Αλεξανδρούπολη: «Περίμενα ένα ίχνος μεταμέλειας, όμως δεν έγινε» λέει ο σύζυγος της εγκύου που έχασε τη ζωή της στο νοσοκομείο
«Η Δέσποινα και το μωρό δε γυρίζουν πίσω. Ο πόνος είναι αβάσταχτος», αναφέρει ο ίδιος - Στην τελική ευθεία η δίκη για τον θάνατο της εγκύου και του αγέννητου μωρού
Η υπόθεση θανάτου μιας εγκύου που έχασε τη ζωή της στο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης πριν από δύο χρόνια, ενώ είχε διεκομίσθη με πόνους φαίνεται να αναβιώνει αφού η εκδίκαση της υπόθεσης βρίσκεται στην τελική ευθεία.
Πιο αναλυτικά, το ζήτημα αφορά την Δέσποινα Καραγεωργίου, η οποία τον Απρίλιο του 2021 έχασε τη ζωή της μαζί με το αγέννητο μωρό της, κατά τη διάρκεια νοσηλείας της στο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης.
Με σκοπό να δικαιωθεί η μνήμη της, ο σύζυγος της Δέσποινας καταγγέλλει λάθη και παραλείψεις των γιατρών, οι οποίοι δεν φρόντισαν τη γυναίκα του, όπως λέει ο ίδιος. Συνοδοιπόροι του συζύγους της Δέσποινας στον αγώνα για δικαίωση φαίνεται ότι βρίσκονται ο πατέρας και ο αδερφός της.
«Περίμενα ένα ίχνος μεταμέλειας, όμως δεν έγινε αυτό»
«Ήταν δύσκολες οι στιγμές και έχει να κάνει με τον τρόπο που έγινε η αντιμετώπιση του θανάτου της Δέσποινας από τη μια κατηγορούμενη. Ειπώθηκαν πράγματα που στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι. Με αποκάλεσε ψεύτη, πράγματα που δεν μπορείς να τα ακούς μέσα στο δικαστήριο. Περίμενα ένα ίχνος μεταμέλειας, όμως δεν έγινε αυτό», δήλωσε στην εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα» και τον Στρατή Λημνιό ο σύζυγος της αδικοχαμένης Δέσποινας.
«Ακόμα και ισόβια να μπει κάποιος, για μας δεν αποτελεί δικαίωση. Απλά θα καταδικαστεί η συμπεριφορά ενός γιατρού που έδρασε όχι ανθρώπινα».
«Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που είπε η πρώτη κατηγορούμενη, ότι ζητά συγγνώμη, η οποία δεν έχει έρθει εδώ και δύο χρόνια. Η κόρη μας και το αγέννητο παιδί έχουν φύγει, ο πόνος είναι αβάσταχτος. Ζητώ όλες τις ευθύνες που έχουν τις πληρώσουν εδώ», δήλωσε ο πατέρας της κοπέλας και πρόσθεσε ότι καμία ποινή δε θα αποκαταστήσει τη μνήμη της κόρης του.
Αλεξανδρούπολη: Τι κατέθεσαν οι τέσσερις κατηγορούμενοι γιατροί και νοσηλευτές
Κατά τη διάρκεια της δίκης απολογήθηκαν και οι τέσσερις κατηγορούμενοι: δύο γιατροί, μία νοσηλεύτρια και μία μαία.
Η νοσηλεύτρια υποστήριξε: «Το βράδυ εκείνο εκτελούσα χρέη βοηθού νοσηλεύτριας. Εκτέλεσα τις οδηγίες της ειδικού όπως ακριβώς δόθηκαν. Εγώ δεν είχα καμία τηλεφωνική επικοινωνία με το ιατρικό προσωπικό και δεν αντιλήφθηκα αν και από ποιους αντιμετωπιζόταν το περιστατικό. Όταν υπήρξε επιδείνωση της κατάστασης, η μαία μου είπε ότι θα καλέσει αμέσως την ειδικευόμενη να προσέλθει και εκεί έμεινε η δική μου ανάμειξη», ισχυρίστηκε και πρόσθεσε: «Την επόμενη φορά που μπήκαμε στον θάλαμο, η ασθενής ήταν σε άσχημη κατάσταση. Η ασθενής προσήλθε στην κλινική μας σε πολύ κακή κατάσταση, με πολύ έντονους πόνους και χωρίς να έχει τη δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης. Ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα τέτοιο περιστατικό στην κλινική».
Η μαία με τη σειρά της είπε: «Έχω έντονη συναισθηματική φόρτιση αυτή την ώρα που καταθέτω. Περιγράφω όμως τα γεγονότα που έγιναν κατά τη διάρκεια της βάρδιάς μου. Η κατάσταση της ασθενούς δεν ήταν καλή, δε μπορούσε να σταθεί όρθια, καθόταν σε καρότσι και είχε έντονη εφίδρωση. Επικοινώνησε πολλές φορές με την υπεύθυνη γιατρό της εφημερίας και την ενημέρωνα συνεχώς για την κατάσταση της ασθενούς, η οποία σημειωτέον παρέμενε σταθερή».
Η κατάσταση της υγείας της Δέσποινας όμως επιδεινώθηκε ραγδαία: «Η πρώην μεταβολή έγινε στις ζωτικές της ενδείξεις περί τις τέσσερις το πρωί και ενημέρωσα αμέσως τη γιατρό, η οποία έλαβε και τις αποφάσεις. Η επιδείνωση της κατάστασης ήταν ραγδαία. Γύρω στις 6 το πρωί όπου σε συνήθη επίσκεψή μας το αντιληφθήκαμε αμέσως. Η νοσηλεύτρια ειδοποίησε κατόπιν υποδείξεώς μου τη γιατρό, που παρ’ όλες τις προσπάθειες που έγιναν αμέσως από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, δυστυχώς η ασθενής κατέληξε».
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και οι δύο γιατροί. Η ειδικευόμενη γιατρός υποστήριξε: «Συνόδευα την ειδικό γιατρό στα επείγοντα, όπου είχε εισαχθεί η ασθενής. Η ειδικός έκανε την εισαγωγή της και με διάγνωση ουρολοίμωξη, πιθανή πυελονεφρίτιδα και έδωσε τις ιατρικές οδηγίες. Όταν κλήθηκα από τη μαία, η ασθενής δεν είχε κάποια σημαντική αλλαγή, αντιθέτως τα ζωτικά της σημεία ήταν φυσιολογικά, γι’ αυτό και δεν ενημέρωσα κατά τη διάρκεια της νύχτας την ειδικό γιατρό».
Από την πλευρά της, η ειδικός γιατρός κατέθεσε: «Κλήθηκα στα επείγοντα περιστατικά, όπου είχε προσέλθει η ασθενής στην 31η εβδομάδα κύησης με άλγος στην κοιλιακή χώρα. Προέβη σε σειρά εργαστηριακών εξετάσεων και καρδιοτοογράφημα, από το οποίο δεν προέκυψε μαιευτικό ζήτημα, αλλά παθολογικής φύσεως πρόβλημα και συγκεκριμένα στο ουροποιητικό σύστημα. Η ασθενής είχε προσέλθει και στις 11 Απριλίου, οπότε είχε διαγνωστεί με ουρολοίμωξη και λάμβανε αντιβίωση. Μετά από δυόμισι ώρες που παρακολουθήκε και εξετάστηκε στα επείγοντα, έγινε εισαγωγή στην κλινική και έδωσα οδηγίες για την αντιμετώπιση της ουρολοίμωξης. Από τις 2:30 το βράδυ που αναχώρησα από την κλινική, δεν είχα από κανέναν καμία ενημέρωση και το επόμενη τηλεφώνημα που δέχτηκα ήταν στις 6:25 το πρωί. Η διάγνωσή μου δεν ήταν λανθασμένη, σύμφωνα με τα ευρήματα των εξετάσεων. Η ρήξη της μήτρας συνέβη μετά τις 3 τη νύχτα, οπότε εγώ δεν ήμουν εκεί και δεν είχα ούτε εικόνα, ούτε ενημέρωση».