Τέμπη: Συγκλονιστικές μαρτυρίες επιζώντων του μοιραίου Intercity – «Χάσαμε τον ύπνο μας με όσα είδαμε και ζήσαμε»
«Είδαμε όλες αυτές τις εικόνες οι οποίες δε θέλω κανένας άνθρωπος ούτε να τις δει, ούτε να τις βιώσει».
Από την κόλαση του θανάτου στο θαύμα της ζωής. Κάποιοι επιβάτες του μοιραίου τρένου που συγκρούστηκε στα Τέμπη με την εμπορική αμαξοστοιχία, από τύχη γλίτωσαν το θάνατο, ενώ κάποιοι άλλοι από κακή τύχη, από λάθη και παραλείψεις δεν τα κατάφεραν.
Επιβάτες από τα τελευταία βαγόνια που κατάφεραν να βγουν από την κόλαση της σύγκρουσης σώοι μίλησαν για την φρίκη που έζησαν.
Ειδικότερα, μιλώντας στο Live News ο Γιώργος Ευθυμιάδης, που ταξίδευε στο βαγόνι 6, δηλώνει ότι συνήθιζε να παίρνει το συγκεκριμένο δρομολόγιο τα Σαββατοκύριακα για να συναντάει την οικογένειά του.
«Είδαμε όλες αυτές τις εικόνες οι οποίες δε θέλω κανένας άνθρωπος ούτε να τις δει, ούτε να τις βιώσει. Χάσαμε τον ύπνο μας».
Σαν από θαύμα, σήμερα είναι ζωντανός και αυτό γιατί δέκα λεπτά πριν από τη μοιραία σύγκρουση, έψαχνε θέση στο εστιατόριο.
«Λίγη ώρα νωρίτερα, πήγα στο βαγόνι 2 που είναι το κυλικείο να πάρω έναν καφέ και επειδή δεν βρήκα κάθισμα να καθίσω, ήταν γεμάτο, γύρισα πίσω στη θέση μου. Δέκα λεπτά νωρίτερα».
Ένιωσε μία μεγάλη έκρηξη. Δεν μπορούσε κανένας από τους επιβάτες να καταλάβει τι πραγματικά έχει συμβεί.
«Όποιοι ήταν όρθιοι έφυγαν δεξιά και αριστερά μέσα στα βαγόνια. Εγώ χτύπησα, ευτυχώς όχι πολύ σοβαρά. Δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε τις πόρτες για να κατέβουμε, άρχισε να έρχεται ο καπνός από τα πρώτα βαγόνια».
Παιδιά νεαρής ηλικίας προσπάθησαν με κάθε τρόπο να ανοίξουν τις πόρτες του βαγονιού και τα κατάφεραν. Όλοι οι επιβάτες δημιούργησαν μία ανθρώπινη αλυσίδα για να μη μείνει κανένας πίσω.
«Χάθηκαν πράγματα, χάθηκαν τηλέφωνα. Εγώ όταν κατεβήκαμε έδωσα το τηλέφωνό μου σε 5 – 6 ανθρώπους να επικοινωνήσουν, άλλοι δεν είχαν πανωφόρια, έδωσα μπουφάν σε κυρία, ήταν μέσα στα αίματα».
«Έχω χάσει τον ύπνο μου»
Ο Γιώργος Τασιόπουλος, κοιμόταν στο έβδομο βαγόνι αγκαλιά με τη σύζυγό του.
«Εγώ προσπαθούσα να βοηθήσω τη γυναίκα μου που είχε χτυπήσει λίγο πιο σοβαρά από εμένα για να βγούμε έξω και μετά βγήκαμε από το τρένο, είχαμε τα πράγματα, είχαμε τις βαλίτσες, είχαμε και αυτά. Μετά ο ένας με τον άλλον βοηθηθήκαμε».
Ο πόνος από τα τραύματα στο σώμα τους όσο περνάνε οι μέρες υποχωρεί. Εκείνο που δε γιατρεύεται, είναι η τραυματική εμπειρία που έχει ριζώσει βαθιά μέσα τους.
«Πολύ μεγάλος πανικός. Από εκείνη τη μέρα δεν μπορώ να κοιμηθώ κανονικά. Δηλαδή κοιμάμαι δύο ώρες και ξυπνάω». Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια να κοιμηθώ, κοιμάμαι στις πέντε και σηκώνομαι στις επτά».