Άρειος Πάγος: Η σύζυγος με σχέση εκτός γάμου δικαιούται μικρότερη διατροφή με το διαζύγιο
Μία υπόθεση χωρισμού το 2016, κατά την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικαίωσε τη γυναίκα και το Εφετείο τον άντρα, που έκανε λόγο για εξωσυζυγικές σχέσεις, απασχολεί τους αρεοπαγίτες
Ένα διαζύγιο και η διατροφή που αρχικά κλήθηκε να πληρώσει ένας σύζυγος ήταν η αιτία του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε και πλέον, με τη βούλα του Αρείου Πάγου, μία σύζυγος που έχει επισυνάψει σχέση εκτός γάμου θα δικαιούται διατροφή σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Την υπόθεση έφερε στο φως η ιστοσελίδα protothema.gr. Ο σύζυγος αρχικά υπέβαλε αίτηση διαζυγίου στο Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 2015 και η σύζυγος, ένα μήνα αργότερα, είχε το ίδιο αίτημα. Μάλιστα, επικαλέστηκε «κλονιστικά γεγονότα της έγγαμης συμβίωσής μας από υπαιτιότητα του συζύγου μου», ζητώντας διατροφή της τάξης των 1.500 ευρώ.
Ήταν η αρχή του μίτου. Ο σύζυγος απάντησε τον Απρίλιο του 2017 με ένσταση, για «καταβολή ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής, των 100 ευρώ μηνιαίως». Όπως τόνισε γραπτώς: «Υπέπεσε σε παραπτώματα που συνιστούν λόγο διαζυγίου, καθώς κατά το παρελθόν διατηρούσε κατά διαστήματα εξωσυζυγικές σχέσεις, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκα από άτομο του στενού οικογενειακού μας κύκλου και μάλιστα στενή φίλη της συζύγου, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποχώρησή μου από τη συζυγική μας οικία. Προφανώς η φίλη της αντιδίκου, με την οποία δεν διατηρεί τα τελευταία χρόνια σχέσεις, ανέμενε την κατάληξη αυτήν στη σχέση μας κι έσπευσε να με ενημερώσει για τα παραστρατήματά της».
Επιπλέον, τόνισε: «Τα άτομα με τα οποία διατηρούσε σχέση ανήκαν επίσης στον στενότερο κοινωνικό μας περίγυρο και οι σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν σενάρια κινηματογραφικών ταινιών, τα οποία φαντάζουν απίστευτα, πλην όμως ήταν αληθινά».
Έπειτα ζήτησε ελαττωμένη διατροφή: «Επειδή η σύζυγός μου και “δικαιούχος” διατροφής έχει υποπέσει σε παράπτωμα που αποτελεί υπαίτιο λόγο διαζυγίου, δέον επέλθει ως συνέπεια η επιδίκαση σ’ αυτήν ελαττωμένης διατροφής, σύμφωνα με το άρθρο 1392 εδ. Β’ του Αστικού Κώδικα, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 100 ευρώ».
Ο σύζυγος στην αγωγή του επικαλείται, επιπλέον, αδιαφορία της συζύγου του ακόμα και για την υγεία του. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι υπήρξε «απόφαση της συζύγου μου για ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα», την οποία και αποδέχθηκε, ενώ μίλησε για «εκδήλωση αδιαφορίας της συζύγου μου» κατά τη νοσηλεία του σε κλινική όταν «υποβλήθηκα σε νέα στεφανιογραφία-αγγειοπλαστική».
Κατά τον ίδιο, αυτό δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αφού μετά την έξοδό του από την κλινική «δεν με επισκέφθηκε, ούτε μου συμπαραστάθηκε», με αποτέλεσμα «να εγκατασταθεί εκ νέου -όπως δηλαδή είχε επιλέξει προηγουμένως- στην οικία μου, όπου και πάλι η σύζυγός μου δεν μου προσέφερε την απαραίτητη φροντίδα, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί και η ψυχολογική υγεία μου».
Η εκδίκαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν τον δικαίωσε, αφού θεωρήθηκαν αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του. Δεν αποδείχθηκε, εν ολίγοις, ότι «η πρώην σύζυγός του διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους». Απέρριψε, ως εκ τούτου, το αίτημά του και του επιδίκασε το ποσό των 500 ευρώ ως μηνιαία διατροφή.
Στην απόφαση των δικαστών αναφέρεται: «Δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο όψιμος ισχυρισμός του συζύγου ότι η ενάγουσα διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους... και ο σχετικός ισχυρισμός του περί ελαττωματικής (στοιχειώδους) διατροφής της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 1391 εδ. Β’ Αστικού Κώδικα, που πρόβαλε νομοτύπως, επικουρικώς, κρίνεται απορριπτέος».
Ο σύζυγος, ωστόσο, επέμεινε. Άσκησε έφεση, ζητώντας να αναιρεθεί η δικαστική απόφαση κατά το σκέλος εκείνο που απέρριψε το αίτημά του για καταβολή ελαττωμένης διατροφής και ζήτησε να μειωθεί η διατροφή στα 100 ευρώ.
Η επίκληση και στην έφεση ήταν ότι ανέδειξε «ως παραπτώματα της συζύγου μου την αδιαφορία της για την έγγαμη ζωή μας και τη διατήρηση απ’ αυτήν πολλαπλών εξωσυζυγικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του γάμου μας».
Ακόμη, τόνισε ότι η σύζυγός του «επέδειξε συμπεριφορά απάδουσα προς τις εκ του γάμου υποχρεώσεις της, δυναμένη να θεμελιώσει υπαίτιο λόγο διαζυγίου».
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του για στοιχειώδη διατροφή. Μάλιστα, η πρώην σύζυγός του ήταν πια υποχρεωμένη να επιστρέψει όλο το υπόλοιπο ποσό που της είχε επιδοθεί εν είδει διατροφής, με τους νόμιμους τόκους, το οποίο ανερχόταν σε 7.218 ευρώ.
Η απόφαση του Εφετείου λήφθηκε έπειτα από ένορκες καταθέσεις μαρτύρων. Ένας εξ αυτών μίλησε για την παραδοχή ενός από τους άντρες που η σύζυγός του φέρεται να τον απάτησε. Κατέθεσε, συγκεκριμένα, ότι ο πρώην σύζυγος «ζήτησε τον λόγο από τον… για την εξωσυζυγική του σχέση με τη σύζυγό του και ο τελευταίος παραδέχθηκε αυτήν».
Ετσι, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση ότι «το παρόν δικαστήριο πείθεται για την ύπαρξη των εξωσυζυγικών αυτών σχέσεων» της πρώην συζύγου, καθώς μάλιστα οι ένορκες βεβαιώσεις «είναι πολύ λεπτομερείς» και συνηγορούν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί «μοιχείας της συζύγου».
Η αίτηση αναίρεσης που κατέθεσε η πρώην σύζυγος έγινε θέμα ανάλυσης στον Άρειο Πάγο. Οι αρεοπαγίτες του Α2 Πολιτικού Τμήματος αναφέρουν αρχικά: «Από τις διατάξεις των άρθρων 1389-1392 εδ. 2, 1495 Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη αιτία στο πρόσωπό του διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υποχρέου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής».
Επιπλέον, τονίζεται: «Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 Αστικού Κώδικα υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. Αστικού Κώδικα διατροφή, ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. Αστικού Κώδικα οφειλόμενη μετά το διαζύγιο.
Ομως, στην περίπτωση που υφίσταται παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής, το οποίο συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ’ αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή) έπειτα από ένσταση του εναγομένου, για την πληρότητα της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής».
Η συγκεκριμένη υπόθεση, πάντως, δεν έχει τελεσιδικήσει. Για τυπικούς λόγους, η εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στον Άρειο Πάγο, λόγω πλημμέλειας, καθώς κρίθηκε ότι ο αριθμός των ενόρκων καταθέσεων είχε υπερβεί τον ανώτατο προβλεπόμενο αριθμό, που είναι οι πέντε. Στο δικαστήριο είχαν κατατεθεί εφτά ένορκες καταθέσεις και οι υπεράριθμες (οι δύο τελευταίες εκ των εφτά) είναι ανυπόστατες και το Εφετείο δεν τις κήρυξε απαράδεκτες. Ενδεικτικά, αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη «7 ένορκες βεβαιώσεις, που υπερβαίνουν τον αριθμό των 5 ένορκων βεβαιώσεων, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον τις 5 πρώτες εξ αυτών και να μη λάβει καθόλου υπόψη του τις υπόλοιπες ούτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς οι δύο τελευταίες αποτελούν ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα».
Ετσι, ο Αρειος Πάγος ανέπεμψε την υπόθεση «προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλον δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση».
Την υπόθεση έφερε στο φως η ιστοσελίδα protothema.gr. Ο σύζυγος αρχικά υπέβαλε αίτηση διαζυγίου στο Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 2015 και η σύζυγος, ένα μήνα αργότερα, είχε το ίδιο αίτημα. Μάλιστα, επικαλέστηκε «κλονιστικά γεγονότα της έγγαμης συμβίωσής μας από υπαιτιότητα του συζύγου μου», ζητώντας διατροφή της τάξης των 1.500 ευρώ.
Ήταν η αρχή του μίτου. Ο σύζυγος απάντησε τον Απρίλιο του 2017 με ένσταση, για «καταβολή ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής, των 100 ευρώ μηνιαίως». Όπως τόνισε γραπτώς: «Υπέπεσε σε παραπτώματα που συνιστούν λόγο διαζυγίου, καθώς κατά το παρελθόν διατηρούσε κατά διαστήματα εξωσυζυγικές σχέσεις, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκα από άτομο του στενού οικογενειακού μας κύκλου και μάλιστα στενή φίλη της συζύγου, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποχώρησή μου από τη συζυγική μας οικία. Προφανώς η φίλη της αντιδίκου, με την οποία δεν διατηρεί τα τελευταία χρόνια σχέσεις, ανέμενε την κατάληξη αυτήν στη σχέση μας κι έσπευσε να με ενημερώσει για τα παραστρατήματά της».
Επιπλέον, τόνισε: «Τα άτομα με τα οποία διατηρούσε σχέση ανήκαν επίσης στον στενότερο κοινωνικό μας περίγυρο και οι σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν σενάρια κινηματογραφικών ταινιών, τα οποία φαντάζουν απίστευτα, πλην όμως ήταν αληθινά».
Έπειτα ζήτησε ελαττωμένη διατροφή: «Επειδή η σύζυγός μου και “δικαιούχος” διατροφής έχει υποπέσει σε παράπτωμα που αποτελεί υπαίτιο λόγο διαζυγίου, δέον επέλθει ως συνέπεια η επιδίκαση σ’ αυτήν ελαττωμένης διατροφής, σύμφωνα με το άρθρο 1392 εδ. Β’ του Αστικού Κώδικα, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 100 ευρώ».
Ο σύζυγος στην αγωγή του επικαλείται, επιπλέον, αδιαφορία της συζύγου του ακόμα και για την υγεία του. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι υπήρξε «απόφαση της συζύγου μου για ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα», την οποία και αποδέχθηκε, ενώ μίλησε για «εκδήλωση αδιαφορίας της συζύγου μου» κατά τη νοσηλεία του σε κλινική όταν «υποβλήθηκα σε νέα στεφανιογραφία-αγγειοπλαστική».
Κατά τον ίδιο, αυτό δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αφού μετά την έξοδό του από την κλινική «δεν με επισκέφθηκε, ούτε μου συμπαραστάθηκε», με αποτέλεσμα «να εγκατασταθεί εκ νέου -όπως δηλαδή είχε επιλέξει προηγουμένως- στην οικία μου, όπου και πάλι η σύζυγός μου δεν μου προσέφερε την απαραίτητη φροντίδα, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί και η ψυχολογική υγεία μου».
Η εκδίκαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν τον δικαίωσε, αφού θεωρήθηκαν αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του. Δεν αποδείχθηκε, εν ολίγοις, ότι «η πρώην σύζυγός του διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους». Απέρριψε, ως εκ τούτου, το αίτημά του και του επιδίκασε το ποσό των 500 ευρώ ως μηνιαία διατροφή.
Στην απόφαση των δικαστών αναφέρεται: «Δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο όψιμος ισχυρισμός του συζύγου ότι η ενάγουσα διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους... και ο σχετικός ισχυρισμός του περί ελαττωματικής (στοιχειώδους) διατροφής της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 1391 εδ. Β’ Αστικού Κώδικα, που πρόβαλε νομοτύπως, επικουρικώς, κρίνεται απορριπτέος».
Ο σύζυγος, ωστόσο, επέμεινε. Άσκησε έφεση, ζητώντας να αναιρεθεί η δικαστική απόφαση κατά το σκέλος εκείνο που απέρριψε το αίτημά του για καταβολή ελαττωμένης διατροφής και ζήτησε να μειωθεί η διατροφή στα 100 ευρώ.
Η επίκληση και στην έφεση ήταν ότι ανέδειξε «ως παραπτώματα της συζύγου μου την αδιαφορία της για την έγγαμη ζωή μας και τη διατήρηση απ’ αυτήν πολλαπλών εξωσυζυγικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του γάμου μας».
Ακόμη, τόνισε ότι η σύζυγός του «επέδειξε συμπεριφορά απάδουσα προς τις εκ του γάμου υποχρεώσεις της, δυναμένη να θεμελιώσει υπαίτιο λόγο διαζυγίου».
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του για στοιχειώδη διατροφή. Μάλιστα, η πρώην σύζυγός του ήταν πια υποχρεωμένη να επιστρέψει όλο το υπόλοιπο ποσό που της είχε επιδοθεί εν είδει διατροφής, με τους νόμιμους τόκους, το οποίο ανερχόταν σε 7.218 ευρώ.
Η απόφαση του Εφετείου λήφθηκε έπειτα από ένορκες καταθέσεις μαρτύρων. Ένας εξ αυτών μίλησε για την παραδοχή ενός από τους άντρες που η σύζυγός του φέρεται να τον απάτησε. Κατέθεσε, συγκεκριμένα, ότι ο πρώην σύζυγος «ζήτησε τον λόγο από τον… για την εξωσυζυγική του σχέση με τη σύζυγό του και ο τελευταίος παραδέχθηκε αυτήν».
Ετσι, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση ότι «το παρόν δικαστήριο πείθεται για την ύπαρξη των εξωσυζυγικών αυτών σχέσεων» της πρώην συζύγου, καθώς μάλιστα οι ένορκες βεβαιώσεις «είναι πολύ λεπτομερείς» και συνηγορούν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί «μοιχείας της συζύγου».
Η αίτηση αναίρεσης που κατέθεσε η πρώην σύζυγος έγινε θέμα ανάλυσης στον Άρειο Πάγο. Οι αρεοπαγίτες του Α2 Πολιτικού Τμήματος αναφέρουν αρχικά: «Από τις διατάξεις των άρθρων 1389-1392 εδ. 2, 1495 Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη αιτία στο πρόσωπό του διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υποχρέου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής».
Επιπλέον, τονίζεται: «Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 Αστικού Κώδικα υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. Αστικού Κώδικα διατροφή, ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. Αστικού Κώδικα οφειλόμενη μετά το διαζύγιο.
Ομως, στην περίπτωση που υφίσταται παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής, το οποίο συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ’ αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή) έπειτα από ένσταση του εναγομένου, για την πληρότητα της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής».
Η συγκεκριμένη υπόθεση, πάντως, δεν έχει τελεσιδικήσει. Για τυπικούς λόγους, η εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στον Άρειο Πάγο, λόγω πλημμέλειας, καθώς κρίθηκε ότι ο αριθμός των ενόρκων καταθέσεων είχε υπερβεί τον ανώτατο προβλεπόμενο αριθμό, που είναι οι πέντε. Στο δικαστήριο είχαν κατατεθεί εφτά ένορκες καταθέσεις και οι υπεράριθμες (οι δύο τελευταίες εκ των εφτά) είναι ανυπόστατες και το Εφετείο δεν τις κήρυξε απαράδεκτες. Ενδεικτικά, αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη «7 ένορκες βεβαιώσεις, που υπερβαίνουν τον αριθμό των 5 ένορκων βεβαιώσεων, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον τις 5 πρώτες εξ αυτών και να μη λάβει καθόλου υπόψη του τις υπόλοιπες ούτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς οι δύο τελευταίες αποτελούν ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα».
Ετσι, ο Αρειος Πάγος ανέπεμψε την υπόθεση «προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλον δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση».