Έως τις αρχές του 1973 οι κινητοποιήσεις σε διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, την Πάτρα ήταν περιορισμένες και αφορούσαν κυρίως τις αντιδράσεις των φοιτητών στον διορισμό – από τη Χούντα – διοικήσεων στους συλλόγους τους, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι οι νεολαίοι ήταν απαθείς απέναντι στο καθεστώς το οποίο μεταξύ άλλων απαγόρευε τις οποιεσδήποτε δημόσιες συναθροίσεις έστω κι αν επρόκειτο για απλές – μη πολιτικοποιημένες - παρέες.

Θρυαλλίδα εξελίξεων αποτέλεσε το νομοθετικό διάταγμα 1347/73 δυνάμει του οποίου ο υπουργός Άμυνας, ο ίδιος δηλαδή ο Παπαδόπουλος, μπορούσε να διατάσσει τη διακοπή της αναβολής στράτευσης όσων φοιτητών καταδικάζονταν από τα δικαστήρια ή απείχαν των σπουδών τους.

Ως ένδειξη διαμαρτυρίας, οι φοιτητές της Νομικής Αθηνών κατέλαβαν τη σχολή τους στις 21 Φεβρουαρίου ζητώντας την ανάκληση του διατάγματος. Αποχώρησαν οικειοθελώς δύο μέρες αργότερα και παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η Αστυνομία δεν θα τους πειράξει, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. «Τους προειδοποιώ, θα βάλω φωτιά εις του οιουδήποτε το κεφάλι…» φώναζε ο δικτάτορας στους συγκλητικούς κατά τη συνάντηση τους στη Βουλή λίγες μέρες αργότερα. Στις 20 Μαρτίου οι φοιτητές κατέλαβαν εκ νέου τη Νομική μόνο που αυτή τη φορά η Σύγκλητος ζήτησε από την Αστυνομία να επιβάλλει την τάξη. Οι αγριότητες και οι σοβαροί τραυματισμοί διέλυσαν τις καλλιεργούμενες ψευδαισθήσεις περί εκδημοκρατισμού του καθεστώτος.

Το σχέδιο και ο τερματισμός της εκεχειρίας

Ένας στρατιωτικός που υπηρετούσε την επίδικη περίοδο στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) κατέθεσε στη δίκη (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1975), ότι το σχέδιο για τη χρησιμοποίηση στρατιωτικών μονάδων εναντίον των φοιτητών είχε προετοιμαστεί από την Άνοιξη του 1973 πρώτα με την κωδική ονομασία «Θέμις» κι ύστερα ως «Κεραυνός». Τους επόμενους μήνες μεσολάβησαν διάφορα γεγονότα στην εγχώρια και διεθνή σκηνή, όπως τα… δημοκρατικά ανοίγματα του Παπαδόπουλου σε πολιτικούς – μαριονέτες της προδικτατορικής περιόδου, τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιμπούρ και το δημοψήφισμα για την υποτιθέμενη πολιτειακή αλλαγή (29/7/1973).

Στις 25 Σεπτεμβρίου οι φοιτητές επανήλθαν προσπαθώντας ανεπιτυχώς να καταλάβουν τη Νομική και στις 4 Νοεμβρίου, η άτυπη εκεχειρία τερματίστηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 5 ετών από τον θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου. Χιλιάδες πολίτες προσήλθαν αυθόρμητα στο Α’ Νεκροταφείο και ακολούθησαν βίαιες συγκρούσεις με την Αστυνομία κατά τις οποίες συνελήφθησαν 37 άτομα και 17 εξ’ αυτών παραπέμφθηκαν σε δίκη (8-13 Νοεμβρίου) όπου καταδικάστηκαν σε ποινές με αναστολή. Οι φοιτητές ξεκίνησαν συγκεντρώσεις στις σχολές τους ζητώντας τη διενέργεια φοιτητικών εκλογών τον Δεκέμβριο.

«Κυψέλες»

Το Πολυτεχνείο, όπως και η πλατεία Ομονοίας, ήταν οι κοινωνικές «κυψέλες» του συνόλου της σπουδάζουσας νεολαίας, των υπαλλήλων, των εργατών, των επαρχιωτών και γενικότερα όλων όσων ήθελαν να μάθουν και να διαδώσουν νέα και πληροφορίες. Αφετηρία και τερματισμός «ανταμώνανε» σε ακτίνα 2-3 χιλιόμετρων κι η ζωή περνούσε και διαμορφωνόταν εν πολλοίς, σ΄ αυτόν τον Αθηναϊκό κύκλο από όπου «κάποια στιγμή για όλους τους λόγους θα περάσουν όλοι».

Το πρωί λοιπόν της 14ης Νοεμβρίου οι πρώτοι φοιτητές μπαίνουν κατά δεκάδες στο Ίδρυμα, αναρτούν πανό και ζητούν έμπρακτη ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Το βράδυ, η ραδιοφωνική συχνότητα του «Μετσόβειου» εξέπεμψε για πρώτη φορά, σαλπίζοντας κατ΄ ουσίαν προσκλητήριο αγώνα. Οι εκατοντάδες έγιναν χιλιάδες ενώ παράλληλα κατέφθαναν και οργανωμένες ομάδες εργατών, όπως και κάποιοι παρακρατικοί και στρατιωτικοί της ΕΣΑ κατ’ εντολή του διοικητή τους Δ. Ιωαννίδη.

Η Αστυνομία είχε λάβει οδηγίες γενικότερης αποστασιοποίησης καθώς ο Παπαδόπουλος σχεδίαζε την κήρυξη «καταστάσεως πολιορκίας» ώστε να παρέμβει ο Στρατός.

Το απόγευμα της Παρασκευής, 16 Νοεμβρίου, η πρόσβαση στο Πολυτεχνείο κυρίως από τις πλαϊνές εισόδους ήταν ακόμη εφικτή αν και στους γύρω δρόμους ακούγονταν κάποιοι πυροβολισμοί και υπήρχαν αναφορές για θύματα.

Στις 9 μμ από κάτω στο υπ. Δημόσιας Τάξης, οι αστυνομικοί πυροβολούν άλλους διαδηλωτές που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κτίριο στην Γ’ Σεπτεμβρίου.

Στη 1 μετά τα μεσάνυχτα τα άρματα μάχης φτάνουν στο Πολυτεχνείο, στις 2.15 αντιπροσωπεία φοιτητών ζητούν προθεσμία για να εκκενώσουν οι 1.800 καταληψίες τον χώρο. Το αίτημα δεν γίνεται δεκτό και 10 λεπτά αργότερα το ολέθριο σχέδιο τίθεται σε εφαρμογή.

Αργότερα, το δικαστήριο αναγνώρισε 22 δολοφονίες και εκατοντάδες τραυματισμούς. Σύμφωνα με το έγγραφο της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών από τις 17 έως τις 29 Νοεμβρίου προσήχθησαν ή ελέγχθηκαν επί τόπου 2.473.

Ουδέποτε έγινε γνωστό πόσοι συνελήφθησαν παράνομα από τον Στρατό, τις ειδικές δυνάμεις και την ΚΥΠ, πόσοι υπέστησαν βασανισμούς και κυρίως, πόσοι σκοτώθηκαν αφού κατά καιρούς η λίστα με τα ονόματα των νεκρών έχει φτάσει και τους 80.

Στις 4 τα ξημερώματα της 25ης Νοεμβρίου, μια βδομάδα μετά, μια φάλαγγα τεθωρακισμένων κατευθύνεται στη βίλα του δικτάτορα στο Λαγονήσι. Ο αξιωματικός ενεχείρισε στον Παπαδόπουλο σημείωμα με το εξής περιεχόμενο: «Απαιτήσει των Ενόπλων Δυνάμεων έχετε υποβάλλει την παραίτηση σας, εσείς, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και η κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Τις εξελίξεις θα τις παρακολουθήσετε από τηλεοράσεως». Ο «αόρατος δικτάτωρ» Ιωαννίδη βάζοντας στήνοντας τις μαριονέτες του Γκιζίκη και Ανδρουτσόπουλο στο «θέατρο σκιών και τρόμου», έπαιζε το τελευταίο επεισόδιο της… επανάστασης, το πιο ιταμό και ταπεινωτικό της μεταπολεμικής περιόδου.