Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις όσον αφορά το δηµογραφικό στην Ελλάδα. Σύµφωνα µε το Reuters, η χώρα µας κατέγραψε τον χαµηλότερο αριθµό γεννήσεων σε 92 χρόνια. Αυτό ήταν αποτέλεσµα της δεκαετούς κρίσης, που οδήγησε στη λιτότητα και τη µετανάστευση, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι τα ανεπίσηµα στοιχεία για το 2023 δείχνουν νέα πτώση στους σχετικούς δείκτες.

Η Ελλάδα βρίσκεται ανάµεσα στις ευρωπαϊκές χώρες µε τον χαµηλότερο αριθµό γεννήσεων, ενώ ορισµένα χωριά για πολλά χρόνια εµφανίζουν µηδενικό αριθµό γεννήσεων. Η κυβέρνηση, θέλοντας να φρενάρει την αύξηση του φαινοµένου, θα ανακοινώσει νέα µέτρα σχετικά µε την ενίσχυση των γεννήσεων, όπως: α) νέα επιδόµατα για οικογένειες, β) οικονοµικά κίνητρα για υποβοηθούµενη αναπαραγωγή και ενσωµάτωση µεταναστών στην αγορά εργασίας, τουλάχιστον σύµφωνα µε το προσχέδιο των µέτρων.

Πριν από λίγες ηµέρες η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη, µιλώντας σε ηµερίδα που διοργάνωσαν η Ε∆Α, η ΠΕ∆Α και ο ∆ήµος Παιανίας, είπε ότι το δηµογραφικό είναι η απόλυτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση και το Εθνικό Σχέδιο ∆ράσης βρίσκεται στη φάση της διαβούλευσης και αναµένεται να παρουσιαστεί στα τέλη Μαΐου. Αφότου παρουσίασε ορισµένα από τα δεδοµένα που συγκροτούν το πρόβληµα, έτσι όπως αυτό διαµορφώνεται τις τελευταίες δεκαετίες, στη συνέχεια ανέφερε πως στη χώρα µας ήδη από το ’81 καταγράφεται σταθερά µείωση των γεννήσεων και ανατροπή του φυσικού ισοζυγίου. Για να αναπληρωθεί αυτό που έχει χαθεί, όπως είπε, θα έπρεπε να γεννιούνται 2,1 παιδιά, µε το ποσοστό σήµερα να βρίσκεται κοντά στο 1,30.

Μείωση πληθυσμού έως 1,5 εκατ. μέχρι το 2050

Αύξηση της συµµετοχής στο εργατικό δυναµικό προβλέπεται: α) για τους εργαζόµενους ηλικίας 55-64 ετών (από 57,4% το 2022 σε 78,2% το 2070), β) για τους εργαζόµενους ηλικίας 65-74 ετών (από 9,3% το 2022 σε 24,3% το 2070). Ας σηµειωθεί ότι, ενώ το 2022 ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωµένων είναι 39 (για κάθε 100 εργαζοµένους υπάρχουν 39 ηλικιωµένοι άνω των 65 ετών), το 2050 ο δείκτης εξάρτησης θα είναι 74,4 και θα πέσει στο 60 το 2070.

Μέχρι τις αρχές του ’80 η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική. Σύµφωνα µε τα στοιχεία, ο ∆είκτης Γονιµότητας είχε ιδιαίτερα υψηλές τιµές. Μια γυναίκα γεννούσε κατά µέσο όρο από 2,2 έως 2,4 παιδιά στη διάρκεια της ζωής της, παραµένοντας σταθερά πάνω από το όριο αναπαραγωγής. Εάν πάµε ακόµα πιο παλιά, βλέπουµε ότι ήδη από τα µέσα της δεκαετίας του ’50 ο ίδιος δείκτης κατέγραφε 2,31 παιδιά. Από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα παρατηρούµε πλήρη αντιστροφή. Το 1989 είχαµε µόλις 1,40 παιδιά/γυναίκα, ενώ το 1999 είχαµε τη µικρότερη τιµή της µεταπολεµικής περιόδου (1,24 παιδιά/γυναίκα).

Στις αρχές του 21ου αιώνα φάνηκε να υπάρχει µια µικρή ανάκαµψη (1,3 παιδιά/ γυναίκα το 2005), ενώ τη διετία 2008-2010 ξεπέρασε οριακά τα 1,5 παιδιά/γυναίκα. Σε αυτό συνηγόρησε το γεγονός ότι ήρθαν στην Ελλάδα αρκετοί µετανάστες. Το 2016 ο δείκτης έδειξε ότι η τιµή ήταν πολύ χαµηλότερη απ’ ό,τι µία δεκαετία πριν.

* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά τη Μεγάλη Παρασκευή