Γηροκομείο στα Χανιά: Μήνυση σε εισαγγελέα και ανακρίτρια από τις προφυλακισμένες επικεφαλής
Οι δύο προσωρινά κρατούμενες υποστηρίζουν ότι υπήρξε ενορχηστρωμένη επίθεση σε βάρος τους
Για κατάχρηση εξουσίας κατηγορούν οι δυο προσωρινά κρατούμενες, επικεφαλής του γηροκομείου στα Χανιά, την αντεισαγγελέα Χανίων και τον αρμόδιο ανακριτή, που χειρίστηκαν την υπόθεσή τους σχετικά με τις καταγγελίες για τους θανάτους ηλικιωμένων.
Οι δυο γυναίκες, η ιδιοκτήτρια και η κόρη της, αναφέρουν στη μήνυση που κατέθεσαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ότι βρίσκονται προφυλακισμένες, μετά από μήνυση που κατέθεσαν σε βάρος τους οι ανιψιές της τροφίμου του γηροκομείου που απεβίωσε το 2017, χωρίς ωστόσο να έχουν δικαίωμα, αφού δεν προβλέπεται αυτό από την ποινική νομοθεσία, καθώς δικαίωμα έχουν μόνο ο σύζυγος, τα παιδιά, ο παππούς και η γιαγιά της αποβιώσασας.
Οι δυο γυναίκες επιμένουν μέσα από τη μήνυση που υποβάλλουν δια των δικηγόρων Βασίλη Χειρδάρη και Νικου Ρουσσόπουλου ότι εναντίον τους «υπήρξε μια ενορχηστρωμένη και άδικη επίθεση από διάφορους (τους οποίους έχομε καταμηνύσει και ασκήσει αστικά ένδικα μέσα σε βάρος τους), αλλά και από τα τοπικά και μη ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να ασκηθούν σε βάρος μας ποινικές διώξεις πέρα από κάθε φαντασία και λογική, όπως για δήθεν ανθρωποκτονίες από πρόθεση κ.ά».
Ενορχηστρωμένη επίθεση σε βάρος τους υποστηρίζουν ότι υπήρξε από τους δυο δικαστικούς λειτουργούς, στους οποίους καταλογίζουν αντιδικονομική λειτουργία και καταγγέλλουν ότι τους άσκησαν επιπλέον ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη σε βάρος τροφίμου που απεβίωσε το 2017, χωρίς να υπάρχει τέτοιο δικαίωμα και μάλιστα για πράξη που είναι ανέγκλητη, επομένως όχι παράνομη.
Δηλαδή ότι τους εξέθεσαν σε κακουργηματική δίωξη με κίνδυνο προφυλάκισης, χωρίς να υπάρχει παράνομη πράξη.
Οι δυο γυναίκες καταλογίζουν δόλο στους δυο λειτουργούς της Δικαιοσύνης, αφού, όπως υποστηρίζουν, γνώριζαν ότι η δίωξη δεν εδράζεται στον νόμο, κι όμως «(εν γνώσει τους), μας εξέθεσαν σε δίωξη, αν και είμαστε αθώες».
Όπως περιγράφουν, η τρόφιμος απεβίωσε το 2017 κι ενώ (μετά την αλλαγή του ΠΚ το 2019) το αδίκημα διώκεται μόνο μετά από έγκληση και μάλιστα από στενούς συγγενείς βρέθηκαν κατηγορούμενες μετά από έγκληση από μη δικαιούμενα πρόσωπα που υποβλήθηκε 4 χρόνια μετά.
Όπως υποστηρίζουν, η μεν εισαγγελέας γνώριζε «όταν άσκησε την ποινική δίωξη και παρήγγειλε κύρια ανάκριση (17.06.22) είχε δει, επισκοπήσει και μελετήσει το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η συγγενική σχέση των εγκαλούντων (ανιψιές), το έτος θανάτου και η ανυπαρξία έγκλησης ή μήνυσης εκ μέρους της φερομένης ως παθούσας όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (Οκτώβρης 2014 μέχρι του θανάτου της 28.12.2017).
Η ίδια δε γνώριζε πολύ καλά, ως εισαγγελικός λειτουργός, ότι το άρθρο 115 παρ. 4 του νέου ΠΚ, προβλέπει ότι σε περίπτωση θανάτου του παθόντος το δικαίωμα εγκλήσεως μεταβιβάζεται μόνον στον επιζώντα σύζυγο, σε αυτόν που συμβίωνε με τον παθόντα έως τον θάνατό του, στα τέκνα του και, αν αυτοί δεν υπάρχουν, στους γονείς του. Κανείς άλλος δεν δικαιούται σε άσκηση έγκλησης. Επομένως γνώριζε πολύ καλά ότι οι ανιψιές δεν αναφέρονται στον ΠΚ και δεν έχουν κανένα δικαίωμα σε άσκηση μήνυσης».
Για τον δε ανακριτή αναφέρουν ότι ενώ τα γνώριζε κι αυτός όλα αυτά, συνέταξε κατηγορητήριο σε βάρος τους και «παρότι αθώες μας εξέθεσαν εν γνώσει τους σε ποινική δίωξη για κακουργηματικό αδίκημα (απάτη)».
Όπως αναφέρουν σε δήλωσή τους, οι δικηγόροι Βασίλης Χειρδάρης και Νικόλαος Ρουσσόπουλος, «με θεσμική ανησυχία και έντονο προβληματισμό καταθέτουμε μήνυση εναντίον δύο προσώπων που διαθέτουν δικαστική ιδιότητα και θεσμικό ρόλο, κατόπιν ρητής εντολής των εντολέων μας που την υπέγραψαν και μας εξουσιοδότησαν.
Με πλήρη σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας των μηνυομένων οι εντολείς μας ζητάνε την πλήρη ποινική διαλεύκανση μιας υπόθεσης που διαθέτει παράνομες, μη νόμιμες και ασυνήθιστες ποινικές διώξεις σε βάρος τους.
Συγκεκριμένα, καταθέτουμε μήνυση για κατάχρηση εξουσίας κατά αντεισαγγελέα πρωτοδικών και ανακριτή, επειδή εξέθεσαν τις μηνύτριες σε ποινική δίωξη και ανάκριση για κακουργηματική απάτη, αδίκημα που διώκεται κατ΄έγκληση ενώ δεν υπήρχε έγκληση από δικαιούμενο πρόσωπο και η πράξη ήταν απολύτως ανέγκλητη. Κινήθηκε δηλαδή ποινική διαδικασία από πρόσωπα που ασκούν δικαστική εξουσία για ανύπαρκτο αδίκημα εκθέτοντας σε πολλαπλούς κινδύνους δύο γυναίκες.
Ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών λειτουργών δεν επιτρέπει τέτοιου είδους παρεκκλίσεις και μη νόμιμες και ανύπαρκτες ποινικές διώξεις αθώων πολιτών σε ένα κράτος δικαίου και ευνομίας. Ζητάμε από την Εισαγγελία και τις δικαστικές αρχές να αποδοθούν ευθύνες. Κανείς δεν δικαιούται να εξαιρείται από την υποχρέωση νομιμότητας, πολύ δε περισσότερο οι δικαστικοί λειτουργοί, που είναι ενταγμένοι στη τήρηση του δικαίου και της νομιμότητας».
*Πηγή: protothema.gr
Οι δυο γυναίκες, η ιδιοκτήτρια και η κόρη της, αναφέρουν στη μήνυση που κατέθεσαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ότι βρίσκονται προφυλακισμένες, μετά από μήνυση που κατέθεσαν σε βάρος τους οι ανιψιές της τροφίμου του γηροκομείου που απεβίωσε το 2017, χωρίς ωστόσο να έχουν δικαίωμα, αφού δεν προβλέπεται αυτό από την ποινική νομοθεσία, καθώς δικαίωμα έχουν μόνο ο σύζυγος, τα παιδιά, ο παππούς και η γιαγιά της αποβιώσασας.
Οι δυο γυναίκες επιμένουν μέσα από τη μήνυση που υποβάλλουν δια των δικηγόρων Βασίλη Χειρδάρη και Νικου Ρουσσόπουλου ότι εναντίον τους «υπήρξε μια ενορχηστρωμένη και άδικη επίθεση από διάφορους (τους οποίους έχομε καταμηνύσει και ασκήσει αστικά ένδικα μέσα σε βάρος τους), αλλά και από τα τοπικά και μη ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να ασκηθούν σε βάρος μας ποινικές διώξεις πέρα από κάθε φαντασία και λογική, όπως για δήθεν ανθρωποκτονίες από πρόθεση κ.ά».
Ενορχηστρωμένη επίθεση σε βάρος τους υποστηρίζουν ότι υπήρξε από τους δυο δικαστικούς λειτουργούς, στους οποίους καταλογίζουν αντιδικονομική λειτουργία και καταγγέλλουν ότι τους άσκησαν επιπλέον ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη σε βάρος τροφίμου που απεβίωσε το 2017, χωρίς να υπάρχει τέτοιο δικαίωμα και μάλιστα για πράξη που είναι ανέγκλητη, επομένως όχι παράνομη.
Δηλαδή ότι τους εξέθεσαν σε κακουργηματική δίωξη με κίνδυνο προφυλάκισης, χωρίς να υπάρχει παράνομη πράξη.
Η μήνυση
Οι δυο γυναίκες καταλογίζουν δόλο στους δυο λειτουργούς της Δικαιοσύνης, αφού, όπως υποστηρίζουν, γνώριζαν ότι η δίωξη δεν εδράζεται στον νόμο, κι όμως «(εν γνώσει τους), μας εξέθεσαν σε δίωξη, αν και είμαστε αθώες».Όπως περιγράφουν, η τρόφιμος απεβίωσε το 2017 κι ενώ (μετά την αλλαγή του ΠΚ το 2019) το αδίκημα διώκεται μόνο μετά από έγκληση και μάλιστα από στενούς συγγενείς βρέθηκαν κατηγορούμενες μετά από έγκληση από μη δικαιούμενα πρόσωπα που υποβλήθηκε 4 χρόνια μετά.
Όπως υποστηρίζουν, η μεν εισαγγελέας γνώριζε «όταν άσκησε την ποινική δίωξη και παρήγγειλε κύρια ανάκριση (17.06.22) είχε δει, επισκοπήσει και μελετήσει το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η συγγενική σχέση των εγκαλούντων (ανιψιές), το έτος θανάτου και η ανυπαρξία έγκλησης ή μήνυσης εκ μέρους της φερομένης ως παθούσας όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (Οκτώβρης 2014 μέχρι του θανάτου της 28.12.2017).
Η ίδια δε γνώριζε πολύ καλά, ως εισαγγελικός λειτουργός, ότι το άρθρο 115 παρ. 4 του νέου ΠΚ, προβλέπει ότι σε περίπτωση θανάτου του παθόντος το δικαίωμα εγκλήσεως μεταβιβάζεται μόνον στον επιζώντα σύζυγο, σε αυτόν που συμβίωνε με τον παθόντα έως τον θάνατό του, στα τέκνα του και, αν αυτοί δεν υπάρχουν, στους γονείς του. Κανείς άλλος δεν δικαιούται σε άσκηση έγκλησης. Επομένως γνώριζε πολύ καλά ότι οι ανιψιές δεν αναφέρονται στον ΠΚ και δεν έχουν κανένα δικαίωμα σε άσκηση μήνυσης».
Για τον δε ανακριτή αναφέρουν ότι ενώ τα γνώριζε κι αυτός όλα αυτά, συνέταξε κατηγορητήριο σε βάρος τους και «παρότι αθώες μας εξέθεσαν εν γνώσει τους σε ποινική δίωξη για κακουργηματικό αδίκημα (απάτη)».
«Θεσμική ανησυχία»
Όπως αναφέρουν σε δήλωσή τους, οι δικηγόροι Βασίλης Χειρδάρης και Νικόλαος Ρουσσόπουλος, «με θεσμική ανησυχία και έντονο προβληματισμό καταθέτουμε μήνυση εναντίον δύο προσώπων που διαθέτουν δικαστική ιδιότητα και θεσμικό ρόλο, κατόπιν ρητής εντολής των εντολέων μας που την υπέγραψαν και μας εξουσιοδότησαν.Με πλήρη σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας των μηνυομένων οι εντολείς μας ζητάνε την πλήρη ποινική διαλεύκανση μιας υπόθεσης που διαθέτει παράνομες, μη νόμιμες και ασυνήθιστες ποινικές διώξεις σε βάρος τους.
Συγκεκριμένα, καταθέτουμε μήνυση για κατάχρηση εξουσίας κατά αντεισαγγελέα πρωτοδικών και ανακριτή, επειδή εξέθεσαν τις μηνύτριες σε ποινική δίωξη και ανάκριση για κακουργηματική απάτη, αδίκημα που διώκεται κατ΄έγκληση ενώ δεν υπήρχε έγκληση από δικαιούμενο πρόσωπο και η πράξη ήταν απολύτως ανέγκλητη. Κινήθηκε δηλαδή ποινική διαδικασία από πρόσωπα που ασκούν δικαστική εξουσία για ανύπαρκτο αδίκημα εκθέτοντας σε πολλαπλούς κινδύνους δύο γυναίκες.
Ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών λειτουργών δεν επιτρέπει τέτοιου είδους παρεκκλίσεις και μη νόμιμες και ανύπαρκτες ποινικές διώξεις αθώων πολιτών σε ένα κράτος δικαίου και ευνομίας. Ζητάμε από την Εισαγγελία και τις δικαστικές αρχές να αποδοθούν ευθύνες. Κανείς δεν δικαιούται να εξαιρείται από την υποχρέωση νομιμότητας, πολύ δε περισσότερο οι δικαστικοί λειτουργοί, που είναι ενταγμένοι στη τήρηση του δικαίου και της νομιμότητας».
*Πηγή: protothema.gr