου και μου λέει "πάει ο Βίκτωρας…". Με το που μου το λέει αυτό, την πετάω από πάνω μου. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό. Πήρα το άλλο μου παιδί αγκαλιά, που ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Δεν μπορούσα να το δεχθώ. (Κλαίει). Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένειά μου διαλύθηκε. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Το παιδί βρέθηκε στη θάλασσα μόνο του», περιέγραψε ο μάρτυρας.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.
Η κ. Μαρία Διονυσιώτη περιέγραψε στο δικαστήριο ότι η κόρη τους τούς άφησε ένα σημείωμα λίγο πριν διασωληνωθεί.
«Νοσοκομείο Ελπίς έγραφε το χαρτί. Σε αυτό ευχαριστούσε τον Ανδρέα (σύζυγό της) για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε. Για τους γονείς της έλεγε ότι ήταν υπερήφανη που τη μεγαλώσαμε με αρχές και αξίες και ότι θα μας αγαπάει για πάντα. Το παρέδωσαν στον Αντρέα μαζί με ένα ζευγάρι καμμένα αθλητικά παπούτσια. Αυτό το σημείωμα το χαράξαμε και το έχουμε μαζί με τις φωτογραφίες των παιδιών μας. Ο διασώστης μας είπε "δεν έχω γνωρίσει τέτοια δυνατή κοπέλα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, που αν δεν μας υπαγόρευε αυτό το γράμμα δεν μας άφηνε να τη διασωληνώσουμε", τόνισε με δάκρυα στα μάτια η μάρτυρας.
Ύστερα από 11 ημέρες παραμονής στην εντατική, η Μαργαρίτα κατέληξε, με τον γαμπρό της να της ανακοινώνει τα δυσάρεστα.
«Με πλησίασε ο γαμπρός μου και έκανε την ίδια κίνηση, όπως όταν μου είπε ότι χάσαμε τον μπέμπη μας. Τότε νερούλιασε το αίμα μου, μουδιάσα ολόκληρη. Μου είπε ο Ανδρέας: "Η Μαργαριτούλα μας έφυγε, δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας. Πήγε μαζί του", είπε κλαίγοντας η μάρτυρας, ζητώντας ταυτόχρονα από το δικαστήριο δικαίωση για τους νεκρούς της εθνικής τραγωδίας.
«Τα παιδιά μας τα χάσαμε, μαζί με άλλους 103 ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαρτύρησαν, πόνεσαν, υπέφεραν, άφησαν τις σάρκες τους και συνεχίζουν να πονάνε κι εμείς μαζί τους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Εγώ δεν ζω, απλά υπάρχω, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μας ήταν η ζωή μας όλη. Μετά τον θάνατο του γιου μας. Ήταν η μαμά μας, η γιατρός μας, η ψυχολόγος μας, ήταν τα πάντα για εμάς, ζούσαμε για να τη δούμε ευτυχισμένη. Έκανε έναν καλό γάμο, ένα πανέμορφο μωράκι, κατάφερε να ζήσει πολύ λίγο. Εγώ το σπίτι μου δεν το έφτιαξα. Ούτε θέλω να το φτιάξω. Την επιδότηση που δικαιούμαι για το καμένο μου σπίτι να την πάρει ο κ. Ψινάκης, να αντικαταστήσει τους φοίνικες που του καήκανε. Αυτό ήταν το μέλημά του. Ούτε μετά είχαμε βοήθεια, μόνο από εθελοντές, φίλους και συγγενείς», κατέληξε στην κατάθεσή της.
«Αν ερχόσασταν 10 λεπτά νωρίτερα, το μωρό θα ζούσε»
Βαθιά συγκινημένος και ο σύζυγός της, Χαράλαμπος Διονυσιώτης, περιέγραψε στο δικαστήριο τα όσα έγιναν τις ώρες που αναζητούσε την κόρη του και το εγγονάκι του.«Ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτα τα πράγματα μπαίνοντας προς Μάτι. Καιγόταν ό,τι ήταν εύφλεκτο, δέντρα, σπίτια, τα πάντα… Κατέβηκα στις παραλίες, φώναζα, έλεγα το όνομα της κόρης μου, δεν έπαιρνα απάντηση, πήγαινα στην επόμενη» περιέγραψε ο μάρτυρας, προσθέτοντας πως εντόπισε τελικώς την κόρη του στην Αργυρά Ακτή, ημιλιπόθυμη μέσα στη θάλασσα, και το βρέφος της αναίσθητο στην αγκαλιά της.
«Ακούω μια φωνή μέσα από τη θάλασσα, εδώ είναι η Μαργαρίτα. Η ίδια φωνή μου απαντάει “δεν μπορεί να βγει έξω”. Μια μαυρίλα, δεν ήξερες πού πας και πού πατάς. Η κόρη μου βγήκε υποβαστάζομενη από τη μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό ήταν στην αγκαλιά ενος διασώστη. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω τον γαμπρό μου, του ‘πα “να ‘σαι όσο πιο ψύχραιμος μπορείς, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά”. Τους κουβαλήσαμε. Ήμασταν εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό και ο διασώστης, που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις. Με εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα πήραν το μωρό μαζί με τον διασώστη για Παίδων. Έχω βάλει το κορίτσι μου σε ένα πεζουλάκι να κάτσει. Εμφανίζεται ένα ασθενοφόρο και τη βάζω μέσα. Πήγαμε με τον γαμπρό μου πρώτα στο Παίδων για το μωρό, το παιδί είχε τελειώσει. Οι γιατροί μου είπαν "αν ερχόταν δέκα λεπτά νωρίτερα, κάτι θα κάναμε. Αργήσατε". Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε βοήθεια από θαλασσής, θα μπορούσε σήμερα να ζούσε», ανέφερε ο μάρτυρας, ζητώντας παράλληλα δικαίωση για τους ανθρώπους του. «Η οικογένειά μου εδώ και 4,5 χρόνια δεν ζει, υπάρχει απλά, περιμένουμε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».
«Χάθηκαν αναίτια»
Τους δικούς τους ανθρώπους έχασαν στην εθνική τραγωδία και η Ιωάννα Καρακουκάλη και η Πολύμνια Κοσσορά.Η κυρία Καρακουκάλη, η οποία έχασε τη μητέρα της, περιέγραψε την τελευταία δραματική τους επικοινωνία. «Στις 09.06 το βράδυ μιλήσαμε για τελευταία φορά, ήταν ζωντανή και ήταν καλά. Πριν το κλείσουμε τότε, μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δε μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι ήταν 48 ετών, έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει», κατέθεσε η μάρτυρας.
Η κυρία Κοσσορά έχασε τον σύζυγό της, ο οποίος ήταν ένας από τους 26 νεκρούς που βρέθηκαν καμένοι στο οικόπεδο Φράγκου.
«Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη λεωφόρο χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί. Πήγε τον γιο μου στο αεροδρόμιο και επέστρεφε. Έχασε τη ζωή του αναίτια, λόγω της εγκληματικής διαχείρισης της φωτιάς από τις Αρχές. Μία Αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της, δεν θα είχαμε τόσα θύματα», τόνισε η μάρτυρας.
«Η ζωή μου τσακίστηκε… Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου… Χάσαμε έναν άνθρωπο γενναιόδωρο, που έδινε αγάπη στα παιδιά και τα εγγόνια μου. Εγώ μετά αρρώστησα, είμαι υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και αντί με τα χρόνια να περάσει, δυστυχώς δεν ξεπερνιέται», κατέληξε εμφανώς φορτισμένη η μάρτυρας.
Ο κ. Γεώργιος Μίχας έχασε στη φονική πυρκαγιά τον γιο του, Βίκτωρα, 23 ετών. Η σορός του ξεβράστηκε στην ακτή μια εβδομάδα αργότερα.
«Δεν είχα ενημέρωση από κανέναν. Η ώρα είχε περάσει. Είχα χάσει επαφή με τον χρόνο. Δέχθηκα ένα τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήταν μια κυρία και μου είπε ότι είναι φίλη της μητέρας του Βίκτωρα. Ρώτησα για τον Βίκτωρα. Την άκουσα ταραγμένη. Ο νους μου πήγε στο απόλυτο κακό… Της είπα ότι αν δεν βρω τον Βίκτωρα δεν γυρίζω πίσω… Μετά η κυρία μου είπε ότι θα έρθει εκείνη εκεί που ήμουν. Ήρθαν και με βρήκαν στο λιμάνι. Κάθομαι στο παγκάκι και έρχεται η μαμά του Βίκτωρα και κάθεται στην αγκαλιά μου και μου λέει "πάει ο Βίκτωρας…". Με το που μου το λέει αυτό, την πετάω από πάνω μου. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό. Πήρα το άλλο μου παιδί αγκαλιά, που ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Δεν μπορούσα να το δεχθώ. (Κλαίει). Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένειά μου διαλύθηκε. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Το παιδί βρέθηκε στη θάλασσα μόνο του», περιέγραψε ο μάρτυρας.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.