Τέμπη - Συλλαλητήριο: Τα κομματόσκυλα, οι στενοχωρημένοι, οι μπαxαλάκηδες και οι... «πάμε να βγάλουμε selfies»
Check up στα δακρυσμένα συλλαλητήρια όπου το αυθόρμητο μετατρέπεται σε σικέ και η οργή μυρίζει κομματίλα
Δεν έμοιαζε με πορεία. Δεν χωρούσε στη λέξη «συλλαλητήριο». Έφερνε περισσότερο σε πένθιμη διαμαρτυρία, σε εξέγερση, σε κάθαρση. Ένα ποτάμι νεολαίας, μια θάλασσα φοιτητών, ένας ορμητικός καταρράκτης έτοιμος σαν από καιρό να απαλλάξει τη χώρα από τα κάθε λογής σκουπίδια.
Στα χέρια τους κρατούσαν μαύρα μπαλόνια και κόκκινα τριαντάφυλλα, χέρια καθαρά, δυνατά σαν γροθιά, ικανά να σπάσουν το απόστημα, με το πύον να τρέχει σε δρόμους και πλατείες. Σου υπόσχονται... πως δεν θα πονάς πια.
Τα παιδιά μου, τα παιδιά σου, τα παιδιά μας. Τα τόσο καλύτερα από εμάς. Φωνάζουν «το έγκλημα αυτό δεν θα ξεχαστεί, όλων των νεκρών θα γίνουμε φωνή», σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια, λύπης και χαράς, θέλεις να μπεις ανάμεσά τους, να γίνεις κομμάτι τους, να πάρεις κάτι από την οργή τους, να αναστήσεις λίγη από την ορμή σου, αλλά δεν το μπορείς, δεν το δικαιούσαι.
Όπως τα έφτιαξες, τα έφτιαξες, όπως τα έκανες, τα έκανες, κάτσε στην άκρη και κοίτα. Κοιτάς και τότε παρατηρείς. Κάτι δεν ταιριάζει στο όλο σκηνικό.
Σ' αυτόν τον ύμνο υπάρχουν παραφωνίες, σ’ αυτή την εικόνα σκιές, σ’ αυτό το ποτάμι βάλτοι. Νομίζεις ότι δεν ακούς καλά, δεν βλέπεις σωστά, δεν μπορείς καν να κουνηθείς.
Αποσβολωμένος, συνεχίζεις να κοιτάς όλα τα παράταιρα. Έχουν τη μορφή ανθρώπων, αλλά δεν είναι άνθρωποι κανονικοί. Από πού ήρθαν; Τι γυρεύουν; Τι διεκδικούν; Για ποιον πολεμάνε; Γιατί κρατάνε ρόπαλα στα χέρια; Γιατί πετάνε έξω όποιον δεν τους αρέσει; Γιατί χαζογελάνε; Μην αναρωτιέσαι. Δικά σου δημιουργήματα είναι κι αυτά. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ευχηθείς να τα πάρει το ποτάμι και να τα πάει μακριά...
Το αυθόρμητο, λαϊκό ξέσπασμα οργής ήταν σικέ, μια κακοστημένη παράσταση της πιο απόλυτης κομματίλας, και όπως καθετί κακοστημένο και σικέ ξεβρακώθηκε σε χρόνο dt προκαλώντας κύματα αποτροπιασμού.
Η ράτσα των κομματόσκυλων υπάρχει σε κάθε πορεία, σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε συλλαλητήριο. Είναι έτοιμη να σε κατασπαράξει, ακόμη και να σε πετάξει στα δόντια του λύκου.
Το έργο το είχαμε δει καλά το καλοκαίρι του 2001 στις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στη Γένοβα. Τότε που μια φούχτα Έλληνες ικέτευε τους ομοεθνείς διαδηλωτές της πορείας να σπάσουν την αλυσίδα τους για να τους γλιτώσουν από το ξύλο των καραμπινιέρι κι εκείνοι τους απαντούσαν: «Δεν μας νοιάζει το ξύλο που θα φάτε. Δεν ανήκετε σε εμάς...».
Για όλες τις κυβερνήσεις είναι δέκα, είκοσι, άντε τριάντα το πολύ, οι «γνωστοί άγνωστοι» για τους οποίους ουδείς γνωρίζει πώς μπαίνουν στις πορείες και γιατί τις κάνουν καλοκαιρινές.
Η καραμέλα πολυκαιρισμένη και άγευστη πια: ομάδα κουκουλοφόρων εκτοξεύει πέτρες, καδρόνια και μολότοφ, η Αστυνομία απαντά με γκλομπ, δακρυγόνα και οβίδες κρότου λάμψης, ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος, κάνας δυο οδηγούνται στο κρατητήριο, τα αίματα ανάβουν, οι φωτιές σβήνουν, οι διάλογοι επαναλαμβάνονται «τα κάνουν προβοκάτορες / τα κάνουν ''επαναστάτες'' / είναι ασφαλίτες με κουκούλες / είναι αναρχομπάχαλοι», οι ζημιές επανορθώνονται, οι πληγές επουλώνονται και πάμε απ’ την αρχή να δουλευόμαστε μεταξύ μας...
Είναι αυτοί που με αφορμή κάποιο μεγάλο συλλαλητήριο θυμούνται να κατεβάσουν στον δρόμο και το δικό τους ντέρτι και καημό. Έτσι, στη μεγαλειώδη πορεία για τα Τέμπη η προοπτική επανεμπλοκής σε μαζικές διαδηλώσεις ιντρίγκαρε διάφορους ακτιβιστές, οι οποίοι βλέποντας το κύμα οργής για τους σιδηροδρόμους του θανάτου είπαν να προωθήσουν και την προσωπική τους ατζέντα: «Ανοίξτε τα σύνορα τώρα», «Η ζωή των μαύρων», «Άσυλο, στέγη και χαρτιά» και το πατροπαράδοτο «Λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι» ήταν κάποια από τα πλακάτ που παρέπεμπαν περισσότερο σε σουρεαλιστική κωμωδία παρά σε δραματική μαζική κινητοποίηση.
Την παράσταση έκλεψαν ομολογουμένως οι φεμινίστριες που με αφορμή τη γιορτή της γυναίκας (μαζί με εκείνη του Ερμή, του Θεοφύλακτου και της Φυλαχτούλας) ντύθηκαν στα μαύρα και ανέμισαν συνθήματα του στυλ «Ούτε δούλα ούτε κυρά, πάντα φεμινίστρια και πάντα antifa», «Ούτε στον Κολωνό ούτε και πουθενά, τσακίζουμε το trafficking σε κάθε γειτονιά». Ουδέν σχόλιο... Δεν υπάρχει επίλογος. Τίποτα δεν μπορεί να κλείσει συνειρμικά το απόλυτο «ό,τι να ’ναι».
Αν είσαι πέντε ετών, χωρίς την παραμικρή ενσυναίσθηση και δίχως γονική μέριμνα, μπορεί και να το κάνεις. Αν όμως είσαι ηθοποιός, πρόσωπο δηλαδή προορισμένο να ποιεί ήθος, και αυτό που σε κόπτει σε μια τόσο δύσκολη στιγμή είναι να... επικοινωνήσεις την ανάρτηση της φάτσας σου, τότε υπάρχει θέμα σοβαρό.
Κατ’ αρχάς, γιατί να βγάλεις selfie; Και άντε και τη βγάζεις, γιατί μας τη δείχνεις; Για να χαρούμε με τη χαρά σου; Για να δούμε ποιος έχει το ωραιότερο χαμόγελο; Για να στοιχηματίσουμε ποιος κάνει την καλύτερη γκριμάτσα; Για να καταμετρήσουμε κλίκες ή απλώς γιατί έτσι σου αρέσει; «Αχρείοι υποκριτές, που δεν τολμάτε να βγείτε στους δρόμους, κριτικάρετε με όποιο βρόμικο τρόπο θέλετε!
Δεν θα μας πτοήσετε! Εμείς τιμάμε τους αθώους που έχασαν τη ζωή τους και με χαμόγελο και χαρά, που είναι μέσα στην πορεία της ζωής, μαζί με τους νέους πάμε μπροστά να διορθώσουμε την πατρίδα μας που εσείς καταντήσατε έτσι. Εσείς ασχοληθείτε με το πενθόμετρο, τη λάσπη και την κακία σας», ήταν η οργισμένη απάντηση του προέδρου του ΣΕΗ, Σπύρου Μπιμπίλα, αναφορικά με τις επικρίσεις για τις χαμογελαστές selfies.
Φήμες λένε ότι η επιχειρηματολογία του προσιδιάζει περισσότερο στον Λάκη, τον χασάπη που υποδύθηκε (με απαράμιλλη φυσικότητα, είναι η αλήθεια) στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», παρά σε σοβαρό θεσμικό παράγοντα, όπως αυτοπαρουσιάζεται.
*Ρομίνα Ξύδα / Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή στις 19 Μαρτίου 2023
Στα χέρια τους κρατούσαν μαύρα μπαλόνια και κόκκινα τριαντάφυλλα, χέρια καθαρά, δυνατά σαν γροθιά, ικανά να σπάσουν το απόστημα, με το πύον να τρέχει σε δρόμους και πλατείες. Σου υπόσχονται... πως δεν θα πονάς πια.
Τα παιδιά μου, τα παιδιά σου, τα παιδιά μας. Τα τόσο καλύτερα από εμάς. Φωνάζουν «το έγκλημα αυτό δεν θα ξεχαστεί, όλων των νεκρών θα γίνουμε φωνή», σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια, λύπης και χαράς, θέλεις να μπεις ανάμεσά τους, να γίνεις κομμάτι τους, να πάρεις κάτι από την οργή τους, να αναστήσεις λίγη από την ορμή σου, αλλά δεν το μπορείς, δεν το δικαιούσαι.
Όπως τα έφτιαξες, τα έφτιαξες, όπως τα έκανες, τα έκανες, κάτσε στην άκρη και κοίτα. Κοιτάς και τότε παρατηρείς. Κάτι δεν ταιριάζει στο όλο σκηνικό.
Σ' αυτόν τον ύμνο υπάρχουν παραφωνίες, σ’ αυτή την εικόνα σκιές, σ’ αυτό το ποτάμι βάλτοι. Νομίζεις ότι δεν ακούς καλά, δεν βλέπεις σωστά, δεν μπορείς καν να κουνηθείς.
Αποσβολωμένος, συνεχίζεις να κοιτάς όλα τα παράταιρα. Έχουν τη μορφή ανθρώπων, αλλά δεν είναι άνθρωποι κανονικοί. Από πού ήρθαν; Τι γυρεύουν; Τι διεκδικούν; Για ποιον πολεμάνε; Γιατί κρατάνε ρόπαλα στα χέρια; Γιατί πετάνε έξω όποιον δεν τους αρέσει; Γιατί χαζογελάνε; Μην αναρωτιέσαι. Δικά σου δημιουργήματα είναι κι αυτά. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ευχηθείς να τα πάρει το ποτάμι και να τα πάει μακριά...
Άρωμα πολιτικής
«Πενθούμε τους νεκρούς, απαιτούμε την αλήθεια», έγραφε η αφίσα με το δακρυσμένο προφίλ, καλώντας τους κατοίκους της Κορίνθου σε σιωπηρή διαμαρτυρία, φόρο τιμής στα αδικοχαμένα θύματα των Τεμπών. Πού να φανταστεί κάποιος κανονικός άνθρωπος ότι το κάλεσμα δεν ήταν βαμμένο από το αίμα των νεκρών, αλλά από σκοπιμότητες και χρώμα πολιτικό; Ότι δεν συνιστούσε αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος, παρά ευκαιρία για να δρέψουν κάποιοι ένα κομμάτι του πολιτικού κεφαλαίου;Το αυθόρμητο, λαϊκό ξέσπασμα οργής ήταν σικέ, μια κακοστημένη παράσταση της πιο απόλυτης κομματίλας, και όπως καθετί κακοστημένο και σικέ ξεβρακώθηκε σε χρόνο dt προκαλώντας κύματα αποτροπιασμού.
Η ράτσα των κομματόσκυλων υπάρχει σε κάθε πορεία, σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε συλλαλητήριο. Είναι έτοιμη να σε κατασπαράξει, ακόμη και να σε πετάξει στα δόντια του λύκου.
Το έργο το είχαμε δει καλά το καλοκαίρι του 2001 στις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στη Γένοβα. Τότε που μια φούχτα Έλληνες ικέτευε τους ομοεθνείς διαδηλωτές της πορείας να σπάσουν την αλυσίδα τους για να τους γλιτώσουν από το ξύλο των καραμπινιέρι κι εκείνοι τους απαντούσαν: «Δεν μας νοιάζει το ξύλο που θα φάτε. Δεν ανήκετε σε εμάς...».
Οι γνωστοί άγνωστοι
Στο ίδιο έργο θεατές. Ένα έργο χιλιοπαιγμένο, βάρβαρο και υποκριτικό. Με κομπάρσους τα ίδια άτομα που κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει / εντοπίσει / τιμωρήσει.Για όλες τις κυβερνήσεις είναι δέκα, είκοσι, άντε τριάντα το πολύ, οι «γνωστοί άγνωστοι» για τους οποίους ουδείς γνωρίζει πώς μπαίνουν στις πορείες και γιατί τις κάνουν καλοκαιρινές.
Η καραμέλα πολυκαιρισμένη και άγευστη πια: ομάδα κουκουλοφόρων εκτοξεύει πέτρες, καδρόνια και μολότοφ, η Αστυνομία απαντά με γκλομπ, δακρυγόνα και οβίδες κρότου λάμψης, ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος, κάνας δυο οδηγούνται στο κρατητήριο, τα αίματα ανάβουν, οι φωτιές σβήνουν, οι διάλογοι επαναλαμβάνονται «τα κάνουν προβοκάτορες / τα κάνουν ''επαναστάτες'' / είναι ασφαλίτες με κουκούλες / είναι αναρχομπάχαλοι», οι ζημιές επανορθώνονται, οι πληγές επουλώνονται και πάμε απ’ την αρχή να δουλευόμαστε μεταξύ μας...
Οι ό,τι να ’ναι
Μπορείς να τους αποκαλέσεις και οι «κάθε καρυδιάς καρύδι» ή να τους συντροφεύσεις με την παροιμιώδη έκφραση «τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντε έξι».Είναι αυτοί που με αφορμή κάποιο μεγάλο συλλαλητήριο θυμούνται να κατεβάσουν στον δρόμο και το δικό τους ντέρτι και καημό. Έτσι, στη μεγαλειώδη πορεία για τα Τέμπη η προοπτική επανεμπλοκής σε μαζικές διαδηλώσεις ιντρίγκαρε διάφορους ακτιβιστές, οι οποίοι βλέποντας το κύμα οργής για τους σιδηροδρόμους του θανάτου είπαν να προωθήσουν και την προσωπική τους ατζέντα: «Ανοίξτε τα σύνορα τώρα», «Η ζωή των μαύρων», «Άσυλο, στέγη και χαρτιά» και το πατροπαράδοτο «Λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι» ήταν κάποια από τα πλακάτ που παρέπεμπαν περισσότερο σε σουρεαλιστική κωμωδία παρά σε δραματική μαζική κινητοποίηση.
Την παράσταση έκλεψαν ομολογουμένως οι φεμινίστριες που με αφορμή τη γιορτή της γυναίκας (μαζί με εκείνη του Ερμή, του Θεοφύλακτου και της Φυλαχτούλας) ντύθηκαν στα μαύρα και ανέμισαν συνθήματα του στυλ «Ούτε δούλα ούτε κυρά, πάντα φεμινίστρια και πάντα antifa», «Ούτε στον Κολωνό ούτε και πουθενά, τσακίζουμε το trafficking σε κάθε γειτονιά». Ουδέν σχόλιο... Δεν υπάρχει επίλογος. Τίποτα δεν μπορεί να κλείσει συνειρμικά το απόλυτο «ό,τι να ’ναι».
Ηθοποιοί ή κομπάρσοι του αντισυστημισμού;
Πας σε ένα συλλαλητήριο. Στο όνομα νεκρών παιδιών. Στον απόηχο μιας τραγωδίας. Γύρω σου πλακάτ με σπαραξικάρδιες επιγραφές («Μαμά, κοιμήσου γιατί θα αργήσω») και το καθολικό αίτημα για έναν καλύτερο κόσμο, απαλλαγμένο από ρουσφέτια, αναξιοκρατία και συγκάλυψη ευθυνών. Η χώρα πενθεί, όλοι βρίσκονται σε κατάσταση σοκ, ο πόνος νωπός, το ίδιο και η οδύνη και η οργή και ο θυμός. Και εσύ αγκαλιάζεις τα φιλαράκια σου, σκας χαμόγελο, κάνεις γκριμάτσες και όλοι μαζί απαθανατίζετε τη στιγμή (δεν υπάρχει χαρακτηρισμός) σε μια selfie. Και μετά την ανεβάζεις και στα social media για να σας δούνε και να σας φτύσουν (μη σας ματιάσουν).Αν είσαι πέντε ετών, χωρίς την παραμικρή ενσυναίσθηση και δίχως γονική μέριμνα, μπορεί και να το κάνεις. Αν όμως είσαι ηθοποιός, πρόσωπο δηλαδή προορισμένο να ποιεί ήθος, και αυτό που σε κόπτει σε μια τόσο δύσκολη στιγμή είναι να... επικοινωνήσεις την ανάρτηση της φάτσας σου, τότε υπάρχει θέμα σοβαρό.
Κατ’ αρχάς, γιατί να βγάλεις selfie; Και άντε και τη βγάζεις, γιατί μας τη δείχνεις; Για να χαρούμε με τη χαρά σου; Για να δούμε ποιος έχει το ωραιότερο χαμόγελο; Για να στοιχηματίσουμε ποιος κάνει την καλύτερη γκριμάτσα; Για να καταμετρήσουμε κλίκες ή απλώς γιατί έτσι σου αρέσει; «Αχρείοι υποκριτές, που δεν τολμάτε να βγείτε στους δρόμους, κριτικάρετε με όποιο βρόμικο τρόπο θέλετε!
Δεν θα μας πτοήσετε! Εμείς τιμάμε τους αθώους που έχασαν τη ζωή τους και με χαμόγελο και χαρά, που είναι μέσα στην πορεία της ζωής, μαζί με τους νέους πάμε μπροστά να διορθώσουμε την πατρίδα μας που εσείς καταντήσατε έτσι. Εσείς ασχοληθείτε με το πενθόμετρο, τη λάσπη και την κακία σας», ήταν η οργισμένη απάντηση του προέδρου του ΣΕΗ, Σπύρου Μπιμπίλα, αναφορικά με τις επικρίσεις για τις χαμογελαστές selfies.
Φήμες λένε ότι η επιχειρηματολογία του προσιδιάζει περισσότερο στον Λάκη, τον χασάπη που υποδύθηκε (με απαράμιλλη φυσικότητα, είναι η αλήθεια) στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», παρά σε σοβαρό θεσμικό παράγοντα, όπως αυτοπαρουσιάζεται.
*Ρομίνα Ξύδα / Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή στις 19 Μαρτίου 2023