Δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι: Νέες συγκλονιστικές καταθέσεις - «Τα ουρλιαχτά του πόνου είναι στα αυτιά μου πέντε χρόνια τώρα»
Η κυρία Φράγκου εξαπέλυσε επίθεση στην τότε κυβέρνηση, επισημαίνοντας πως η οικογένειά της κατηγορήθηκε πανελληνίως ως καταπατητές
Συνεχίζονται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας οι συγκλονιστικές καταθέσεις όσων βίωσαν τον εφιάλτη της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. Κατά τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης, κατέθεσε η Αναστασία-Χριστάννα Φράγκου, στο οικόπεδο της οποίας βρέθηκαν νεκροί 26 άνθρωποι.
Η κυρία Φράγκου εξαπέλυσε επίθεση στην τότε κυβέρνηση, επισημαίνοντας πως η οικογένειά της κατηγορήθηκε πανελληνίως ως καταπατητές. «Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη υπουργών την επομένη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκτασή μας. Μας κατηγόρησαν ως καταπατητές. Το κράτος έχει καταστήσει όλους τους πολίτες ομήρους σε μια ψευδή συνθήκη. Το σπίτι μου δεν είναι αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια ούτε η οικογένειά μου. Το οικόπεδό μας δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα, με την κλασική έννοια. Είναι σκαλοπάτια τα οποία έχει σκαλίσει ο παππούς μου στους βράχους. Από εκεί σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δυστυχώς, δεν πρόλαβαν και τους 26, διότι τους πρόλαβε το θερμικό κύμα», κατέθεσε η Αναστασία-Χριστιάννα Φράγκου, ιδιοκτήτρια του οικοπέδου όπου χάθηκαν 26 ζωές και σώθηκαν 40, όπως τόνισε η μάρτυρας. «Αυτό το αφήγημα ότι δήθεν οι κάτοικοι φταίνε δεν αληθεύει, δεν φταίνε τα σπίτια, υπήρχαν δίοδοι. Δεν υπήρχε ειδοποίηση από κανέναν, καήκαμε σαν τα ποντίκια. Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το κράτος σε άνθρώπους που έχασαν δικούς τους και όλη την περιουσία τους», κατέληξε η μάρτυρας.
Νωρίτερα η ίδια περιέγραψε στην κατάθεσή της πως μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να καίγεται ο τόπος και ξαφνικά είδαν πολύ κόσμο να έρχεται προς το οικόπεδό τους, ο άνδρας της άνοιξε τις πόρτες και τους είπε «ελάτε να σωθούμε προς τον γκρεμό». Οπως είπε, έμειναν στην παραλία μέχρι τις 12, οπότε έφτασε μια βάρκα. Ήταν «σαν την Καταστροφή της Σμύρνης, που περιμέναμε εκεί μια σωτηρία», είπε χαρακτηριστικά η μάρτυρας.
«Ζήσαμε την ταπείνωση»
Ο μάρτυρας Αντώνιος Γιαννακοδήμος είπε στην κατάθεσή του πως, εάν δεν είχαν δει τον καπνό, εκείνος και η οικογένειά του θα είχαν καεί όλοι. «Ζήσαμε τον απόλυτο φόβο, την εξαθλίωση, την ταπείνωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες», τόνισε ο μάρτυρας, προσθέτοντας: «Σε γνωστό σταθμό έλεγαν στις 12 τα μεσάνυχτα "μάλλον έχουμε νεκρό". Μάλλον. Αυτό με έχει σημαδέψει».
Ο κάτοικος του Ματιού που έχασε τον πατέρα του στη φονική πυρκαγιά εξήγησε στην έναρξη της κατάθεσής του πως δύο φορές το παρελθόν είχαν ειδοποιηθεί και εγκαταλείψει το σπίτι τους κατά τη διάρκεια πυρκαγιών. «Εκείνη την ημέρα ήμουν στη δουλειά, ενημερώθηκα για φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη, ακύρωσα ένα ραντεβού που είχα και πήγα να δω τι γίνεται. Επέστρεψα σπίτι. Καμία ενημέρωση δεν υπήρχε. Έξι παρά είδα καπνό, μαύρο, νοτιοδυτικά. Βγαίνω έξω, ανεβαίνω Μαραθώνος και έχω φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού, επιστρέφω σπίτι, ειδοποιώ γονείς πως υπάρχει φωτιά και πρέπει να φύγουμε», είπε ο μάρτυρας στην κατάθεσή του.
Στη συνέχεια περιέγραψε πως σε κατάσταση πανικού ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ο μάρτυρας δεν πήρε μαζί του σχεδόν τίποτα, εκτός από τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κάποια χρήματα. Την ώρα που κατέβαινε να φύγει με την οικογένειά του, καιγόταν ήδη η κεραμοσκεπή του οικήματός του. «Μπαίνω στο αυτοκίνητο με την οικογένειά μου και από πίσω είναι ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο. Κατεβαίνω προς θάλασσα, σε κατάσταση πανικού. Από πίσω προσπαθεί ο πατέρας μου να μπει στο αυτοκίνητο. Δυστυχώς, πέφτει ένα δέντρο και κλείνει δρόμο κάθετα ανάμεσα στο δικό μου αυτοκίνητο και του πατέρα μου. Είδα το πίσω μέρος του αυτοκινήτου να παίρνει φωτιά, τον είδα να πηγαίνει προς Μαραθώνος. Δεν υπήρχε επιλογή συνέχισα ευθεία και πρέπει να μπήκα δεύτερο-τρίτο αμάξι στο λιμάνι του Ματιού, στις 6:30. Μαζί μου πήρα κλειδιά, χρήματα και το ρόλοι ούτε καν το φόρεσα. Μείναμε στο λιμάνι μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα», περιέγραψε ο μάρτυρας.
«Πάλευε έξι ώρες με τα κύματα»
Η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου στα 65 της χρόνια έδωσε «μάχη» επί περίπου έξι ώρες μέσα στη θάλασσα. «Δεν ήταν κανείς μαζί μου. Έμεινα εντελώς μόνη. Μου είπαν ότι ήταν 10-12 Μποφόρ. Άρχισαν να κολυμπάω σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όλα ήταν μαύρα, δεν μπορούσα να δω και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο, 65 ετών, σε μια αγριεμένη θάλασσα, που δεν φαινόταν τίποτα και μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω. Εκείνο που με κατάτρωγε ήταν η φίλη μου, που είχε μείνει σπίτι, κλεισμένη, εάν είχε καεί. Οι ώρες περνούσαν. Στράφηκα στην Παναγία και είπα «αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ τώρα, αλλιώς δείξε μου τα σημάδια». Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και ακούω φωνές ανθρώπων, που φωνάζανε βοήθεια, 11:00-11:30, δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα ήταν. Ήταν έξι άτομα. Κανέναν τους δεν γνώριζα. Η μία κοπέλα ρώταγε τη μαμά της εάν θα πεθάνουμε και εμείς, καθώς πριν είχε χάσει τον αδελφό της και μία φίλη τους. Η Βάσια η Μίχα. Εμείς δεν το γνωρίζαμε τότε. Το άλλο το κορίτσι το είχε πιάσει κρίση πανικού και την πήρα και την έσερνα. Δεν την έχω βρει. Κάποια στιγμή είχαν έρθει κάτι σαν ξύλα πάνω μου. Ετσι νόμιζα, ήταν πτώματα. Αρχίσαμε να κρυώνουμε και να έχουμε κράμπες. Εγώ ήμουν η πιο αισιόδοξη, διότι έλεγα "είμαστε τόσο κοντά στην Αθήνα, δεν μπορεί να μην έρθουν να μας σώσουν". Τίποτα, κανείς… Όπως κανείς δεν μας ειδοποίησε να φύγουμε. Κάποια στιγμή είδαμε κάποια φωτάκια. Αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τα εκεί. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν πάρα πολύ μακριά. Όλη αυτήν την ώρα, οι παντόφλες ήταν στα πόδια μου και τα γυαλιά στα μάτια μου. Κάποια στιγμή είδαμε κάτι άλλα φώτα μακριά. Ήταν ένα καράβι. Όχι του Λιμενικού που φώναζα εγώ, ήταν ψαροκάικο γρι-γρι από την Εύβοια. Κολυμπήσαμε και φτάσαμε. Μας έριξαν σκοινιά. Ξαφνικά εμφανίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι. Μία κυρία που πήγε να ανεβεί έπαθε ανακοπή. Τότε φοβήθηκα και τους είπα δεν μπορώ να ανέβω και μου είπε πως θα έρθει μία βάρκα. Ανεβήκαμε στο ψαροκάικο. Κάτω ήταν μία οικογένεια, την κοπέλα που έπαθε την ανακοπή την είχαν βάλει άκρη», περιέγραψε η μάρτυρας.
Οικογένεια Πολυμεροπούλου
Η Δήμητρα Πολυμεροπούλου βρισκόταν εκείνη την ημέρα μαζί με το γιο της και τα δύο εγγόνια της στο σπίτι τους στο Μάτι. Η μάρτυρας είναι εγκαυματίας και έχει 40% μοσχεύματα. Εκείνη την ημέρα σώθηκε λόγω μιας γειτόνισσάς της που πήρε εκείνη τον γιο και τα εγγόνια της με το αυτοκίνητό της και τους οδήγησε προς την παραλία. Ο γιος της, Γιώργος Πολυμερόπουλος, κλαίγοντας και κρατώντας το κεφάλι του με τα χέρια, περιέγραψε στο δικαστήριο: «Ενώ βγαίναμε από το σπίτι δεχτήκαμε ένα θερμικό κύμα που είχε πάνω ό,τι καιγοταν, μας βρήκε στην πίσω πλευρά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και δεν θα μπορούσαμε να περπατήσουμε. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε ευθεία. Ετοιμαζόμουν να τα αγκαλιάσω τα παιδιά μου και τότε είδα τη γειτόνισσα. Την παρακάλεσα να μας κατεβάσει στην παραλία. Κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Αποβιβαστήκαμε στη Ποσειδώνος και κατευθυνθήκαμε προς θάλασσα. Εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι η μητέρα μου είχε καεί σε πολλά σημεία και δεν ήταν καλά.».
Η Δήμητρα Πολυμεροπούλου έμεινε στο νοσοκομείο τρεις μήνες, ο γιος Γιώργος Πολυμερόπουλος δέκα ημέρες, ενώ εγκαύματα είχε υποστεί και ο εγγονός της, Δημήτρης. «Είχαμε στην οικογένεια μας με τρεις εγκαυματίες, τη μητέρα, τον αδελφό και τον ανιψιό μου. Η μητέρα μου έκανε τρία χειρουργεία. Οταν μπόρεσε να φύγει από το νοσοκομείο, ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Ο αγώνας των εγκαυματιών είναι τρομερός. Τα ουρλιαχτά από τους πόνους ήταν ασύλληπτα. Τα ουρλιαχτά του πόνου είναι στα αυτιά μου πέντε χρόνια τώρα. Θα ήθελα να βοηθήσω και εγώ με τη μαρτυρία μου, για να δικαιωθούν όχι μόνο αυτοί που φύγαν, αλλά και αυτοί που μείναν που παλεύουν με τραύματά τους», τόνισε η κόρη της κυρίας Πολυμεροπούλου, Αικατερίνη.
Η κυρία Φράγκου εξαπέλυσε επίθεση στην τότε κυβέρνηση, επισημαίνοντας πως η οικογένειά της κατηγορήθηκε πανελληνίως ως καταπατητές. «Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη υπουργών την επομένη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκτασή μας. Μας κατηγόρησαν ως καταπατητές. Το κράτος έχει καταστήσει όλους τους πολίτες ομήρους σε μια ψευδή συνθήκη. Το σπίτι μου δεν είναι αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια ούτε η οικογένειά μου. Το οικόπεδό μας δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα, με την κλασική έννοια. Είναι σκαλοπάτια τα οποία έχει σκαλίσει ο παππούς μου στους βράχους. Από εκεί σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δυστυχώς, δεν πρόλαβαν και τους 26, διότι τους πρόλαβε το θερμικό κύμα», κατέθεσε η Αναστασία-Χριστιάννα Φράγκου, ιδιοκτήτρια του οικοπέδου όπου χάθηκαν 26 ζωές και σώθηκαν 40, όπως τόνισε η μάρτυρας. «Αυτό το αφήγημα ότι δήθεν οι κάτοικοι φταίνε δεν αληθεύει, δεν φταίνε τα σπίτια, υπήρχαν δίοδοι. Δεν υπήρχε ειδοποίηση από κανέναν, καήκαμε σαν τα ποντίκια. Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το κράτος σε άνθρώπους που έχασαν δικούς τους και όλη την περιουσία τους», κατέληξε η μάρτυρας.
Νωρίτερα η ίδια περιέγραψε στην κατάθεσή της πως μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να καίγεται ο τόπος και ξαφνικά είδαν πολύ κόσμο να έρχεται προς το οικόπεδό τους, ο άνδρας της άνοιξε τις πόρτες και τους είπε «ελάτε να σωθούμε προς τον γκρεμό». Οπως είπε, έμειναν στην παραλία μέχρι τις 12, οπότε έφτασε μια βάρκα. Ήταν «σαν την Καταστροφή της Σμύρνης, που περιμέναμε εκεί μια σωτηρία», είπε χαρακτηριστικά η μάρτυρας.
«Ζήσαμε την ταπείνωση»
Ο μάρτυρας Αντώνιος Γιαννακοδήμος είπε στην κατάθεσή του πως, εάν δεν είχαν δει τον καπνό, εκείνος και η οικογένειά του θα είχαν καεί όλοι. «Ζήσαμε τον απόλυτο φόβο, την εξαθλίωση, την ταπείνωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες», τόνισε ο μάρτυρας, προσθέτοντας: «Σε γνωστό σταθμό έλεγαν στις 12 τα μεσάνυχτα "μάλλον έχουμε νεκρό". Μάλλον. Αυτό με έχει σημαδέψει».Ο κάτοικος του Ματιού που έχασε τον πατέρα του στη φονική πυρκαγιά εξήγησε στην έναρξη της κατάθεσής του πως δύο φορές το παρελθόν είχαν ειδοποιηθεί και εγκαταλείψει το σπίτι τους κατά τη διάρκεια πυρκαγιών. «Εκείνη την ημέρα ήμουν στη δουλειά, ενημερώθηκα για φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη, ακύρωσα ένα ραντεβού που είχα και πήγα να δω τι γίνεται. Επέστρεψα σπίτι. Καμία ενημέρωση δεν υπήρχε. Έξι παρά είδα καπνό, μαύρο, νοτιοδυτικά. Βγαίνω έξω, ανεβαίνω Μαραθώνος και έχω φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού, επιστρέφω σπίτι, ειδοποιώ γονείς πως υπάρχει φωτιά και πρέπει να φύγουμε», είπε ο μάρτυρας στην κατάθεσή του.
Στη συνέχεια περιέγραψε πως σε κατάσταση πανικού ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ο μάρτυρας δεν πήρε μαζί του σχεδόν τίποτα, εκτός από τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κάποια χρήματα. Την ώρα που κατέβαινε να φύγει με την οικογένειά του, καιγόταν ήδη η κεραμοσκεπή του οικήματός του. «Μπαίνω στο αυτοκίνητο με την οικογένειά μου και από πίσω είναι ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο. Κατεβαίνω προς θάλασσα, σε κατάσταση πανικού. Από πίσω προσπαθεί ο πατέρας μου να μπει στο αυτοκίνητο. Δυστυχώς, πέφτει ένα δέντρο και κλείνει δρόμο κάθετα ανάμεσα στο δικό μου αυτοκίνητο και του πατέρα μου. Είδα το πίσω μέρος του αυτοκινήτου να παίρνει φωτιά, τον είδα να πηγαίνει προς Μαραθώνος. Δεν υπήρχε επιλογή συνέχισα ευθεία και πρέπει να μπήκα δεύτερο-τρίτο αμάξι στο λιμάνι του Ματιού, στις 6:30. Μαζί μου πήρα κλειδιά, χρήματα και το ρόλοι ούτε καν το φόρεσα. Μείναμε στο λιμάνι μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα», περιέγραψε ο μάρτυρας.
«Πάλευε έξι ώρες με τα κύματα»
Η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου στα 65 της χρόνια έδωσε «μάχη» επί περίπου έξι ώρες μέσα στη θάλασσα. «Δεν ήταν κανείς μαζί μου. Έμεινα εντελώς μόνη. Μου είπαν ότι ήταν 10-12 Μποφόρ. Άρχισαν να κολυμπάω σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όλα ήταν μαύρα, δεν μπορούσα να δω και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο, 65 ετών, σε μια αγριεμένη θάλασσα, που δεν φαινόταν τίποτα και μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω. Εκείνο που με κατάτρωγε ήταν η φίλη μου, που είχε μείνει σπίτι, κλεισμένη, εάν είχε καεί. Οι ώρες περνούσαν. Στράφηκα στην Παναγία και είπα «αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ τώρα, αλλιώς δείξε μου τα σημάδια». Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και ακούω φωνές ανθρώπων, που φωνάζανε βοήθεια, 11:00-11:30, δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα ήταν. Ήταν έξι άτομα. Κανέναν τους δεν γνώριζα. Η μία κοπέλα ρώταγε τη μαμά της εάν θα πεθάνουμε και εμείς, καθώς πριν είχε χάσει τον αδελφό της και μία φίλη τους. Η Βάσια η Μίχα. Εμείς δεν το γνωρίζαμε τότε. Το άλλο το κορίτσι το είχε πιάσει κρίση πανικού και την πήρα και την έσερνα. Δεν την έχω βρει. Κάποια στιγμή είχαν έρθει κάτι σαν ξύλα πάνω μου. Ετσι νόμιζα, ήταν πτώματα. Αρχίσαμε να κρυώνουμε και να έχουμε κράμπες. Εγώ ήμουν η πιο αισιόδοξη, διότι έλεγα "είμαστε τόσο κοντά στην Αθήνα, δεν μπορεί να μην έρθουν να μας σώσουν". Τίποτα, κανείς… Όπως κανείς δεν μας ειδοποίησε να φύγουμε. Κάποια στιγμή είδαμε κάποια φωτάκια. Αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τα εκεί. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν πάρα πολύ μακριά. Όλη αυτήν την ώρα, οι παντόφλες ήταν στα πόδια μου και τα γυαλιά στα μάτια μου. Κάποια στιγμή είδαμε κάτι άλλα φώτα μακριά. Ήταν ένα καράβι. Όχι του Λιμενικού που φώναζα εγώ, ήταν ψαροκάικο γρι-γρι από την Εύβοια. Κολυμπήσαμε και φτάσαμε. Μας έριξαν σκοινιά. Ξαφνικά εμφανίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι. Μία κυρία που πήγε να ανεβεί έπαθε ανακοπή. Τότε φοβήθηκα και τους είπα δεν μπορώ να ανέβω και μου είπε πως θα έρθει μία βάρκα. Ανεβήκαμε στο ψαροκάικο. Κάτω ήταν μία οικογένεια, την κοπέλα που έπαθε την ανακοπή την είχαν βάλει άκρη», περιέγραψε η μάρτυρας.Οικογένεια Πολυμεροπούλου
Η Δήμητρα Πολυμεροπούλου βρισκόταν εκείνη την ημέρα μαζί με το γιο της και τα δύο εγγόνια της στο σπίτι τους στο Μάτι. Η μάρτυρας είναι εγκαυματίας και έχει 40% μοσχεύματα. Εκείνη την ημέρα σώθηκε λόγω μιας γειτόνισσάς της που πήρε εκείνη τον γιο και τα εγγόνια της με το αυτοκίνητό της και τους οδήγησε προς την παραλία. Ο γιος της, Γιώργος Πολυμερόπουλος, κλαίγοντας και κρατώντας το κεφάλι του με τα χέρια, περιέγραψε στο δικαστήριο: «Ενώ βγαίναμε από το σπίτι δεχτήκαμε ένα θερμικό κύμα που είχε πάνω ό,τι καιγοταν, μας βρήκε στην πίσω πλευρά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και δεν θα μπορούσαμε να περπατήσουμε. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε ευθεία. Ετοιμαζόμουν να τα αγκαλιάσω τα παιδιά μου και τότε είδα τη γειτόνισσα. Την παρακάλεσα να μας κατεβάσει στην παραλία. Κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Αποβιβαστήκαμε στη Ποσειδώνος και κατευθυνθήκαμε προς θάλασσα. Εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι η μητέρα μου είχε καεί σε πολλά σημεία και δεν ήταν καλά.».Η Δήμητρα Πολυμεροπούλου έμεινε στο νοσοκομείο τρεις μήνες, ο γιος Γιώργος Πολυμερόπουλος δέκα ημέρες, ενώ εγκαύματα είχε υποστεί και ο εγγονός της, Δημήτρης. «Είχαμε στην οικογένεια μας με τρεις εγκαυματίες, τη μητέρα, τον αδελφό και τον ανιψιό μου. Η μητέρα μου έκανε τρία χειρουργεία. Οταν μπόρεσε να φύγει από το νοσοκομείο, ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Ο αγώνας των εγκαυματιών είναι τρομερός. Τα ουρλιαχτά από τους πόνους ήταν ασύλληπτα. Τα ουρλιαχτά του πόνου είναι στα αυτιά μου πέντε χρόνια τώρα. Θα ήθελα να βοηθήσω και εγώ με τη μαρτυρία μου, για να δικαιωθούν όχι μόνο αυτοί που φύγαν, αλλά και αυτοί που μείναν που παλεύουν με τραύματά τους», τόνισε η κόρη της κυρίας Πολυμεροπούλου, Αικατερίνη.