Συνεχίστηκε σήμερα η δίκη για τη δολοφονία του 19χρονου φοιτητή Άλκη Καμπανού και την επίθεση στους δύο φίλους του τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου του 2022 στη Θεσσαλονίκη.

Ότι προσπάθησε να σώσει τον φίλο του Άλκη Καμπανού, όταν είδε τον δεύτερο κατηγορούμενο να τον μαχαιρώνει στο πόδι, όμως τον χτύπησε με μπουνιά στο πρόσωπο γιατί φοβήθηκε πως θα του επιτεθεί, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, στην απολογία του ο 22χρονος κατηγορούμενος στη δίκη για τη δολοφονία του 19χρονου φοιτητή.

Ο έβδομος εκ των κατηγορουμένων, ξεκινώντας την απολογία του στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του Άλκη Καμπανού και ευχήθηκε να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. «Λυπάμαι πάρα πολύ, δεν μπορώ να φανταστώ τον πόνο αυτής της οικογένειας», ανέφερε.

Ο 22χρονος Ι.Β. ανέφερε ότι δεν ήταν οργανωμένος στον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ, όμως πήγαινε συχνά για να βλέπει αγώνες, ενώ ακολουθούσε και σε κάποιες εκδρομές, χωρίς να γνωρίζει όλα τα άτομα.

«Ακούστηκε από κάποιον να πάμε Χαριλάου»

Εκείνο το βράδυ, σύμφωνα με τον ίδιο, κάθονταν στον σύνδεσμο, όταν κάποιος άγνωστος προς αυτόν αναφέρθηκε σε επεισόδιο που είχε γίνει νωρίτερα στην περιοχή του Ωραιοκάστρου και είπε πως οπαδοί του Αρη κυνήγησαν οπαδούς του ΠΑΟΚ. «Τότε ακούστηκε από κάποιον να πάμε Χαριλάου να κάνουμε και εμείς κάτι αντίστοιχο. Η μόνη μου εμπειρία με τα οπαδικά επεισόδια ήταν όταν με χτύπησαν, με κυνήγησαν και με έβρισαν παλαιότερα, όταν είχα πάρει άδεια από τον στρατό. Αυτό πίστευα ότι είναι τα οπαδικά, όχι αυτό που συνέβη», είπε, τονίζοντας ότι δεν πήρε μαζί του κάποιο αντικείμενο και ότι δεν γνώριζε πως στον σύνδεσμο υπήρχαν όπλα.

«Κατεβήκαμε από τον σύνδεσμο και φύγαμε με τη σειρά που ήταν σταθμευμένα τα αυτοκίνητα. Τα άτομα στο πρώτο αμάξι ήξεραν την περιοχή. Φτάσαμε στην Πλαστήρα και σταμάτησε το πρώτο αυτοκίνητο, εμείς ήμασταν από πίσω. Κατέβηκαν τα άτομα από μπροστά μας και μας έκαναν νόημα να περιμένουμε. Δεν είχα καταλάβει ακόμη γιατί σταμάτησαν. Όταν βγήκαν τα παιδιά από το πρώτο αυτοκίνητο, τότε έστριψε και το τρίτο στο στενό και σταμάτησαν πιο πέρα από την πυλωτή. Τους είδα να πηγαίνουν προς το σημείο και τότε είδα πέντε μαυροφορεμένους», ανέφερε.

«Έφτασαν και ξεκίνησε η συμπλοκή. Εγώ ήμουν στο αμάξι με σηκωμένα παράθυρα και δεν άκουγα, όμως είδα αναμπουμπούλα, ένα κυνηγητό. Αν έβλεπα οποιοδήποτε όπλο δεν θα πήγαινα ποτέ στη φασαρία, αν έβλεπα να κρατάνε οτιδήποτε. Μετέπειτα έμαθα για δρεπάνια και μαχαίρια, νόμιζα όλοι πήγαν με τα χέρια τους. Νόμιζα ότι αυτά τα περιστατικά γίνονταν όπως το δικό μου, με τα χέρια. Δεν πίστευα ότι κάποιος από εμάς μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο», είπε ο κατηγορούμενος.

Στη συνέχεια, ο 22χρονος περιέγραψε τη στιγμή που κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πήγε στο σημείο της δολοφονικής επίθεσης στην οδό Θ. Γαζή.

«Αποφασίσαμε να πάμε και εμείς στο περιστατικό. Πήγα να μαλώσω, αυτό νόμιζα. Όπως προχώρησα, πέρασα τρέχοντας και είδα στη γωνία τρία-τέσσερα άτομα και ένα παιδί ξαπλωμένο κάτω. Είδα τον δεύτερο κατηγορούμενο να κρατάει ένα παιδί στα σκαλιά. Είδα να μαχαιρώνει τον Α.Β. στον μηρό. Τον κρατούσε και το μαχαίρωνε πάνω στα σκαλάκια. Σοκαρίστηκα, δεν πίστευα ότι κάποιος θα μαχαιρώσει σε εκείνη τη φασαρία. Τράβηξα τον Α.Β. που ήταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αυτός γύρισε να αμυνθεί και τότε τον χτύπησα μπουνιά στο πρόσωπο και πήδηξε από το τοιχάκι», ισχυρίστηκε ο 22χρονος.

Σε αυτό το σημείο η πρόεδρος του δικαστηρίου τον ρώτησε χαρακτηριστικά: «Δηλαδή πήγατε να τον σώσετε και του δώσατε μπουνιά;», με τον κατηγορούμενο να απαντάει ότι τρόμαξε και τον τράβηξε όταν είδε να τον μαχαιρώνουν, όμως αντιλήφθηκε ότι πήγε να τον χτυπήσει και του έριξε μπουνιά στο πρόσωπο.

«Σοκαρίστηκα, είχε αίματα παντού»

«Ξεκίνησα να φεύγω. Είδα το παιδί (σ.σ.: τον Άλκη Καμπανό), τόσα πολλά αίματα και σοκαρίστηκα. Είχε αίματα παντού, δεν το πίστευα. Άκουσα κάποιον να φωνάζει "πάμε, πάμε". Κατέβηκα από τα σκαλιά για να φύγω και το παιδί ήταν ξαπλωμένο κάτω, δεν θυμάμαι πόσα άτομα είχε από πάνω του. Δεν άκουσα καμία φωνή. Ίσως επειδή είχα τρομάξει, από τον φόβο μου ήθελα απλά να απομακρυνθώ. Δεν είδα τους κατηγορούμενους να χτυπάνε, δύο άτομα στέκονταν κοντά στο παιδί. Ήταν απλά στον δρόμο, κοιτούσαν το παιδί που ήταν κάτω. Είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους και δεν ξέρω ποιοι ήταν», υποστήριξε.

Σημειώνεται πως ο έβδομος εκ των κατηγορουμένων ισχυρίστηκε ότι δεν έφερε κάποιο αντικείμενο, χτύπησε μόνο μια μπουνιά τον φίλο του Άλκη Καμπανού και πως δεν είδε κανέναν από τους κατηγορούμενους να κρατάει αντικείμενα κατά τη διάρκεια της επίθεσης, μόνο τον δεύτερο κατηγορούμενο που μαχαίρωσε τον Α.Β. και κάποιον με ένα ξύλο στο χέρι.

Ο 22χρονος ανέφερε ότι είχε αφήσει το κινητό του στην μπαγκαζιέρα της μοτοσικλέτας του, την οποία είχε αφήσει έξω από τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ και ότι δεν το πήρε μαζί του στην επίθεση επειδή δεν είχε μπαταρία.

«Έμαθα τι έγινε την επόμενη ημέρα από το ίντερνετ, σοκαρίστηκα και έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Πήγα στη δουλειά και δεν ήξερα τι να κάνω. Έψαχνα να βρω το θάρρος να μιλήσω στη μητέρα μου. Της εξομολογήθηκα ότι ήμουν εκεί και της υποσχέθηκα ότι θα παραδοθώ. Ο πατέρας μου είχε καρκίνο, πέρασε εγκεφαλικά και έψαχνα τρόπο να του το πω. Αν το έβλεπε από τις ειδήσεις δεν θα το άντεχε», ανέφερε.

Σημειώνεται ότι ο 22χρονος, μετά τη δολοφονική επίθεση, έμενε προσωρινά σε φιλικό του πρόσωπο.
Πηγή: protothema.gr