Πάνω από 65 εκατομμύρια οι ασθενείς με long COVID - Πώς το εξηγεί ο καθηγητής Φαρμακολογίας Νικόλας Διέτης
Συνέντευξη
«Η νόσος πλήττει το 10% όσων νοσούν από κορονοϊό και το 50%-70% όσων νοσηλεύονται», δηλώνει στην «Απογευµατινή» της Κυριακής ο επίκουρος καθηγητής Φαρµακολογίας του Πανεπιστηµίου Κύπρου Νικόλας ∆ιέτης
Σαφή και ανησυχητικά είναι τα στοιχεία σχετικά µε την επίπτωση του long COVID επί του συνόλου των συνανθρώπων µας που έχουν νοσήσει από τη λοίµωξη COVID-19, τα οποία έχουν στη διάθεσή τους διεθνώς οι ειδικοί επιστήµονες, αλλά η κοινή γνώµη τα αγνοεί σε πολύ µεγάλο βαθµό. Κι όµως, περισσότεροι από 65 εκατ. άνθρωποι σε όλον τον κόσµο πάσχουν και βασανίζονται από long COVID. Αυτό υπογραµµίζει σήµερα στην «Απογευµατινή» της Κυριακής ο επίκουρος καθηγητής Φαρµακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Κύπρου Νικόλας ∆ιέτης, ο οποίος εκφράζει την ελπίδα να µην είναι ετήσιος ο εµβολιασµός µας κατά του νέου κορονοϊού και ξεκαθαρίζει ότι την κύρια ευθύνη για την ιατρική ενηµέρωση των πολιτών έχει ο ίδιος ο γιατρός.
Κύριε καθηγητά, έχουµε καταλήξει ότι ο εµβολιασµός µας κατά του νέου κορονοϊού θα είναι πλέον ετήσιος; Εχει υψηλό βαθµό βεβαιότητας αυτή η πεποίθηση;
Αυτή φαίνεται να είναι µία από τις τρέχουσες υποθέσεις που εκφράζονται διεθνώς όλο και συχνότερα, όπως πρόσφατα από τη δρα Μάντι Κόεν, διευθύντρια των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων των ΗΠΑ, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι δεν µπορούµε να κάνουµε ασφαλή πρόβλεψη για κάτι τέτοιο. Είµαι επιφυλακτικός σε τέτοιες προβλέψεις, δεδοµένου του ότι η συχνότητα του εµβολιασµού βασίζεται στη συχνότητα εµφανίσεων «παραλλαγών ανησυχίας» του ιού, αλλά και στη διαθεσιµότητα και αποτελεσµατικότητα νέων εκδοχών των εµβολίων. Αν και ένας ετήσιος εµβολιασµός θεωρητικά θα σήµαινε ετήσια προστασία, προσωπικά θα µε προβληµάτιζε µια τέτοια έκβαση, γιατί θα σήµαινε ότι υπάρχουν τόσο πολλές µολύνσεις συνανθρώπων µας, ώστε δίνεται η δυνατότητα στον ιό να βγάζει κάθε χρόνο νέες, βιώσιµες «παραλλαγές ανησυχίας». Οµως ο ιός της COVID-19 είναι αποδεδειγµένα πιο επικίνδυνος από τον ιό της γρίπης, άρα το να είναι απαραίτητος ο ετήσιος εµβολιασµός σηµαίνει ότι ο κίνδυνος για τη δηµόσια υγεία είναι σταθερά υπαρκτός. ∆εν τρέφω αυταπάτες ότι θα απαλλαχθούµε από την ανάγκη τακτικού εµβολιασµού, αλλά ελπίζω η ανάγκη αυτή να µην είναι ετήσια.
Παρακολουθεί κανείς τα διεθνή επίπεδα του εµβολιασµού κατά του νέου κορονοϊού µε το νέο, επικαιροποιηµένο εµβόλιο και διαπιστώνει ότι αυτά είναι σχεδόν σε όλες τις χώρες πολύ χαµηλά. Μιλάµε για µια διεθνή εµβολιαστική κόπωση των πληθυσµών ή έχουµε να κάνουµε και µε µια ουσιαστική αποτυχία στην έκκληση για πρόληψη έναντι της λοίµωξης COVID-19;
Κυρίως το δεύτερο. Προσωπικά, δεν πιστεύω στην έννοια της εµβολιαστικής κόπωσης. Τη θεωρώ µια εύκολη δικαιολογία, που κρύβει το πραγµατικό πρόβληµα. Εφόσον αναγνωρίζω ότι υπάρχει υπαρκτό ρίσκο στην υγεία µου και στην υγεία των ανθρώπων γύρω µου και υπάρχει διαθέσιµη δράση πρόληψης, πώς µπορώ να επικαλεστώ οποιαδήποτε συναισθηµατική κόπωση και να αποδεχθώ την απραξία; Ο µόνος λόγος που µπορεί να το κάνω είναι αν δεν έχω συνειδητοποιήσει το ρίσκο που αντιµετωπίζω ή την επιτακτικότητα και αποτελεσµατικότητα της πρόληψης. Και όλα αυτά έχουν ρίζες στην ελλιπή ενηµέρωση.
Τι εννοείτε όταν µιλάτε για ελλιπή ενηµέρωση;
Για παράδειγµα, αµφιβάλλω αν οι περισσότεροι αναγνώστες σας γνωρίζουν ότι το 10% όσων νοσούν µε COVID-19 και το 50%-70% όσων νοσηλεύονται καταλήγουν µε σύνδροµο long COVID, εµφανίζοντας πολλαπλά συµπτώµατα και σηµαντική µείωση της ποιότητας ζωής τους (στοιχεία από Davis et al. 2023). Τουλάχιστον 65 εκατοµµύρια άνθρωποι παγκοσµίως πάσχουν από long COVID, σύµφωνα µε εκτιµήσεις του 2023, και κανείς δεν µιλάει γι’ αυτό. Γνωρίζουµε από πολλές µελέτες ότι ο εµβολιασµός µειώνει σηµαντικά το ρίσκο για long COVID, αλλά ο περισσότερος κόσµος δεν το γνωρίζει αυτό.
Ευθύνονται οι δηµοσιογράφοι ή οι επιστήµονες γι’ αυτό;
Αν και ο ρόλος των µέσων µαζικής ενηµέρωσης και των social media είναι σηµαντικός, προσωπικά πιστεύω ότι το µεγαλύτερο µερίδιο ευθύνης στην ενηµέρωση το έχει ο γιατρός. Υπάρχει µεγάλος όγκος µελετών που δείχνουν ότι η ενηµέρωση που παίρνουµε από τον γιατρό µας έχει τη µεγαλύτερη βαρύτητα στην απόφασή µας για εµβολιασµό.
Τελικά, κύριε καθηγητά, είναι ο εµβολιασµός ή η νόσηση εκείνος ο παράγοντας ο οποίος µας δίνει την πιο µεγάλη ανοσία έναντι του νέου κορονοϊού;
Τι έχουµε διαπιστώσει έως σήµερα σχετικά; Η ερώτηση είναι θεµιτή, αλλά κατά την άποψή µου έχει εσφαλµένη βάση. Αν οδηγώ χωρίς να βάζω ζώνη ασφαλείας, πάθω ατύχηµα και χτυπήσω και το ατύχηµα αυτό µου αλλάξει στάση οδήγησης και αρχίζω να βάζω πλέον τη ζώνη κάθε φορά που οδηγώ, το αποτέλεσµα της αλλαγής της στάσης µου συγκρίνεται µε το αποτέλεσµα που θα είχα αν έβαζα εξαρχής ζώνη όταν οδηγούσα; Παροµοίως, θεωρώ άτοπο το να συγκρίνουµε µεγέθη ανοσίας µεταξύ νόσησης και εµβολιασµού, όταν το ένα είναι πράξη πρόληψης του άλλου. Οι συγκρίσεις αυτές πιστεύω πως έχουν περισσότερο νόηµα σε επιδηµιολογικές αναλύσεις που έχουν να κάνουν µε τη δυνατότητα διατύπωσης εκτιµήσεων ή σε ερευνητικές µελέτες που έχουν να κάνουν µε τον τρόπο που αντιδρά το ανοσοποιητικό µας σύστηµα κ.τ.λ. Εξάλλου, υπάρχουν συνεπή δεδοµένα που δείχνουν ότι ο εµβολιασµός όσων έχουν ήδη νοσήσει προσδίδει ακόµη περισσότερη προστασία, κάτι που σηµαίνει ξεκάθαρα ότι για τον πολίτη το βασικό µήνυµα είναι πως ο εµβολιασµός παραµένει η βασική στρατηγική πρόληψης και προστασίας.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή της Κυριακής