Έκρηξη στη Νέα Αγχίαλο: Συγκλονιστικές μαρτυρίες κατοίκων - «Σαν να ζούσαμε πόλεμο»
Δραματικές στιγμές έζησαν χθες οι κάτοικοι στη Νέα Αγχίαλο
Οι κάτοικοι της Νέας Αγχιάλου έζησαν στιγμές τρόμου, αντιμέτωποι με τις φωτιές και τις εκρήξεις στην αποθήκη πυρομαχικών της Πτέρυγας Μάχης 111. Έφυγαν όπως-όπως από τα σπίτια τους, με ό,τι μέσο μπορούσαν και έφτασαν στον Βόλο, όπου διανυκτέρευσαν.
Αν και τα χειρότερα –φαίνεται να- πέρασαν, στα μάτια και τα πρόσωπα των κατοίκων της Νέας Αγχιάλου είναι ακόμη ζωγραφισμένος ο τρόμος που έζησαν. Τα λόγια τους περιγράφουν την αγωνία ότι ίσως δεν έβγαιναν ζωντανοί. «Σαν να ζούσαμε πόλεμο», «στις εκρήξεις ούρλιαξα», «η κόρη μου έπαθε κρίση πανικού» είναι κάποια από τα λόγια των ανθρώπων που έζησαν τον εφιάλτη.
«Μετά τη δουλειά κατέβηκα με την κόρη μου προς τα κάτω, είχε καπνό και επιστρέψαμε σπίτι. Έγιναν οι εκρήξεις. Η κόρη μου πανικοβλήθηκε, έπαθε κρίση πανικού. Προσπαθήσαμε να την ηρεμήσουμε. Ο γιός μου ήταν με έναν φίλο του σε σπίτι προς την παραλία. Οι τζαμαρίες από τα μαγαζιά έσπαγαν. Μας πήρε ο γιος μου κάποια στιγμή τηλέφωνο ότι υπάρχουν βάρκες στο λιμάνι κι εκείνος επιβιβάστηκε σε μία. Κατεβήκαμε κι εμείς και μπήκαμε σε πλωτό και μας έφεραν στον Βόλο. Βρεθήκαμε με τον γιό μου, αγκαλιαστήκαμε και λέμε Δόξα τω Θεώ.
Δεν πίστευα ότι θα ζούσαμε ποτέ κάτι τέτοιο. Και τώρα νομίζω ότι είναι όνειρο, ότι δεν το ζήσαμε. Αυτό που έγινε ήταν ανεπίτρεπτο.
Φύγαμε όπως ήμασταν. Κλείσαμε το σπίτι και φύγαμε. Ήταν λες και ζούσαμε πόλεμο. Χτυπούσαν οι καμπάνες, υπήρχε παντού καπνός, ο κόσμος να μην ξέρει τι να κάνει, στην αρχή δεν ξέραμε από που ήταν οι εκρήξεις. Ζήσαμε μία φρίκη, αυτό όσο ζω δεν θα το ξεχάσω. Το βλέπαμε στις ταινίες και δεν πιστεύαμε ότι θα ζήσουμε κάτι τέτοιο. Να ζεις τέτοιο πράγμα; Λέγαμε ευτυχώς είμαστε όλοι ζωντανοί. Μέχρι να φτάσουμε με το φουσκωτό και να δω ότι και ο γιος μου είναι καλά, μου είχε φύγει η ψυχή» είπε χαρακτηριστικά με τα μάτια της να βουρκώνουν και τη φωνή της να λυγίζει.
«Ούτε στην Ουγκάντα»
Ο Γιάννης Μπουρλής ζει με την οικογένειά του στην Αθήνα, όμως ήρθε για μερικές ημέρες στο εξοχικό του στη Ν. Αγχίαλο. Χθες, μόνος του στο σπίτι έζησε αυτό το εφιάλτη.
«Λες και ήμουν κάτοικος Ουγκάντας. Αυτά ούτε κι εκεί γίνονται. Ασυδοσία. Με την έκρηξη ήταν λες κι έγινε σεισμός. Πήγα σε έναν φίλο μου, δίπλα στη θάλασσα, καθίσαμε εκεί, ξεκίνησε και ήρθε η γυναίκα μου από την Αθήνα. Αρχικά με πήρε ασθενοφόρο από την Αγχίαλο, δεν μπορούσαν να με πάνε προς Αλμυρό, με γύρισαν σπίτι», λέει ο ίδιος με την σύζυγό του δίπλα να σημειώνει πως μέχρι να φτάσει και να παραλάβει τον άνδρα της, είχε τρελαθεί από την αγωνία της.
«Είχε πιάσει φωτιά και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Κατεβήκαμε αρχικά στην παραλία κι έπειτα ανεβήκαμε στο σπίτι. Εκεί ακούσαμε τις εκρήξεις και αποφασίσαμε να φύγουμε. Στην πρώτη μεγάλη έκρηξη ήμουν στο αυτοκίνητο και αυτό ταρακουνήθηκε. Πήρα τα παιδιά μου και με το αυτοκίνητο ήρθαμε στην παραλία του Βόλου. Εκεί κάποια στιγμή ακούστηκε μία μεγάλη έκρηξη κι ήρθαμε μετά στο Εκθεσιακό και περάσαμε εδώ τη νύχτα μας. Ευτυχώς εδώ ήταν όλα οργανωμένα, όμως έχω ένα γενικό παράπονο. Δεν υπάρχει ένας αρμόδιος να μας ενημερώσει να πας πει πότε θα πάμε στα σπίτια μας. Είμαστε εγκλωβισμένοι. Κατακρίνω όποιον είναι υπεύθυνο. Δεν ξέρουμε πότε θα γυρίσουμε και κανείς δεν ξέρει», είπε ο κ. Θωμάς.
«Με τις εκρήξεις τρίζανε τα πάντα, τα τζάμια, οι πόρτες στο ξενοδοχείο. Μας είπαν ότι σε σπίτια έσπασαν τζαμαρίες. Ο καπνός πύκνωνε, δεν βλέπαμε στα δύο μέτρα. Είχα μάσκες, πετσέτες και για το παιδί αν χρειάζονταν να τις βρέχαμε. Είδαμε τον Δήμαρχο που κατέβαινε στο λιμανάκι, είδαμε και τις βάρκες μας είπαν ότι φεύγει κόσμος, μπήκαμε στη βάρκα και φύγαμε. Αφήσαμε τα πάντα πίσω μας. Που να μείνουμε εκεί; Και το παιδί έβλεπε άλλους να φωνάζουν, να κλαίνε, τρομοκρατήθηκε. Στη βάρκα ήμασταν τέσσερα άτομα, μας υποδέχτηκαν λεωφορεία στον Βόλο και μας έφεραν εδώ» περιγράφει, περιμένοντας ειδοποίηση για το πότε μπορούν να επιστρέψουν στην Αγχίαλο, να πάρουν τα πράγματά τους και το αυτοκίνητό τους και να γυρίσουν στην Καρδίτσα.
Αν και τα χειρότερα –φαίνεται να- πέρασαν, στα μάτια και τα πρόσωπα των κατοίκων της Νέας Αγχιάλου είναι ακόμη ζωγραφισμένος ο τρόμος που έζησαν. Τα λόγια τους περιγράφουν την αγωνία ότι ίσως δεν έβγαιναν ζωντανοί. «Σαν να ζούσαμε πόλεμο», «στις εκρήξεις ούρλιαξα», «η κόρη μου έπαθε κρίση πανικού» είναι κάποια από τα λόγια των ανθρώπων που έζησαν τον εφιάλτη.
«Λες και ζούσαμε πόλεμο»
Η κυρία Κατερίνα διανυκτέρευσε με τον σύζυγό της και τα παιδιά της στο Εκθεσιακό Κέντρο Βόλου και μίλησε στο magnesianews.gr για τον πανικό της ίδιας και της οικογένειάς της.«Μετά τη δουλειά κατέβηκα με την κόρη μου προς τα κάτω, είχε καπνό και επιστρέψαμε σπίτι. Έγιναν οι εκρήξεις. Η κόρη μου πανικοβλήθηκε, έπαθε κρίση πανικού. Προσπαθήσαμε να την ηρεμήσουμε. Ο γιός μου ήταν με έναν φίλο του σε σπίτι προς την παραλία. Οι τζαμαρίες από τα μαγαζιά έσπαγαν. Μας πήρε ο γιος μου κάποια στιγμή τηλέφωνο ότι υπάρχουν βάρκες στο λιμάνι κι εκείνος επιβιβάστηκε σε μία. Κατεβήκαμε κι εμείς και μπήκαμε σε πλωτό και μας έφεραν στον Βόλο. Βρεθήκαμε με τον γιό μου, αγκαλιαστήκαμε και λέμε Δόξα τω Θεώ.
Δεν πίστευα ότι θα ζούσαμε ποτέ κάτι τέτοιο. Και τώρα νομίζω ότι είναι όνειρο, ότι δεν το ζήσαμε. Αυτό που έγινε ήταν ανεπίτρεπτο.
Φύγαμε όπως ήμασταν. Κλείσαμε το σπίτι και φύγαμε. Ήταν λες και ζούσαμε πόλεμο. Χτυπούσαν οι καμπάνες, υπήρχε παντού καπνός, ο κόσμος να μην ξέρει τι να κάνει, στην αρχή δεν ξέραμε από που ήταν οι εκρήξεις. Ζήσαμε μία φρίκη, αυτό όσο ζω δεν θα το ξεχάσω. Το βλέπαμε στις ταινίες και δεν πιστεύαμε ότι θα ζήσουμε κάτι τέτοιο. Να ζεις τέτοιο πράγμα; Λέγαμε ευτυχώς είμαστε όλοι ζωντανοί. Μέχρι να φτάσουμε με το φουσκωτό και να δω ότι και ο γιος μου είναι καλά, μου είχε φύγει η ψυχή» είπε χαρακτηριστικά με τα μάτια της να βουρκώνουν και τη φωνή της να λυγίζει.
«Ούτε στην Ουγκάντα»
Ο Γιάννης Μπουρλής ζει με την οικογένειά του στην Αθήνα, όμως ήρθε για μερικές ημέρες στο εξοχικό του στη Ν. Αγχίαλο. Χθες, μόνος του στο σπίτι έζησε αυτό το εφιάλτη.«Λες και ήμουν κάτοικος Ουγκάντας. Αυτά ούτε κι εκεί γίνονται. Ασυδοσία. Με την έκρηξη ήταν λες κι έγινε σεισμός. Πήγα σε έναν φίλο μου, δίπλα στη θάλασσα, καθίσαμε εκεί, ξεκίνησε και ήρθε η γυναίκα μου από την Αθήνα. Αρχικά με πήρε ασθενοφόρο από την Αγχίαλο, δεν μπορούσαν να με πάνε προς Αλμυρό, με γύρισαν σπίτι», λέει ο ίδιος με την σύζυγό του δίπλα να σημειώνει πως μέχρι να φτάσει και να παραλάβει τον άνδρα της, είχε τρελαθεί από την αγωνία της.
«Δεν υπάρχει ένας αρμόδιος να μας ενημερώσει να πας πει πότε θα πάμε στα σπίτια μας»
Ο κ. Θωμάς κράτησε την ψυχραιμία του την ώρα των εκρήξεων και την ώρα που ο περισσότερος κόσμος είχε πανικοβληθεί. Πήρε τα παιδιά του και ήρθαν στον Βόλο. Τώρα περιμένουν με αγωνία να δουν πότε θα επιστρέψουν πίσω στο σπίτι τους.«Είχε πιάσει φωτιά και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Κατεβήκαμε αρχικά στην παραλία κι έπειτα ανεβήκαμε στο σπίτι. Εκεί ακούσαμε τις εκρήξεις και αποφασίσαμε να φύγουμε. Στην πρώτη μεγάλη έκρηξη ήμουν στο αυτοκίνητο και αυτό ταρακουνήθηκε. Πήρα τα παιδιά μου και με το αυτοκίνητο ήρθαμε στην παραλία του Βόλου. Εκεί κάποια στιγμή ακούστηκε μία μεγάλη έκρηξη κι ήρθαμε μετά στο Εκθεσιακό και περάσαμε εδώ τη νύχτα μας. Ευτυχώς εδώ ήταν όλα οργανωμένα, όμως έχω ένα γενικό παράπονο. Δεν υπάρχει ένας αρμόδιος να μας ενημερώσει να πας πει πότε θα πάμε στα σπίτια μας. Είμαστε εγκλωβισμένοι. Κατακρίνω όποιον είναι υπεύθυνο. Δεν ξέρουμε πότε θα γυρίσουμε και κανείς δεν ξέρει», είπε ο κ. Θωμάς.
«Με την έκρηξη φοβηθήκαμε»
Η κυρία Ευαγγελία τρόμαξε με την έκρηξη και έφυγε. «Ήμουν ξαπλωμένη στο σπίτι και κοντέψαμε να πνιγούμε από τον καπνό. Με την έκρηξη φοβηθήκαμε, άνοιξαν οι τζαμαρίες. Περνούσε η αστυνομία και μας έλεγε να φύγουμε. Ο άνδρας μου έμεινε εκεί. Ο γιός μου, η νύφη μου, τα παιδιά έφυγαν για Βόλο. Εγώ με την ανιψιά μου ήρθαμε στον Βόλο με αυτοκίνητο. Το μυαλό μου ήταν πίσω στον άντρα μου» είπε.«Ο καπνός πύκνωνε, δεν βλέπαμε στα δύο μέτρα»
Η κυρία Ελευθερία με τον σύζυγό της και την εγγονή της βρέθηκαν στη Νέα Αγχίαλο για λίγες ημέρες για διακοπές. Η φωτιά και οι εκρήξεις τους ώθησαν να φύγουν, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα, αναζητώντας μόνο ένα ασφαλές καταφύγιο.«Με τις εκρήξεις τρίζανε τα πάντα, τα τζάμια, οι πόρτες στο ξενοδοχείο. Μας είπαν ότι σε σπίτια έσπασαν τζαμαρίες. Ο καπνός πύκνωνε, δεν βλέπαμε στα δύο μέτρα. Είχα μάσκες, πετσέτες και για το παιδί αν χρειάζονταν να τις βρέχαμε. Είδαμε τον Δήμαρχο που κατέβαινε στο λιμανάκι, είδαμε και τις βάρκες μας είπαν ότι φεύγει κόσμος, μπήκαμε στη βάρκα και φύγαμε. Αφήσαμε τα πάντα πίσω μας. Που να μείνουμε εκεί; Και το παιδί έβλεπε άλλους να φωνάζουν, να κλαίνε, τρομοκρατήθηκε. Στη βάρκα ήμασταν τέσσερα άτομα, μας υποδέχτηκαν λεωφορεία στον Βόλο και μας έφεραν εδώ» περιγράφει, περιμένοντας ειδοποίηση για το πότε μπορούν να επιστρέψουν στην Αγχίαλο, να πάρουν τα πράγματά τους και το αυτοκίνητό τους και να γυρίσουν στην Καρδίτσα.