Κιλκίς: «Ήταν σαν να σκότωσα τον εαυτό μου», κατέθεσε ο 73χρονος πατροκτόνος
Ο 73χρονος είχε στο πλευρό του όλα τα μέλη της οικογένειάς του, τα οποία κατέθεσαν στο δικαστήριο και αναφέρθηκαν στον βίαιο χαρακτήρα του θύματος
Αναβίωσε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη μια οικογενειακή τραγωδία, η οποία έχει συγκλονίσει το Κιλκίς, καθώς ένας 73χρονος πατέρας πυροβόλησε με κυνηγετική καραμπίνα και σκότωσε τον 43χρονο γιο του, στο χωριό Ρύζια τον Δεκέμβριο του 2021.
Σύμφωνα με το GrTimes.gr, ο 73χρονος παραπέμφθηκε να δικαστεί για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για οπλοφορία – οπλοχρησία και για παράνομη κατοχή κυνηγητικού όπλου.
Ο 73χρονος είχε στο πλευρό του όλα τα μέλη της οικογένειάς του, τα οποία κατέθεσαν στο δικαστήριο και αναφέρθηκαν στον βίαιο χαρακτήρα του θύματος που αντιμετώπιζε χρόνιο πρόβλημα τοξοκομανίας.
Τελικά ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία που τελέστηκε καθ’ υπέρβαση των νόμιμων ορίων άμυνας ενώ του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος.
Το ΜΟΔ Θεσσαλονίκης του επέβαλε συνολική κάθειρξη 7,5 ετών, ενώ αποφάσισε η έφεσή του να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην εκτέλεση της ποινής, αλλά επέτρεψε την κατ’ οίκον έκτιση.
Κατά τη διάρκεια της δίκης στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο αναδείχθηκε και η έλλειψη κατάλληλων κρατικών δομών για την αντιμετώπιση προβληματικών ατόμων με στόχο την προστασία των οικείων τους και του κοινωνικού συνόλου.
«Ήταν σαν να σκότωσα τον εαυτό μου»
Στην απολογία του ο 73χρονος ανέφερε ότι αγαπούσε τον γιό του και πώς θα προτιμούσε να είναι ο ίδιος στη θέση του.
«Του είχα αδυναμία, αλλά δεν το καταλάβαινε. Του έλεγα «γιατί δέρνεις τον μπαμπά σου;» . Περνούσε και με έβριζε. Εγώ δεν απαντούσα, δεν μιλούσα καθόλου. Στο σπίτι δύο φορές με χτύπησε. Ήθελα να τον βοηθήσω να ξεμπλέξει», είπε αρχικά.
Αναφερόμενος στην ημέρα του εγκλήματος ο ηλικιωμένος ανέφερε πως ο 43χρονος προσπάθησε να τον πνίξει.
«Έλειπε ένας λέβητας. Το θυμήθηκε και ήρθε. Έσπασε την πόρτα με κλοτσιά. Εγώ ήμουν μέσα και άρχισε να με χτυπάει. Με πέταξε πάνω στην πόρτα και έπεσα. Τον ρώτησα: «Γιατί χτυπάς τον μπαμπά σου;». Έφυγε και άρχισε να με βρίζει. Ήρθε ξανά. Είχα την καραμπίνα, χαμηλά και ελαφρώς ανασηκωμένη, για να τον φοβίσω», σημείωσε και συμπλήρωσε:
«Ήρθε κατευθείαν πάνω στην καραμπίνα. Δεν φοβόταν. Εκείνη τη στιγμή, δεν ήξερα τι έκανα. Καλύτερα να πήγαινα εγώ, να ζούσε αυτός. Ήταν σαν να σκότωσα τον εαυτό μου. Δεν ήξερα τι έκανα. Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν».
«Καλύτερα να με σκότωνε αυτός, πάρα εγώ το παιδί μου. Μετά πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και άρχισα να κλαίω. Ήταν πολύ δυνατός, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τον αγαπούσα πάρα πολύ και προσπαθούσα να τον βοηθήσω. Δεν ήθελα να γίνει αυτό που έγινε», κατέληξε.
«Είχε μπει ο σατανάς μέσα του, με είχε περιλούσει με παραφινέλαιο και με έκαψε»
Η πρώην σύζυγος του 73χρονου και μητέρα του θύματος αναφέρθηκε στον βίαιο χαρακτήρα του 43χρονου, σημειώνοντας πως ήταν αυτός που έφταιξε για όσα έγιναν.
«Με έδερνε κάθε μέρα. Μια φορά με είχε περιλούσει με παραφινέλαιο και με έκαψε. Το είχα πάρει απόφαση ότι θα με σκοτώσει. Τι τράβηξα με αυτό το παιδί, δεν περιγράφεται. Δεν φταίει ο άνδρας μου, για όλα φταίει ο γιός μου», κατέθεσε το δικαστήριο.
«Έδερνε και τον μπαμπά του. Τι ξύλο έφαγε…Φοβόμουν! Ο σατανάς ήταν μέσα του. Ούτε στον εχθρό μας να μη συμβεί. Έκανε υπομονή ο άνδρας μου. Μάνα είμαι, εγώ τον γέννησα αλλά για όλα φταίει το παιδί μου. Ο γιος μου ξέφυγε, δεν ήξερε τι έκανε», είπε ακόμη.
Στον φόβο που ένιωθαν όλοι στην οικογένεια αναφέρθηκε και η η πρώτη από τις δύο αδελφές του θύματος. «Τον φοβόμασταν. Προσπαθούσαμε να τον βοηθήσουμε γιατί ήταν χρήστης ναρκωτικών. Ειδικά ο μπαμπάς μου και η μαμά μου. Χτυπούσε πάρα πολύ τη γυναίκα του και τον μπαμπά μου», είπε αρχικά.
«Ήταν πολύ βίαιος άνθρωπος, τους έδερνε πολύ άσχημα. Του είχαμε κάνει μήνυση, νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο. Μόλις βγήκε έκανε χρήση μέσα στο αυτοκίνητό μου. Όταν δεν είχε ναρκωτικά, έπινε αλκοόλ και έπαιρνε πολλά χάπια, ηρεμιστικά. Του κάναμε ξανά μήνυση αλλά έκανε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος», προσέθεσε.
Σχετικά με το περιστατικό, ανέφερε: «Με πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς μου και μου είπε: “Σκότωσα τον Ηλία”. Δεν το πίστευα. Έφτασα πρώτη, πριν την αστυνομία. Μου είπε: «Πήγε να με πνίξει, θα με σκότωνε. Φοβήθηκα, δεν το ήθελα». Είχε σημάδια στον λαιμό, τα ρούχα του ήταν σκισμένα».
«Στο σπίτι υπήρχαν σπασίματα. Τον χτυπούσε μέσα στο δωμάτιο. Ο μπαμπάς μου είχε τρόμο στα ματιά του. Ο αδελφός μου ήταν επικίνδυνος. Εγώ πίστευα ότι θα σκότωνε τη μάνα μου. Ο μπαμπάς μου αν μπορούσε να φύγει, θα έφευγε. Εγκλωβίστηκε μέσα στο σπίτι. Παρά τις καταχρήσεις που έκανε, ο αδελφός μου ήταν δυνατός. Είχε μπει ο διάολος μέσα του. Τον φοβόντουσαν όλοι στο χωριό», συμπλήρωσε.
«Έδειρε και τον παπά του χωριού»
Η δεύτερη αδελφή που κατέθεσε ανέφερε πως ο 43χρονος ήταν «σαν θηρίο ήταν» και ότι φοβόταν τα βίαια ξεσπάσματά του.
«Μου είπε «θα σε σκοτώσω». Προσπαθούσα να μην έχω επαφές μαζί του. Φοβόμουν. Η μητέρα και ο πατέρας μου τράβηξαν του Χριστού τα Πάθη. Ο Ηλίας ήταν επικίνδυνος και η Πολιτεία δεν έκανε τίποτα», είπε αρχικά.
«Ο μπαμπάς μου δεν έπρεπε να βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Είναι 73 χρονών. Δεν ήθελε να σκοτώσει το παιδί του. Αυτό το συμβάν είναι τραγικό. Έδερνε τον κόσμο στο χωριό. Έδειρε και τον παπά του χωριού. Πήγαινε στο δικαστήριο, έκανε έφεση και έβγαινε. Τι νόμους έχουμε;», διερωτήθηκε.
Η ξαδέλφη του κατηγορουμένου έμενε στο διπλανό σπίτι όπου έγινε το έγκλημα. «Κάθε φορά που ερχόταν γινόταν μεγάλη φασαρία. Εκείνη την ημέρα τον είδα και κόπηκαν τα πόδια μου. Ήταν αγριεμένος, τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Στον πατέρα του έλεγε: «Θα σε σκοτώσω, θα σου κόψω χέρια πόδια. Μετά ακούστηκε το μπαμ», περιέγραψε.
Ως μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορούμενου κατέθεσαν δύο αστυνομικοί της Ασφάλειας Κιλκίς που γνώριζαν τον πατέρα και τον γιο.