«Το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία στη σεξουαλικότητα: Ένα υποβαθμισμένο κοινωνικό ζήτημα», άρθρο του Αλέξανδρου-Σταμάτιου Αντωνίου
Ο Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου είναι καθηγητής Ψυχολογίας ΠΤΔΕ – ΕΚΠΑ και Εθνικός Συντονιστής της European Agency for Special Needs & Inclusive Education
Τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίζουν πολλά προσκόμματα και περιορισμούς στην καθημερινότητά τους συμπεριλαμβανομένων και των ζητημάτων που αφορούν τη σεξουαλική τους ζωή.
Παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν καταβληθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες για τη διασφάλιση και προάσπιση των δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας σε αυτή την κατάσταση εντούτοις πολλές είναι οι προκλήσεις οι οποίες συχνά προκύπτουν σχετικά με τη σεξουαλικότητά τους.
Παραδόξως, οι σύγχρονες κοινωνίες εξακολουθούν να προσεγγίζουν τα άτομα με αναπηρία βάσει πεποιθήσεων οι οποίες αντανακλούν απηρχαιωμένα στερεότυπα και προκαταλήψεις ως προς τις διαστάσεις της σεξουαλικής τους έκφρασης. Τα άτομα αυτά έρχονται αντιμέτωπα με πολλές δυσκολίες που σχετίζονται με την ικανοποίηση των σεξουαλικών τους αναγκών καθώς παγιωμένες εσφαλμένες αντιλήψεις τα θεωρούν ασεξουαλικές υπάρξεις.
Βέβαια, ο εν λόγω μύθος έχει προ πολλού καταρριφθεί καθώς οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν αντίστοιχες σεξουαλικές ανάγκες όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι.
Κατά συνέπεια, εξαιτίας των παρωχημένων αυτών πεποιθήσεων δεν έχει δοθεί η αρμόζουσα σημασία στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των ατόμων με αναπηρία δεδομένου ότι ένας νέος άνθρωπος με αναπηρία ανεξαρτήτως φύλου χρειάζεται την κατάλληλη σχετική ενημέρωση όσο και κάθε άλλος συνομήλικός του χωρίς αναπηρία. Είναι γεγονός ότι για πολλές δεκαετίες μέχρι σήμερα, οι νέοι με αναπηρία βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τις κυρίαρχες διαδικασίες κοινωνικοποίησης και μάθησης οι οποίες τους εισάγουν στα βασικά θέματα του βίου όπως της αγάπης, της σεξουαλικής συνεύρεσης και της τεκνοποίησης.
Επανειλημμένως, έχει φανεί ότι γονείς, εκπαιδευτικοί και επαγγελματίες υγείας αισθάνονται άβολα ή αποδεικνύονται απροετοίμαστοι στο να συζητήσουν με νέους/νέες με αναπηρία για θέματα που αφορούν τις παραμέτρους της σεξουαλικότητας.
Οι ελλιπείς γνώσεις και η μη εξοικείωση και με στοιχειώδεις ενίοτε πρακτικές για τα ζητήματα αυτά είναι πολύ πιθανόν να επηρεάζει την ικανότητα του κάθε ανθρώπου να εκφραστεί σεξουαλικά, να απολαύσει τη σεξουαλικότητά του και να αποφασίσει για την επιλογή του σεξουαλικού του συντρόφου. Επιπλέον, ενδέχεται να οδηγήσει στην εκδήλωση δυσπροσαρμοστικών και ακατάλληλων σεξουαλικών πρακτικών όπως και σε συμπεριφορές κοινωνικής απομόνωσης.
Συνεπώς, τα άτομα με αναπηρία αποδεικνύονται πλέον ευάλωτα και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για την προσωπική τους ασφάλεια και υγεία λόγω δυσχερών καταστάσεων όπως η πορνεία, η πορνογραφία, η σεξουαλική κακοποίηση, οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Αν και πρόκειται για διακριτές περιπτώσεις ωστόσο στο σύνολό τους τα ανωτέρω αναφέρονται σε σχέσεις εκμετάλλευσης και χειραγώγησης με διαφορετικούς τρόπους.
Το στίγμα, η περιορισμένη επικοινωνία και οι ανεπαρκείς πόροι σε σχέση με τη σεξουαλικότητα είναι δυνατόν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοσωματική υγεία των νέων με αναπηρία με τη μορφή της σύγχυσης σχετικά με τη σεξουαλική τους ταυτότητα, της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης και της αυτοαμφισβήτησής τους ως υπάρξεις με σεξουαλικότητα.
Επομένως, η πρόσβαση για την παροχή της κατάλληλης εκπαίδευσης για θέματα σεξουαλικότητας και σχέσεων για τους/τις νέους/νέες με αναπηρία κρίνεται ως ιδιαιτέρως σημαντική όχι μόνο για την εμπέδωση των σεξουαλικών δικαιωμάτων τους και του σεβασμού της αβίαστης έκφρασής τους στον τομέα αυτό αλλά κυρίως για τις διαστάσεις εκείνες που άπτονται της ασφάλειας της σεξουαλικής τους ζωής.
Έχει φανεί ότι απαιτούνται συντονισμένες εκπαιδευτικές προσπάθειες ώστε να αναδειχθεί το γεγονός ότι τα άτομα με αναπηρία διαθέτουν αδιαμφισβήτητο δικαίωμα σε ουσιαστικές σεξουαλικές σχέσεις και σε ελεύθερη έκφραση και ικανοποίηση της σεξουαλικότητάς τους.
Ωστόσο, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των συνανθρώπων μας με αναπηρία θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ανάγκες και τις δυσκολίες τους, καθώς και στις διαφορετικές τους ικανότητες και περιορισμούς. Κάτι τέτοιο μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει τη χρήση ειδικών μέσων, όπως για παράδειγμα εκείνων για την επίτευξη της κατάλληλης γλωσσικής προσαρμογής με σκοπό την καλύτερη δυνατή κατανόηση από πλευράς τους.
Εν κατακλείδι, μέσω των προσαρμοσμένων αυτών διαδικασιών σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης -των νεότερων ιδιαιτέρως σε ηλικία ατόμων με αναπηρία- θα καταστεί εφικτό να αναπτύξουν μια υγιή και ασφαλή κυρίως στάση έναντι της σεξουαλικότητά τους, να ενημερωθούν υπεύθυνα για μια σειρά από βασικά ζητήματα (π.χ. αναπαραγωγική διαδικασία, τρόποι προφύλαξης και αντισύλληψη) και να είναι σε θέση, τέλος, να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς τους, να εξερευνούν τα όρια τους και να εκφράζουν τις ανάγκες και τις προτιμήσεις τους.
Παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν καταβληθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες για τη διασφάλιση και προάσπιση των δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας σε αυτή την κατάσταση εντούτοις πολλές είναι οι προκλήσεις οι οποίες συχνά προκύπτουν σχετικά με τη σεξουαλικότητά τους.
Παραδόξως, οι σύγχρονες κοινωνίες εξακολουθούν να προσεγγίζουν τα άτομα με αναπηρία βάσει πεποιθήσεων οι οποίες αντανακλούν απηρχαιωμένα στερεότυπα και προκαταλήψεις ως προς τις διαστάσεις της σεξουαλικής τους έκφρασης. Τα άτομα αυτά έρχονται αντιμέτωπα με πολλές δυσκολίες που σχετίζονται με την ικανοποίηση των σεξουαλικών τους αναγκών καθώς παγιωμένες εσφαλμένες αντιλήψεις τα θεωρούν ασεξουαλικές υπάρξεις.
Βέβαια, ο εν λόγω μύθος έχει προ πολλού καταρριφθεί καθώς οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν αντίστοιχες σεξουαλικές ανάγκες όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι.
Κατά συνέπεια, εξαιτίας των παρωχημένων αυτών πεποιθήσεων δεν έχει δοθεί η αρμόζουσα σημασία στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των ατόμων με αναπηρία δεδομένου ότι ένας νέος άνθρωπος με αναπηρία ανεξαρτήτως φύλου χρειάζεται την κατάλληλη σχετική ενημέρωση όσο και κάθε άλλος συνομήλικός του χωρίς αναπηρία. Είναι γεγονός ότι για πολλές δεκαετίες μέχρι σήμερα, οι νέοι με αναπηρία βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τις κυρίαρχες διαδικασίες κοινωνικοποίησης και μάθησης οι οποίες τους εισάγουν στα βασικά θέματα του βίου όπως της αγάπης, της σεξουαλικής συνεύρεσης και της τεκνοποίησης.
Επανειλημμένως, έχει φανεί ότι γονείς, εκπαιδευτικοί και επαγγελματίες υγείας αισθάνονται άβολα ή αποδεικνύονται απροετοίμαστοι στο να συζητήσουν με νέους/νέες με αναπηρία για θέματα που αφορούν τις παραμέτρους της σεξουαλικότητας.
Οι ελλιπείς γνώσεις και η μη εξοικείωση και με στοιχειώδεις ενίοτε πρακτικές για τα ζητήματα αυτά είναι πολύ πιθανόν να επηρεάζει την ικανότητα του κάθε ανθρώπου να εκφραστεί σεξουαλικά, να απολαύσει τη σεξουαλικότητά του και να αποφασίσει για την επιλογή του σεξουαλικού του συντρόφου. Επιπλέον, ενδέχεται να οδηγήσει στην εκδήλωση δυσπροσαρμοστικών και ακατάλληλων σεξουαλικών πρακτικών όπως και σε συμπεριφορές κοινωνικής απομόνωσης.
Συνεπώς, τα άτομα με αναπηρία αποδεικνύονται πλέον ευάλωτα και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για την προσωπική τους ασφάλεια και υγεία λόγω δυσχερών καταστάσεων όπως η πορνεία, η πορνογραφία, η σεξουαλική κακοποίηση, οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Αν και πρόκειται για διακριτές περιπτώσεις ωστόσο στο σύνολό τους τα ανωτέρω αναφέρονται σε σχέσεις εκμετάλλευσης και χειραγώγησης με διαφορετικούς τρόπους.
Το στίγμα, η περιορισμένη επικοινωνία και οι ανεπαρκείς πόροι σε σχέση με τη σεξουαλικότητα είναι δυνατόν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοσωματική υγεία των νέων με αναπηρία με τη μορφή της σύγχυσης σχετικά με τη σεξουαλική τους ταυτότητα, της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης και της αυτοαμφισβήτησής τους ως υπάρξεις με σεξουαλικότητα.
Επομένως, η πρόσβαση για την παροχή της κατάλληλης εκπαίδευσης για θέματα σεξουαλικότητας και σχέσεων για τους/τις νέους/νέες με αναπηρία κρίνεται ως ιδιαιτέρως σημαντική όχι μόνο για την εμπέδωση των σεξουαλικών δικαιωμάτων τους και του σεβασμού της αβίαστης έκφρασής τους στον τομέα αυτό αλλά κυρίως για τις διαστάσεις εκείνες που άπτονται της ασφάλειας της σεξουαλικής τους ζωής.
Έχει φανεί ότι απαιτούνται συντονισμένες εκπαιδευτικές προσπάθειες ώστε να αναδειχθεί το γεγονός ότι τα άτομα με αναπηρία διαθέτουν αδιαμφισβήτητο δικαίωμα σε ουσιαστικές σεξουαλικές σχέσεις και σε ελεύθερη έκφραση και ικανοποίηση της σεξουαλικότητάς τους.
Ωστόσο, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των συνανθρώπων μας με αναπηρία θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ανάγκες και τις δυσκολίες τους, καθώς και στις διαφορετικές τους ικανότητες και περιορισμούς. Κάτι τέτοιο μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει τη χρήση ειδικών μέσων, όπως για παράδειγμα εκείνων για την επίτευξη της κατάλληλης γλωσσικής προσαρμογής με σκοπό την καλύτερη δυνατή κατανόηση από πλευράς τους.
Εν κατακλείδι, μέσω των προσαρμοσμένων αυτών διαδικασιών σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης -των νεότερων ιδιαιτέρως σε ηλικία ατόμων με αναπηρία- θα καταστεί εφικτό να αναπτύξουν μια υγιή και ασφαλή κυρίως στάση έναντι της σεξουαλικότητά τους, να ενημερωθούν υπεύθυνα για μια σειρά από βασικά ζητήματα (π.χ. αναπαραγωγική διαδικασία, τρόποι προφύλαξης και αντισύλληψη) και να είναι σε θέση, τέλος, να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς τους, να εξερευνούν τα όρια τους και να εκφράζουν τις ανάγκες και τις προτιμήσεις τους.