Δίκη για το Μάτι: Συγκλονίζουν οι καταθέσεις των γονιών των δίδυμων κοριτσιών που κάηκαν μαζί με τους παππούδες τους - «Ήταν αγκαλιά»
Τραγική ειρωνεία είναι ότι τα κοριτσάκια είχαν φύγει εκείνο το απόγευμα από την Αθήνα, προκειμένου να πάνε με τους παππούδες του σε ένα σπίτι στη Νέα Μάκρη που νοίκιαζαν
Με τις καταθέσεις των γονιών των δίδυμων κοριτσιών που κάηκαν στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι μαζί με τους παππούδες τους συνεχίστηκε η δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.
Η μητέρα και ο πατέρας των διδύμων περιέγραψαν τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους να βρουν τα κοριτσάκια και τους παππούδες τους από το απόγευμα της 23ης Ιουλίου και μετά.
Τραγική ειρωνεία είναι ότι τα κοριτσάκια είχαν φύγει εκείνο το απόγευμα από την Αθήνα, προκειμένου να πάνε με τους παππούδες του σε ένα σπίτι στη Νέα Μάκρη που νοίκιαζαν.
«Εκείνο το Σαββατοκύριακο ήμουν με τα ανήλικα τέκνα μου και τα πεθερικά στη Νέα Μάκρη. Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018 έπρεπε να γυρίσουμε προς Αθήνα, γιατί έπρεπε τα πεθερικά μου να κάνουν κάτι υποχρεώσεις. Γυρίσαμε Αθήνα, φτάσαμε στο σπίτι μας στην Καλλιθέα και αφού κάνανε τις δουλειές που είχαν, έφυγαν και κατευθύνθηκαν στη Νέα Μάκρη σε μία οικία που μίσθωναν. Ήταν όλα ήσυχα. Τα παιδιά έπαιζαν και τα πεθερικά μου ετοιμάζονταν να γυρίσουν στη Νέα Μάκρη. Τους χαιρετήσαμε και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε», είπε η Γεωργία Ξυραφάκη, μητέρα των διδύμων, στην έναρξη της κατάθεσής της.
«Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου, αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε», περιέγραψε η μάρτυρας, τονίζοντας πως ένα τηλεφώνημα της κουνιάδας της στην πεθερά της, που της είπε για τις φωτιές, ήταν εκείνο που τους ανησύχησε πραγματικά.
«Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά συνεχώς. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε αστυνομία, τους λέγαμε ότι τα παιδιά και πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω», τόνισε η μητέρα των διδύμων.
Η προσπάθεια του συζύγου της απέβη άκαρπη. «Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε είναι στον δρόμο, έχει φωτιές δεξιά αριστερά, δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά. Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω, αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου, αλλιώς θα τρελαθώ», είπε η μάρτυρας, συνεχίζοντας: «Ξεκινήσαμε προς Ανάβυσσο και παίρναμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική. Ύστερα από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι, θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή το τι φορούσαν».
Δυστυχώς, ένα βίντεο με δύο κοριτσιάκια να βγαίνουν από ένα αλιευτικό αναπτέρωσε τις ελπίδες τους μάταια.
«Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό, όπου είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο Ίντερνετ και είδαμε ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ στα κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Είμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς Άλφα που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονται τα κορίτσια και κατευθυνθήκαμε στις 24/7 στο λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό, αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα.
Εγώ πήγα στο δημαρχείο Ραφήνας, όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγός μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε τηλέφωνο συζύγου. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο, μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε, αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν τα πάντα για να είναι σώα και αβλαβή», είπε η μάρτυρας.
Δυστυχώς, η συνέχεια για τη μάρτυρα και τα παιδιά της ήταν τραγική. Ακόμα, ωστόσο, και μετά την ταυτοποίηση των διδύμων δεν σταμάτησε η ταλαιπωρία της.
«Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν, με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε», τόνισε η μάρτυρας.
Ο πατέρας των κοριτσιών, Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής και ο γιος του Φίλιππου και της Σοφίας, περιέγραψε στην κατάθεσή του τις αγωνιώδεις προσπάθειες για την ανεύρεση των δικών του ανθρώπων. «Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με τη μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή ύστερα από πολλή ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και λιμάνι Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και κόκκινο λιμάνι. Κάναμε προσπάθειες να με σταματήσουν, αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν, θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε Πυροσβεστική, Αστυνομία. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ, φύγετε, είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας, τους έψαχνα, τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε Αστυνομία, Πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα», είπε ο μάρτυρας.
Ο πατέρας των διδύμων περιέγραψε πώς κατέληξαν να δώσουν DNA περιγράφοντας: «Πήγαμε μαζί στην Ανάβυσσο, εννέα και τέταρτο με πήραν από Πυροσβεστική. Μου λέει τους έχω ελέγξει, στους ζωντανούς δεν είναι, ψάξε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδή. Τρέχουμε στο Γουδή, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Έδωσε πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώςμ έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα… Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε, δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω τους γονείς μου, ήξερα ότι θα πέθαιναν για να ζήσουν τα κορίτσια, μας έκανε εντύπωση ότι ήταν με αγνώστους, υποθέσαμε πως θα είχαν πάθει σοκ. Πήγαμε στο λιμενικό για να δείξουμε πλάνο. Αν έχει γίνει καταγραφή. Ξεκίνησε το Λιμενικό διαδικασίες, απελπισμένος είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα τηλέφωνο, με παίρνανε τηλέφωνο, έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρα μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για την οικογένειά μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουν με DNA», τόνισε ο μάρτυρας.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για τον χαμό των δικών του.
«Εάν εκείνη η ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο, που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Αν σε ανακουφίζει, αυτό μου είπαν, τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκαταλείψανε.
Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, δείξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά. Παίρνουμε το τηλ. που μας είπαν πως είναι οι γονείς μας. Λέμε άρα ανάμεσα θα είναι τα κορίτσια…», είπε συγκινημένος και πρόσθεσε: «Μου λέει πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε. Μου λένε δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησαν τα εκμαγεία, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσανε τα κορίτσια… Έπειτα από τρεις ημέρες μάς ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της, ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά… Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δεν ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσαν να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό», περιέγραψε ως μάρτυρας και είπε πως η πιο όμορφη στιγμή της ζωής του ήταν όταν τα κοριτσάκια του «σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν μπαμπά. Εκεί είπα είσαι μάγκας. Χάρη στη σύζυγό μου και την αγάπη που μας ενώνει είμαι ακόμα ζωντανός. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα. Ο πατέρας μου είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Έγινε αυτό με νεκρά κορίτσια και εγκλωβιστήκανε, αν έμεναν μες στο αυτοκίνητο θα είχα κάτι να θάψω, τα κορμιά τους».
Η αδελφή του κ. Φιλιππόπουλου, Ελένη, δείχνοντας στο δικαστήριο ένα καμένο βραχιόλι, ό,τι είχε μείνει από τη μητέρα της, είπε στην κατάθεσή της ότι βρήκε το κουράγιο και πήγε στο χωράφι που κάηκαν οι δικοί της. «Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα προς τη θάλασσα… Ο πατέρας μου μέχρις εκείνη τη στιγμή, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει (κλαίει)… Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί, σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες, αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο», τόνισε η μάρτυρας εμφανώς συγκινημένη.
Η δίκη συνεχίζεται στις 23 Ιανουαρίου 2023.
Η μητέρα και ο πατέρας των διδύμων περιέγραψαν τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους να βρουν τα κοριτσάκια και τους παππούδες τους από το απόγευμα της 23ης Ιουλίου και μετά.
Τραγική ειρωνεία είναι ότι τα κοριτσάκια είχαν φύγει εκείνο το απόγευμα από την Αθήνα, προκειμένου να πάνε με τους παππούδες του σε ένα σπίτι στη Νέα Μάκρη που νοίκιαζαν.
«Εκείνο το Σαββατοκύριακο ήμουν με τα ανήλικα τέκνα μου και τα πεθερικά στη Νέα Μάκρη. Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018 έπρεπε να γυρίσουμε προς Αθήνα, γιατί έπρεπε τα πεθερικά μου να κάνουν κάτι υποχρεώσεις. Γυρίσαμε Αθήνα, φτάσαμε στο σπίτι μας στην Καλλιθέα και αφού κάνανε τις δουλειές που είχαν, έφυγαν και κατευθύνθηκαν στη Νέα Μάκρη σε μία οικία που μίσθωναν. Ήταν όλα ήσυχα. Τα παιδιά έπαιζαν και τα πεθερικά μου ετοιμάζονταν να γυρίσουν στη Νέα Μάκρη. Τους χαιρετήσαμε και ήταν η τελευταία φορά που τους είδαμε», είπε η Γεωργία Ξυραφάκη, μητέρα των διδύμων, στην έναρξη της κατάθεσής της.
«Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου, αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε», περιέγραψε η μάρτυρας, τονίζοντας πως ένα τηλεφώνημα της κουνιάδας της στην πεθερά της, που της είπε για τις φωτιές, ήταν εκείνο που τους ανησύχησε πραγματικά.
«Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά συνεχώς. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε αστυνομία, τους λέγαμε ότι τα παιδιά και πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω», τόνισε η μητέρα των διδύμων.
Η προσπάθεια του συζύγου της απέβη άκαρπη. «Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε είναι στον δρόμο, έχει φωτιές δεξιά αριστερά, δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά. Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω, αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου, αλλιώς θα τρελαθώ», είπε η μάρτυρας, συνεχίζοντας: «Ξεκινήσαμε προς Ανάβυσσο και παίρναμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική. Ύστερα από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι, θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή το τι φορούσαν».
Δυστυχώς, ένα βίντεο με δύο κοριτσιάκια να βγαίνουν από ένα αλιευτικό αναπτέρωσε τις ελπίδες τους μάταια.
«Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό, όπου είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο Ίντερνετ και είδαμε ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ στα κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Είμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς Άλφα που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονται τα κορίτσια και κατευθυνθήκαμε στις 24/7 στο λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό, αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα.
Εγώ πήγα στο δημαρχείο Ραφήνας, όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγός μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε τηλέφωνο συζύγου. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο, μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε, αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν τα πάντα για να είναι σώα και αβλαβή», είπε η μάρτυρας.
Δυστυχώς, η συνέχεια για τη μάρτυρα και τα παιδιά της ήταν τραγική. Ακόμα, ωστόσο, και μετά την ταυτοποίηση των διδύμων δεν σταμάτησε η ταλαιπωρία της.
«Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν, με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε», τόνισε η μάρτυρας.
Ο πατέρας των κοριτσιών, Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής και ο γιος του Φίλιππου και της Σοφίας, περιέγραψε στην κατάθεσή του τις αγωνιώδεις προσπάθειες για την ανεύρεση των δικών του ανθρώπων. «Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με τη μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή ύστερα από πολλή ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και λιμάνι Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και κόκκινο λιμάνι. Κάναμε προσπάθειες να με σταματήσουν, αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν, θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε Πυροσβεστική, Αστυνομία. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ, φύγετε, είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας, τους έψαχνα, τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε Αστυνομία, Πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα», είπε ο μάρτυρας.
Ο πατέρας των διδύμων περιέγραψε πώς κατέληξαν να δώσουν DNA περιγράφοντας: «Πήγαμε μαζί στην Ανάβυσσο, εννέα και τέταρτο με πήραν από Πυροσβεστική. Μου λέει τους έχω ελέγξει, στους ζωντανούς δεν είναι, ψάξε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδή. Τρέχουμε στο Γουδή, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Έδωσε πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώςμ έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα… Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε, δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω τους γονείς μου, ήξερα ότι θα πέθαιναν για να ζήσουν τα κορίτσια, μας έκανε εντύπωση ότι ήταν με αγνώστους, υποθέσαμε πως θα είχαν πάθει σοκ. Πήγαμε στο λιμενικό για να δείξουμε πλάνο. Αν έχει γίνει καταγραφή. Ξεκίνησε το Λιμενικό διαδικασίες, απελπισμένος είπα θα βγω στα κανάλια να μιλήσω μήπως έχει δει κάποιος τα παιδιά. Έδωσα τηλέφωνο, με παίρνανε τηλέφωνο, έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρα μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για την οικογένειά μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουν με DNA», τόνισε ο μάρτυρας.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που κλήθηκε να διαχειριστεί για τον χαμό των δικών του.
«Εάν εκείνη η ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο, που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Αν σε ανακουφίζει, αυτό μου είπαν, τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκαταλείψανε.
Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, δείξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά. Παίρνουμε το τηλ. που μας είπαν πως είναι οι γονείς μας. Λέμε άρα ανάμεσα θα είναι τα κορίτσια…», είπε συγκινημένος και πρόσθεσε: «Μου λέει πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε. Μου λένε δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησαν τα εκμαγεία, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσανε τα κορίτσια… Έπειτα από τρεις ημέρες μάς ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της, ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά… Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δεν ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσαν να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό», περιέγραψε ως μάρτυρας και είπε πως η πιο όμορφη στιγμή της ζωής του ήταν όταν τα κοριτσάκια του «σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν μπαμπά. Εκεί είπα είσαι μάγκας. Χάρη στη σύζυγό μου και την αγάπη που μας ενώνει είμαι ακόμα ζωντανός. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα. Ο πατέρας μου είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Έγινε αυτό με νεκρά κορίτσια και εγκλωβιστήκανε, αν έμεναν μες στο αυτοκίνητο θα είχα κάτι να θάψω, τα κορμιά τους».
Η αδελφή του κ. Φιλιππόπουλου, Ελένη, δείχνοντας στο δικαστήριο ένα καμένο βραχιόλι, ό,τι είχε μείνει από τη μητέρα της, είπε στην κατάθεσή της ότι βρήκε το κουράγιο και πήγε στο χωράφι που κάηκαν οι δικοί της. «Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα προς τη θάλασσα… Ο πατέρας μου μέχρις εκείνη τη στιγμή, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει (κλαίει)… Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί, σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες, αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο», τόνισε η μάρτυρας εμφανώς συγκινημένη.
Η δίκη συνεχίζεται στις 23 Ιανουαρίου 2023.