Νέο… θαύμα της τεχνολογίας: Ελληνικό ρομπότ- «οινοπαραγωγός» πηγαίνει μόνο του στο χωράφι με τα αμπέλια (Εικόνα)
Για το πρώτο αυτό ρομπότ η ομάδα έλαβε χρηματοδότηση ύψους 200.000 ευρώ από το επενδυτικό ταμείο TECS Capital
Πιο κοντά στο μέλλον μας φέρνει συνεχώς η τεχνολογία. Όταν τον περασμένο Ιανουάριο τρεις νεαροί μηχανικοί ξεκίνησαν να τοποθετούν τις πρώτες βίδες σε ένα ιδιαίτερο ρομπότ, στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, σίγουρα ονειρεύονταν- αλλά πιθανώς ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσουν στην πράξη, ότι μόλις έξι μήνες μετά, το δημιούργημά τους όχι απλώς θα έχει σταθεί «στα πόδια του» (στις ερπύστριές του για την ακρίβεια), αλλά ήδη θα διασχίζει μόνο του στρέμματα γης με αμπέλια φορτωμένα σταφύλια στην κεντρική Μακεδονία, έτοιμο να πιάσει δουλειά.
Το ηλεκτρικό ρομποτάκι είναι η «καρδιά» της πρωτοποριακής υπηρεσίας που σχεδιάζει να προσφέρει στους αγρότες η επιχειρηματική τριάδα της νεοφυούς επιχείρησης «Agroverse»: ουσιαστικά, θα δίνει στους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα τη δυνατότητα να φροντίζουν τις καλλιέργειές τους, χωρίς οι ίδιοι να χρειάζεται να αγοράσουν το ρομπότ ή να είναι παρόντες την ώρα της εργασίας του -χωρίς καν να χρειάζεται να πατήσουν ένα κουμπί.
Με πολύ απλά λόγια, όπως κάποιος συνδέεται σε μια εφαρμογή τύπου «Uber» και «παραγγέλνει» ένα αυτοκίνητο, για να τον πάει στον προορισμό του, χωρίς να χρειάζεται να έχει ο ίδιος ΙΧ, οι αγρότες/αγρότισσες ή και οι γεωπόνοι θα μπορούν να καλούν όχι έναν οδηγό, αλλά ένα ρομπότ ιδιοκτησίας της Agroverse, που θα μεταβαίνει αυτόνομα στο χωράφι, θα αναλαμβάνει τον ψεκασμό και τη χορτοκοπή, θα ελέγχει τη συγκομιδή, θα τραβά φωτογραφίες και θα συλλέγει περιβαλλοντικά δεδομένα.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ηλεκτρολόγος μηχανικός Γιώργος Μπόντζιος, υπεύθυνος για την εμπορευματοποίηση του «Αgroverse Robot», το τελευταίο διάστημα το ρομπότ έχει ήδη βρεθεί πιλοτικά σε εκτάσεις συνεταιρισμών και οινοποιείων, μεταξύ των οποίων το «Κτήμα Κυρ-Γιάννη», το «Κτήμα Παυλίδη» και ο συνεταιρισμός αμπελουργών της Γουμένισσας και με ορισμένα από αυτά η εταιρεία βρίσκεται πολύ κοντά σε συμφωνία για τη χρήση του σε περισσότερα από 1000 στρέμματα συνολικά, το 2024.
«Το βασικό πρόβλημα του κλάδου σήμερα είναι η έλλειψη εργατικών χεριών. Πολλοί αγρότες μάς είπαν ότι είχαν θέματα με την παραγωγή, επειδή δεν πρόλαβαν να ψεκάσουν τα αμπέλια ή να εξουδετερώσουν τα ζιζάνια όταν έπρεπε. Γι' αυτό προσεγγίζουν με ενθουσιασμό το ρομπότ και ιδίως το γεγονός ότι τους προσφέρουμε μια seamless υπηρεσία, δηλαδή ο/η παραγωγός δεν κάνει κάτι, δεν χρειάζεται να πατήσει ούτε ένα κουμπί» προσθέτει ο Γιώργος Μπόντζιος.
Η ιδέα της παροχής ρομπότ ως υπηρεσία στον πρωτογενή τομέα, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, «γεννήθηκε» από τον ιδρυτή και CEO της Agroverse, ηλεκτρολόγο μηχανικό Δημήτρη Κούτρα, μη επαγγελματία αγρότη, με εμπειρία στη ρομποτική και την Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκαν στην ομάδα ο Γιώργος Μπόντζιος και ο Νίκος Δαγκαλάκης, αρχιμηχανικός. Σύμβουλός τους σε θέματα γεωργίας είναι ο γεωπόνος Κωνσταντίνος Ζουκίδης.
Για το πρώτο αυτό ρομπότ, του οποίου το λογισμικό δημιουργήθηκε εξολοκλήρου από τους μηχανικούς της Agroverse, η ομάδα έλαβε χρηματοδότηση ύψους 200.000 ευρώ από το επενδυτικό ταμείο TECS Capital.
Στην παρούσα φάση και προκειμένου να μπορέσει να εξυπηρετήσει αγρότες με συνολικές εκτάσεις άνω των 1000 στρεμμάτων το επόμενο έτος, η εταιρεία σχεδιάζει την παραγωγή άλλων τριών ή τεσσάρων ρομπότ νέας γενιάς (2.0), τα οποία στόχος είναι να μπορούν το 2024 όχι απλά να δουλεύουν μόνα τους στο χωράφι, αλλά και να μεταβαίνουν αυτόνομα σε αυτό, από αγροτικούς δρόμους (ξεκινώντας από έναν σταθμό αυτόματης φόρτισης).
Και, φυσικά, το ρομπότ δεν προορίζεται μόνο για χρήση από αμπελουργούς, αλλά και για άλλες καλλιέργειες: ελιές, μηλιές, ροδακινιές και κηπευτικά.
Η πλατφόρμα της Agroverse, λαμβάνοντας υπόψη το πλάνο φυτοπροστασίας που θα έχει καταχωρήσει ο/η παραγωγός ή ο/η γεωπόνος και αξιολογώντας παράλληλα με Τεχνητή Νοημοσύνη τα διαθέσιμα δεδομένα (πχ, υγρασία εδάφους ή ενδεχόμενη προσβολή από παράσιτα), θα δίνει την εντολή ώστε ο μηχανικός «εργάτης» να μεταβαίνει αυτόματα στην καλλιέργεια. Μάλιστα, η υπηρεσία θα χρεώνεται με βάση το στρέμμα και όχι «με την ώρα», απαλλάσσοντας τον παραγωγό από το άγχος του πόσο θα στοιχίσει η εργασία του ρομπότ, εάν αυτή «τραβήξει» σε χρόνο.