Όταν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας ή δόλου αντιδίκου, μπορούν υπερχρεωμένοι δανειολήπτες που έχασαν την προθεσμία για την υποβολή αίτησης ρύθμισης των χρεών τους, μέσω δικαστικής απόφασης, να επαναφέρουν το αίτημα και να προχωρήσουν στον σχετικό διακανονισμό. Αυτό έκρινε το Ειρηνοδικείο Περιστερίου και δικαίωσε υπερχρεωμένους δανειολήπτες, προχωρώντας στη ρύθμιση των χρεών βάσει του νόμου περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Πρόκειται για μια σημαντική απόφαση, καθώς δίνεται η ευκαιρία σε υπερχρεωμένους οφειλέτες που έχουν χάσει την προθεσμία να ρυθμίσουν τα χρέη τους. Στο σκεπτικό του δικαστηρίου επισημαίνεται ότι με τον Ν. 4745/2020, που τέθηκε σε ισχύ την 6η/11/2020, τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ο Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.

Συγκεκριμένα, «προβλέφθηκε μια νέα διαδικασία για τη συζήτηση των εκκρεμών αιτήσεων ρύθμισης οφειλών», τονίζεται στη δικαστική απόφαση, «τελείως διαφορετική από τη μέχρι τότε ισχύουσα, με περιορισμό της προφορικής συζήτησης και εισαγωγή έγγραφης προδικασίας κατά τα πρότυπα της τακτικής διαδικασίας». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για όλες τις αιτήσεις που είχαν προγραμματιστεί να συζητηθούν μετά τις 15 Ιουνίου 2021 οι δανειολήπτες θα έπρεπε να υποβάλουν αιτήσεις επαναπροσδιορισμού. Ωστόσο, εάν κάποιος έχασε αυτή την προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου, μπορεί, βάσει της απόφασης του Ειρηνηδικείου Περιστερίου, να πετύχει τη συζήτηση της υπόθεσής του, εφόσον τηρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις. Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι «από τις διατάξεις των Άρθρων 152 έως 158 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην περίπτωση απώλειας της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου, προκύπτει ότι ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας, στηριζόμενος στην αρχή της επιείκειας, παρέχει τη δυνατότητα της -με δικαστική παρέμβαση- άρσης νομικής και επιβλαβούς για τον διάδικο καταστάσεως, η οποία προέκυψε από τη μη τήρηση της ορισμένης από τον νόμο προθεσμίας για δύο λόγους: την ανώτερη βία ή τον δόλο του αντιδίκου του».


Η αιφνίδια ασθένεια διαδίκου ή συνηγόρου και οι φυσικές καταστροφές που δεν μπορούν να προβλεφθούν θεωρούνται ως ανωτέρα βία, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις


Βάσει της απόφασης του Ειρηνοδικείου, «ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλομΑΠ 29/1992). Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι, πλην άλλων, και η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην απώλεια προθεσμίας, με την έννοια ότι ήταν αδύνατο να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του για την έγκαιρη αντικατάστασή του (ΑΠ 1119/2017). Επίσης, ως περιστατικά ανωτέρας βίας έχουν κριθεί νομολογιακά οι φυσικές καταστροφές (ο σεισμός, η καθίζηση του εδάφους, η τρικυμία και η σφοδρή θαλασσοταραχή, η ακραία και μη επαρκώς προβλεφθείσα κακοκαιρία), η αιφνίδια αρρώστια του δικαιούχου, εφόσον καθιστά αδύνατη τη σχετική ενέργεια, η απεργία δικαστικών υπαλλήλων για τους διαδίκους, αλλά και η εσφαλμένη νομική συμβουλή δικηγόρου προς πελάτη του».

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 27 Ιανουαρίου