Δίκη Μάτι: Συγκλονίζουν οι καταθέσεις – Πώς έχασε τη ζωή του ένας ιερέας θύμα της πυρκαγιάς
«Η μόνη έννοια μου ήταν ο πατέρας και η μητέρα μου… Είδα τα μαλάκια του να σηκώνονται σαν σκαντζόχοιρου. Του έριξα λίγο νερό στο κεφάλι», είπε μάρτυρας
Συγκλονίζουν για ακόμα μία συνεδρίαση οι μαρτυρίες των συγγενών νεκρών στο Μάτι.
Η μάρτυρας Ελένη Παπαποστόλου, η οποία έμεινε στη θάλασσα περίπου 4 ώρες μαζί με τους γονείς της, συγκλόνισε όταν περιέγραψε πώς ο ιερέας πατέρας της άφησε την τελευταία του πνοή στο νερό, έχοντας πρώτα σηκώσει τα χέρια του στον ουρανό για να ζητήσει συγχώρεση. «Ήμασταν μέσα στη θάλασσα, όλοι μαζί, γαντζωμένοι. Είχε θαλασσοταραχή. Πίναμε νερό. Εγώ ήμουν σαν μηχανή σε λειτουργία επιβίωσης. Η μητέρα μου και ο πατέρας προσευχόντουσαν. Καθίσαμε περίπου μία ώρα στο νερό μέχρι που δεν άντεξε ο πατέρας μου», τόνισε η μάρτυρας, της οποίας η οικογένεια, όπως είπε, έχει επί σχεδόν έναν αιώνα περιουσία στο Μάτι.
«Εμείς, η οικογένεια της μητέρας μου, ο προπάππους μου, είχε αγοράσει ένα αγροτεμάχιο. Θα κλείσουμε έναν αιώνα στο Μάτι. Εγώ, η μητέρα, η γιαγιά μου παραθερίζαμε εκεί. Αυτά που ακούστηκαν ότι είμαστε καταπατητές κ.λπ. προσβάλλουν κι εμάς και τη νοημοσύνη του κόσμου», επισήμανε η μάρτυρας, με την πρόεδρο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας να της απαντά ότι δεν έχουν ακουστεί αυτά στο δικαστήριο. Η μάρτυρας τόνισε: «Ήταν μακρόστενα χωράφια, ήταν αγροτική περιοχή. Και μία πολύ καλή περιοχή. Δεν ήταν μία περιοχή που κάποιοι είπαν ότι θα καταπατήσουν. Αυτό που θέλω να σας πω είναι πως ήταν ένας χώρος που εγκυμονεί κινδύνους. Ήταν το χωριό. Εγώ προσωπικά ήξερα πάρα πολύ καλά την περιοχή και πάντα ήθελα να την προστατέψω. Μαζέψαμε χρήματα για πυροσβεστικό, υπήρχε πάντα εκεί. Όταν έπιανε φωτιά, πάντα τη σβήναμε. Νοιαζόμασταν γι' αυτόν τον τόπο. Σιγά σιγά άρχισε να υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη. Οι φωτιές που έμπαιναν, σβηνόντουσαν. Ήξερα τους κινδύνους, ήξερα πώς να φύγω».
Η μάρτυρας μαζί με τους γονείς της κατευθύνθηκαν στην παραλία για να σωθούν.
«Αφήνουμε τα αντικείμενα μέσα στο αυτοκίνητο και σκοπός μας ήταν να πάμε στην παραλία. Εκεί εκβάλλει το ρέμα. Όταν φτάσαμε θυμάμαι να έρχεται ένα θερμικό, έρχονταν καύτρες, σπίθες, πολύ έντονα, αρχίζει να πιάνει φωτιά το μπαρ-ρέστοραντ. Η μόνη έννοια μου ήταν ο πατέρας και η μητέρα μου… Είδα τα μαλάκια του να σηκώνονται σαν σκαντζόχοιρου. Του έριξα λίγο νερό στο κεφάλι. Για να τον κρατήσω σε καλύτερη κατάσταση. Έρχεται μία ξαδέλφη, εκεί ήμασταν όλοι, σπίτια με άδειες, παρακαλώ», υπογράμμισε η μάρτυρας.
Η μάρτυρας περιέγραψε πως είχε βάλει μία μάσκα στον μπαμπά της για να προστατεύεται και περιέγραψε: «Κάποια στιγμή είπα στον πατέρα μου να ξαπλώσει. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν να κολυμπήσουμε λίγο. Αυτός ο άνθρωπος με υπομονή, ήταν ψύχραιμος και η μητέρα μου. Περιμέναμε ότι θα έρθουν να μας σώσουν. Στείλε κάποιον να περιμένει. Πού θα πήγαινε ο κόσμος; Υπάρχουν κατασκηνώσεις… Ήταν μονόδρομος η θάλασσα και έπρεπε να μας περιμένουν. Κάποια στιγμή άρχισα να κουράζομαι. Σιγά σιγά ήρθαν περισσότεροι καπνοί. Φωνάζαμε "βοήθεια" για να έρθουν οι διασώστες. Πρώτη φορά άκουσα και τον πατέρα μου να φωνάζει. Δεν ερχόταν κανείς. Άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις λες και ήσουν σε πεδίο μάχης. Σκοτείνιασε ο ουρανός, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Και μετά άρχισε μεγάλη θαλασσοταραχή, λες και είχαμε πέσει σε δίνη, πάρα πολύς καπνός, πάρα πολλά κύματα. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ δύσκολα. Ήμασταν μαζί γαντζωμένοι. Πίναμε νερό. Ήμουν σαν μηχανή σε λειτουργία επιβίωσης. Η μητέρα μου και ο πατέρας προσευχόντουσαν. Θα καθίσαμε περίπου μία ώρα στο νερό. Δεν άντεξε ο πατέρας μου. Ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό (κλάμα). Μας ευχαρίστησε για ό,τι έχουμε κάνει για αυτόν. Έχασαν πολλοί άνθρωποι εκείνη την ημέρα τον πατέρα τους. Μετά εξέπνευσε, μου λέει η μητέρα μου ο πατέρας σου έφυγε, κάνω κίνηση να του κλείσω τα μάτια, λέω κουράγιο μαμά, κρατήσου, δεθήκαμε με μαμά και σορό, δεν θα τον αφήναμε, δεν θα τον αφήναμε. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της λέω να κρατηθεί από εμένα. Πάμε κόντρα στα κύματα, είδαμε κάτι πορτοκαλί στον ορίζοντα, πάμε στον ήλιο, πάμε όλοι στον ήλιο, φώναζαν κι άλλοι. Κολυμπούσαμε, η μητέρα μου από τη μία πλευρά, εγώ από την άλλη και πατέρας μου στη μέση. Δεν ερχόταν κανείς».
Τελικά, η μάρτυρας και η μητέρα διασώθηκαν από ένα καΐκι και έφτασαν αργά το βράδυ στο λιμάνι της Ραφήνας.
Οικογένεια Τσέκου
Η οικογένεια Τσέκου μετρά ένα θύμα στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Η σύζυγος Μαρία Τσέκου και τα δυο της παιδιά αναφέρθηκαν στην απώλεια του συζύγου και πατέρα, όταν ενώ αποφάσισαν να φύγουν από το Μάτι, εκείνος έμεινε πίσω για να βοηθήσει έναν γείτονά του με κινητικά προβλήματα. «Ήμασταν με τον σύζυγο και τη μεγάλη κόρη σπίτι μας. Ήταν απόγευμα, βλέπουμε κάπνα από μακριά. Φαινόταν που είχε καπνό και προχωρούσε προς το Μάτι πολύ γρήγορα και δεν ερχόταν προς εμάς που ήταν το σπίτι προς το ρέμα Ραφήνας. Αποφασίσαμε να φύγουμε και να συναντηθούμε προς Ραφήνα. Χωριστήκαμε. Στον δρόμο είχε πιάσει μεγάλη φωτιά. Μου λέει η κόρη μου τι θα κάνουμε, θα γυρίσουμε πίσω. Βγήκαμε στο αντίθετο ρεύμα προς Αθήνα. Εμείς δεν βλέπαμε ούτε μισό μέτρο μπροστά. Τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο άλλο ρεύμα προς Ραφήνα και ό,τι γίνει. Ο σύζυγος πίσω με άλλο αμάξι… Όταν φτάσαμε στη Ραφήνα δεν ήταν εκεί και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο…», κατέθεσε η μάρτυρας.
Ο σύζυγός της κατέληξε από τα εγκαύματα στο νοσοκομείο στις 27 Ιουλίου 2018.
Ο Εμμανουηλ Παντελάρος έχασε τη μητέρα του. Εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στο Μάτι. Στην κατάθεσή του περιέγραψε: «Δεν ήμουν εκεί. Εργαζόμουν το απόγευμα. Τυχαία είδα ότι είχε πιάσει φωτιά. Κατά τις 5 πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και μου λέει με αγωνία έχει καπνό και δεν ξέρω τι να κάνω. Κατά τις έξι που πήρα ξανά δεν απαντούσε. Μέχρι τις επτά παρά παίρναμε και δεν απαντούσε και μετά κόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία. Την επόμενη ημέρα την ψάχναμε στα νοσοκομεία, δώσαμε dna, τελικά ταυτοποιήθηκε, ήταν δύο δρόμους από το σπίτι».
Από την πλευρά της η Κασσιανή Πολίτου, η οποία έχασε επίσης τη μητέρα της στις φλόγες, στην κατάθεσή της σήμερα στη δίκη ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Έχουμε σπίτι στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, οι γονείς μου ήταν εκείνη την ημέρα εκεί. Εγώ ήμουν στη δουλειά μου. Πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά και σειρήνες. Υπήρχε το αίσθημα της εμπιστοσύνης ότι κάποιος είναι εκεί. Εκείνη την ημέρα αυτό δεν υπήρξε. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους. Γύρω στις 16:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, η μητέρα μου δεν πρόλαβε. Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καιγόταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είχε κάποιο πυροσβέστη. Έμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα. Ώρες μετά βρέθηκε στο Σισμανόγλειο. Στις 11 το βράδυ το έμαθα. Στις 7 το απόγευμα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν αγνοούμενη. Δεν καταλαβαίνω πώς έγινε όλο αυτό».
Μάλιστα, ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στη μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω» και εκείνη του απάντησε: «Δεν θέλω να το συζητήσω».