Το εντεινόμενο φαινόμενο των φυσικών καταστροφών και η διαχείριση του τραύματος και της απώλειας, άρθρο του Αλέξανδρου-Σταμάτιου Αντωνίου
Τραύμα συνιστά κάθε συναισθηματική απόκριση σε αποτρόπαια γεγονότα όπως σοβαρά δυστυχήματα και φυσικές καταστροφές κάθε μορφής τις οποίες ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια καλείται ολοένα και συχνότερα να διαχειριστεί η ανθρωπότητα στο σύνολό της εξαιτίας του εντεινόμενου διαρκώς φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Συνήθως, το σοκ και η άρνηση ακολουθούν ως πηγαίες αντιδράσεις των θυμάτων, ενώ μακροπρόθεσμα ενδέχεται να παρατηρηθούν βαθύτερες αντιδράσεις, όπως απρόβλεπτα συναισθήματα, αναδρομές στο παρελθόν, τεταμένες σχέσεις, ακόμη και σωματικά συμπτώματα (π.χ. ημικρανίες, ναυτία, διάφοροι πόνοι στο σώμα κ.ά.). Ωστόσο, ο βαθμός της ψυχολογικής δυσφορίας μετά την έκθεση σε ένα τραυματικό ή στρεσογόνο συμβάν διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Από την πλευρά του, ο Freud υποστηρίζει ότι κανένα γεγονός δεν είναι τραυματικό από μόνο του, καθώς το τραύμα περιλαμβάνει μια επαναξιολόγηση η οποία προσδίδει στο συμβάν του παρελθόντος μια νέα διάσταση και ένα διαφορετικό νόημα.
Σύμφωνα με τη συστημική προσέγγιση, το τραύμα συχνά εκλαμβάνεται ως ακραίο στρες και ως ατομική ψυχολογική αντίδραση, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκο, καθώς είναι ενσωματωμένο σε πολιτισμικές στάσεις, συμπεριφορές και συστήματα που επηρεάζουν τόσο τους στρεσογόνους παράγοντες όσο και τις επιπτώσεις τους. Στο πλαίσιο του υπαρξισμού, το τραύμα ενδέχεται να αναφέρεται και σε ένα «υπαρξιακό τραύμα», υπό την έννοια ότι μπορεί να αφανίσει ή να αλλοιώσει την έννοια του εαυτού μας και του τρόπου με τον οποίο εντασσόμαστε στον ευρύτερο κόσμο. Ειδικότερα, ενδέχεται να υποβαθμίζει την ίδια τη βάση της ύπαρξης διαστρέφοντας σημαντικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και νοηματοδοτούμε τον κόσμο και, ταυτόχρονα, αποδιοργανώνοντας το πλαίσιο του νοήματος που έχουμε δημιουργήσει. Υπ’ αυτήν την έννοια, το τραύμα ενδέχεται να καθίσταται αντιληπτό ως ένα ψυχοκοινωνικό γεγονός.
Η απώλεια συνιστά, όντως, το τραγικότερο γεγονός στη ζωή ενός ανθρώπου, καθώς, από τη στιγμή της γέννησής του κιόλας, καλείται να μάθει να ζει αναμένοντάς την. Ως γνωστόν, ο θάνατος δεν κάνει εξαιρέσεις, προορίζεται για όλους και έχει καθολικό χαρακτήρα. Το πένθος, συνεπώς, φαίνεται άρρηκτα συνυφασμένο με τον θάνατο και την απώλεια. Για το λόγο αυτό, το βίωμα και η εκδήλωση του πένθους είναι δυνατόν να εντοπιστεί σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων και σε ποικίλα στάδια του βίου αλλά και να συνδεθεί με συγκεκριμένες διαταραχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί η Διαταραχή του Περιπεπλεγμένου Θρήνου, η οποία εκδηλώνεται με εμμένουσα θλίψη και μεγάλη στενοχώρια του πενθούντος ατόμου για την απώλεια που βιώνει, ενώ τα συναισθήματα αυτά κατά βάση συνοδεύονται και από αναμνήσεις ή εικόνες του εκλιπόντος, καθώς και από αισθήματα άρνησης ή αδυναμίας αποδοχής του ίδιου του γεγονότος του θανάτου. Ο Freud στο κείμενό του «Πένθος και μελαγχολία» προσεγγίζει το πένθος ως μια φυσιολογική αντίδραση έναντι της απώλειας είτε ενός προσώπου είτε μιας ιδέας που μπορεί να το υποκαθιστά, όπως η ιδέα της πατρίδας. Επισημαίνει, επιπλέον, ότι θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε το πένθος ως μια παθολογική κατάσταση η οποία χρήζει θεραπείας και διατείνεται ότι πρόκειται για μια φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση, η οποία χρειάζεται συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα για να συντελεστεί. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν ενθαρρύνεται η αναζήτηση υποστήριξης από ειδικούς ψυχικής υγείας για εκείνους που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Παρά τις όποιες πολιτισμικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, το πένθος χαρακτηρίζεται ως περίοδος «παύσης» και αποστασιοποίησης του ατόμου από την πρότερη κοινωνική ζωή του. Η διαχείριση της απώλειας και οποιουδήποτε τραυματικού γεγονότος δεν κατέχει συγκεκριμένη θέση στον χώρο και τον χρόνο, αλλά ούτε ακολουθεί γραμμική πορεία. Διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον άνθρωπο σε ένα πλαίσιο τόσο κοινωνικό όσο και ψυχικό, και αφορά αποκλειστικά τους πενθούντες και τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ο Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου είναι Καθηγητής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ