Ουραγός η Ελλάδα στα φτηνά φάρμακα - Γιατί έχουμε μείνει τόσο πίσω στα γενόσημα (;)
Πίεση από τη νέα φαρμακευτική τεχνολογία
Ο Θεόδωρος Τρύφων επισημαίνει τη ραγδαία αύξηση της πίεσης την οποία ασκεί χρόνο με τον χρόνο στη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας η εισαγωγή ολοένα και πιο νέας τεχνολογίας στη φαρμακευτική περίθαλψη
Για διαχρονική υποχρηματοδότηση των φαρμακευτικών θεραπειών, αλλά και για τη χρονίζουσα υστέρηση της συνταγογράφησης και της χρήσης των αντικειμενικά πολύ πιο φθηνών φαρμακευτικών σκευασμάτων, των γενοσήμων (αντιγράφων) κάνει σήμερα λόγο στην «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρος Τρύφων, ο οποίος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τη ραγδαία αύξηση της πίεσης την οποία ασκεί χρόνο με τον χρόνο στη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας η εισαγωγή ολοένα και πιο νέας τεχνολογίας στη φαρμακευτική περίθαλψη.
Αναφερόμενος στη διαχρονική συζήτηση περί γενοσήμων, ο Θεόδωρος Τρύφων επισημαίνει ότι «το θέμα της χρήσης των παλαιών οικονομικών φαρμάκων που παράγονται κυρίως στη χώρα μας αποτελεί διαχρονικό στόχο της πολιτείας. Δυστυχώς όμως, οι παρεμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας στη φαρμακευτική πολιτική δεν κατάφεραν να βγάλουν την Ελλάδα από τη χαμηλότερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης ως προς τη διείσδυσή τους.
Ταυτόχρονα, τα πολύ χαμηλά μερίδια των φαρμάκων αυτών σημαίνουν την απώλεια σημαντικής προστιθέμενης αξίας από την εγχώρια παραγωγική φαρμακοβιομηχανία, που κατά κύριο λόγο αναπτύσσει και παράγει γενόσημα φάρμακα. Τα πολύ χαμηλά μερίδια των γενοσήμων ασφαλώς δεν σχετίζονται με την τιμή τους. Αυτό έχει αποδειχθεί, καθώς παρά τις τεράστιες μειώσεις τιμών των γενοσήμων την τελευταία δεκαετία, η διείσδυσή τους παρέμεινε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα».
Και ο πρόεδρος της ΠΕΦ καταλήγει: «Ένας βασικός λόγος αφορά την αδυναμία ελέγχου της αδόκιμης υποκατάστασης των οικονομικών θεραπειών από νεότερες ακριβότερες. Παράλληλα, η ίδια η δομή της αγοράς, η διάρθρωση των περιθωρίων κέρδους στα φαρμακεία συντελούν στη διάθεση του εκάστοτε ακριβότερου φαρμάκου. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί η απουσία επαρκών κινήτρων και ενημέρωσης για την αξία της χρήσης γενοσήμων και των οικονομικών θεραπειών γενικότερα».
*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»
Αναφερόμενος στη διαχρονική συζήτηση περί γενοσήμων, ο Θεόδωρος Τρύφων επισημαίνει ότι «το θέμα της χρήσης των παλαιών οικονομικών φαρμάκων που παράγονται κυρίως στη χώρα μας αποτελεί διαχρονικό στόχο της πολιτείας. Δυστυχώς όμως, οι παρεμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας στη φαρμακευτική πολιτική δεν κατάφεραν να βγάλουν την Ελλάδα από τη χαμηλότερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης ως προς τη διείσδυσή τους.
Θεόδωρος Τρύφων για γενόσημα: «Η διείσδυσή τους παρέμεινε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα»
Αυτό στην πράξη σημαίνει ζημία πρωτίστως για τους ασθενείς, που επιβαρύνονται με μεγαλύτερο κόστος αλλά και για το σύστημα φαρμακευτικής φροντίδας, που αφήνει αναξιοποίητη τη δυνατότητα σοβαρών εξοικονομήσεων, που εκτιμάται ότι μπορούν να φθάνουν τα 200.000.000 ευρώ!Ταυτόχρονα, τα πολύ χαμηλά μερίδια των φαρμάκων αυτών σημαίνουν την απώλεια σημαντικής προστιθέμενης αξίας από την εγχώρια παραγωγική φαρμακοβιομηχανία, που κατά κύριο λόγο αναπτύσσει και παράγει γενόσημα φάρμακα. Τα πολύ χαμηλά μερίδια των γενοσήμων ασφαλώς δεν σχετίζονται με την τιμή τους. Αυτό έχει αποδειχθεί, καθώς παρά τις τεράστιες μειώσεις τιμών των γενοσήμων την τελευταία δεκαετία, η διείσδυσή τους παρέμεινε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα».
Και ο πρόεδρος της ΠΕΦ καταλήγει: «Ένας βασικός λόγος αφορά την αδυναμία ελέγχου της αδόκιμης υποκατάστασης των οικονομικών θεραπειών από νεότερες ακριβότερες. Παράλληλα, η ίδια η δομή της αγοράς, η διάρθρωση των περιθωρίων κέρδους στα φαρμακεία συντελούν στη διάθεση του εκάστοτε ακριβότερου φαρμάκου. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί η απουσία επαρκών κινήτρων και ενημέρωσης για την αξία της χρήσης γενοσήμων και των οικονομικών θεραπειών γενικότερα».
«Τα τελευταία χρόνια τα συστήματα υγείας δέχονται τεράστιες χρηματοδοτικές πιέσεις»
Σχετικά με τη διαρκή πίεση από τη νέα φαρμακευτική τεχνολογία, ο κ. Τρύφων επισημαίνει στην «Α»: «Εάν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα, τα τελευταία χρόνια τα συστήματα υγείας δέχονται τεράστιες χρηματοδοτικές πιέσεις, ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού, γεγονός που συνεπάγεται και ανάλογη αύξηση της ζήτησης για φροντίδες υγείας και φαρμακευτική περίθαλψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 80 ετών στην Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε από το 2001 έως το 2020 φθάνοντας το 7,2%. Ένας άλλος βασικός παράγοντας αύξησης της δαπάνης είναι η αύξηση του φορτίου της νοσηρότητας, π.χ. έχουμε 60.000 νέα περιστατικά καρκίνου κάθε χρόνο, με ό,τι σημαίνει αυτό σε όρους φαρμακευτικών θεραπειών. Τέλος, ένας ακόμη βασικός λόγος για την αύξηση της δαπάνης είναι η κυκλοφορία νέων, πολύ ακριβών θεραπειών. Αυτό ασφαλώς είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο».*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»