Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες από Έλληνες που επέστρεψαν από την κόλαση του Σουδάν - «Τα σκυλιά στο Χαρτούμ έτρωγαν τα πτώματα»
«Οι αδέσποτες σφαίρες έπεφταν βροχή και οι εκρήξεις δεν σταματούσαν» ανέφεραν
Η κατάσταση στο Σουδάν θυµίζει µια πραγµατική κόλαση από το Μεγάλο Σάββατο, όταν ξέσπασε η εµφύλια σύγκρουση. Η αφρικανική χώρα έχει ξαναζήσει στο παρελθόν παρόµοιες καταστάσεις, αλλά, σύµφωνα µε µαρτυρίες, αυτήν τη φορά τα πράγµατα είναι χειρότερα, καθώς οι αντιµαχόµενες πλευρές έχουν στη διάθεσή τους βαρέα όπλα και πολεµικά αεροσκάφη. Αποτέλεσµα αυτών των συγκρούσεων είναι εκατοντάδες νεκροί και χιλιάδες τραυµατίες. Η πρωτεύουσα, Χαρτούµ, πλέον έχει µετατραπεί σε εµπόλεµη ζώνη. Οι πολίτες συνεχίζουν να είναι κλειδωµένοι στα σπίτια τους και εύχονται να µην τους χτυπήσει κάποια οβίδα ή βόµβα. Σε αυτή την κόλαση υπάρχουν και αρκετοί Ελληνες, οι οποίοι από την πρώτη στιγµή προσπάθησαν να προστατευτούν από τις αδέσποτες σφαίρες µε όποιον τρόπο µπορούσαν, αναµένοντας βοήθεια από την ελληνική Πολιτεία.
Το υπουργείο Εξωτερικών από την πρώτη στιγµή που ξέσπασε ο εµφύλιος οργάνωσε ένα τιτάνιο σχέδιο, προκειµένου να απεγκλωβίσει όλους τους Ελληνες πολίτες. Σε συνεργασία µε τις σύµµαχες χώρες και τους εταίρους από την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι πρώτοι συµπατριώτες µας άρχισαν να επιστρέφουν στην Ελλάδα από την Τρίτη (25/4).
Με το που πατούσαν το πόδι τους σε ελληνικό έδαφος, αισθάνονταν µεγάλη ανακούφιση, καθώς άφηναν πίσω τους τον όλεθρο του πολέµου και τον θάνατο. Οι ιστορίες που διηγήθηκαν είναι συγκλονιστικές. Εκρήξεις, σφαίρες και εκτελέσεις είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το τραγικό σκηνικό του εµφύλιου σπαραγµού.
Πάντου σφαίρες
Χαρακτηριστική είναι η µαρτυρία του γυναικολόγου Μάκη Ουανή, ο οποίος κατοικεί στην Ελλάδα για τουλάχιστον 40 χρόνια. Μιλώντας στα «Π», περιέγραψε τις αποτροπιαστικές εικόνες που αντίκρισε. «∆εν περιµέναµε πως θα γινόταν τόσο µεγάλο κακό. Ηµουν σε µια πόλη λίγα χιλιόµετρα έξω από το Χαρτούµ από τη Μεγάλη Παρασκευή και επισκέφτηκα την πρωτεύουσα, προκειµένου να πάω στον Επιτάφιο. Ολα ήταν ήρεµα. Την άλλη µέρα µάθαµε από άλλους ότι ξεκίνησαν οι συγκρούσεις, καθώς οι αντάρτες έκλεισαν την τηλεόραση, για να µην µπορεί ο κόσµος να µάθει τα νέα. Επίσης, µπήκαν και κατέλαβαν το αεροδρόµιο και άρχισαν να το καταστρέφουν, προκειµένου να κόψουν την επικοινωνία της χώρας µε τον έξω κόσµο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ουανής.
ΜΑΚΗΣ ΟΥΑΝΗΣ: Οι νεκροί στον δρόµο ήταν διασκορπισµένοι και κανένας δεν τους είχε ρίξει κάτι από πάνω
Και συνέχισε: «Οταν ξεκινήσαµε πάλι να πάµε προς το Χαρτούµ, προκειµένου να διαφύγουµε από τη χώρα, αντικρίζαµε παντού µαύρο καπνό, χαλάσµατα, αυτοκίνητα και κατεστραµµένα τεθωρακισµένα οχήµατα. Τίποτα όρθιο δεν υπήρχε. Οι νεκροί στον δρόµο ήταν διασκορπισµένοι και κανένας δεν τους είχε ρίξει κάτι από πάνω, έστω ένα σεντόνι, καθώς φοβόντουσαν µην τους πυροβολήσουν. Τα σκυλιά που περιφέρονταν είχαν ήδη αρχίσει να τρώνε τα πτώµατα».
Ο κ. Ουανής αναφέρθηκε επίσης στην αβεβαιότητα που υπήρχε, καθώς οι αδέσποτες σφαίρες έπεφταν βροχή και οι εκρήξεις δεν σταµατούσαν. «Ακουγες τις σφαίρες συνέχεια να περνούν από δίπλα σου και δεν ήξερες αν θα σε βρουν και σένα. Οποιος τολµούσε να ανοίξει την πόρτα του προκειµένου να πάει κάπου ήταν σίγουρα τελειωµένος. Οι εκρήξεις ήταν συνεχόµενες».
Καρτέρια θανάτου
Οπως δήλωσε ο αυτόπτης µάρτυρας, υπήρχε ένας συνεχόµενος φόβος των πολιτών στον δρόµο για καρτέρια θανάτου των παραστρατιωτικών-ανταρτών. «Οσο βρισκόσουν στον δρόµο και ταξίδευες, βρισκόσουν σε επικίνδυνη ζώνη. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να συναντήσεις κάποιο καρτέρι ανταρτών. Αυτοί, αφού σε ληστέψουν πρώτα, στη συνέχεια σε εκτελούν». Ο κ. Ουανής διασώθηκε από την εµπόλεµη ζώνη του Σουδάν οδικώς. Επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο µε προορισµό την Αίγυπτο, το οποίο θα περνούσε από δρόµους που έκρυβαν πολλούς κινδύνους. «Ηταν µεγάλη απόφαση, µε πολύ ρίσκο, καθώς αυτή η διαδροµή είναι περίπου 2.500 χιλιόµετρα και περνά µέσα από τη Σαχάρα. ∆εν είχαµε νερό και φαγητό. Ξεκίνησα τη ∆ευτέρα του Πάσχα και έπειτα από 4 ηµέρες κατάφερα να φτάσω στην Αίγυπτο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν ξεκινήσουν οι συγκρούσεις το εισιτήριο για το λεωφορείο έκανε 200 ευρώ και, όταν το πήρα εγώ, άξιζε 7.000 ευρώ. Κάποια στιγµή µάς σταµάτησαν µε όπλα στον δρόµο, αλλά, ευτυχώς, δεν έγινε τίποτα».*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή στις 29/4/2023.