Εξάρθρωσε σπείρα που πουλούσε πλαστούς πίνακες ζωγραφικής στο εξωτερικό η Ελληνική Αστυνομία. Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος μίλησε για το συγκεκριμένο περιστατικό στην εκπομπή «Live News» του MEGA, δίνοντας, μάλιστα το ιστορικό και εστιάζοντας στις ρίζες της απάτης. Ο αστυνομικός συντάκτης τόνισε πως ο πατέρας, που έμαθε να παλαιώνει πίνακες, έμαθε την τέχνη στο γιο του και σε μία συγγενή τους, ενώ η σπείρα, η οποία τόνισε ότι τα έργα είχαν ληφθεί από την... αυλή του Τσαουσέσκου, κατόρθωνε να εξαπατά οίκους και στις ΗΠΑ και να παίρνει βεβαιώσεις 

Στο ρεπορτάζ του MEGA αναφέρεται: Εγκληματική οργάνωση με δραστηριότητα στην πώληση στο εξωτερικό πλαστών πινάκων ζωγραφικής, αποκάλυψε η Ελληνική Αστυνομία.

Για την υπόθεση ταυτοποιήθηκαν πέντε μέλη του κυκλώματος.

Εξάρθρωση σπείρας από την ΕΛΑΣ: Έκαναν ολόκληρη μελέτη για τους ζωγράφους τα έργα των οποίων πλαστογραφούσαν

Όπως είπε, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, ένας πατέρας είχε μάθει να παλαιώνει ψεύτικους πίνακες ζωγραφικής τον γιο του, ο οποίος προχωρούσε σε πλαστογραφίες, αλλά και σε μία ακόμη συγγενή τους από τη Ρουμανία, η οποία ήταν παλιά συνεργάτιδα του πρώην προέδρου της Ρουμανίας κατά τη δεκαετία του 80’, Νικολάε Τσαουσέσκου.



Αυτός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο παρουσίαζαν πως τα έργα ήταν αληθινά. Ισχυρίζονταν πως τα έργα προέρχονταν από τη αυλή του Τσαουσέσκου.

Μάλιστα, οι συγκεκριμένοι έκαναν μία πλήρη έρευνα και μελέτη σχετικά με την επαγγελματική πορεία και της ζωής των συγκεκριμένων ζωγράφων, των οποίων θέλησαν να πλαστογραφήσουν τα έργα τους.

Σκοπός ήταν να παραπλανήσουν οίκους δημοπρασιών και πλειστηριασμών πως τα έργα ήταν αληθινά, καθώς είχαν μελετήσει πλήρως το ιστορικό υπόβαθρο αλλά και την εποχή που μπορεί να δημιουργήθηκαν.

Ανάμεσα σε αυτούς που κατάφεραν να ξεγελάσουν ήταν οίκοι στις ΗΠΑ, την Ιταλία και την Αγγλία, όπου έφτιαχναν πλαστές βεβαιώσεις πωλήσεων των πινάκων από τους ζωγράφους με σκοπό να τους πείσουν πως η γνησιότητά τους είχε ερευνηθεί ήδη.

Όπως εξήγησε ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, κρατικοί φορείς, όπως η Εθνική Πινακοθήκη, δεν δύνανται να δίνουν αξιολογήσεις γνησιότητας έργων τέχνης, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο εξαπάτησης.