''Πώς ο Άγιος Παΐσιος πήρε την απόφαση να πάει στο Σινά''
Άρθρο του Αρχιεπίσκοπου Σινά Δαμιανού
''Όταν τον συνάντησα, είχε ένα φωτεινό πρόσωπο, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, σα να είχε πλυθεί μόλις, σα να είχε σκουπίσει μόλις τα δάκρυά του...''
Πήγα στην Κόνιτσα σε µια εποχή που ήµουν διάκος και επιθυµούσα να υπηρετήσω την ιεραποστολή, ενώ ήµουν ανάµεσα στο Σινά και στην Αφρική. Επρεπε να διαλέξω και δυσκολευόµουν. Μια οµάδα φίλων µε είχε προτρέψει να πάµε στην Κόνιτσα, ειδικά στο Στόµιο, για να δούµε έναν γέροντα, ώστε να µε βοηθήσει κιόλας στην απόφασή µου. Εγώ τότε δεν ήξερα για τον Παΐσιο, ούτε τι ήταν ούτε τι επρόκειτο να γίνει ούτε τι πνευµατική κατάσταση είχε. Οµως όλοι µου έλεγαν «µη φύγεις αν δεν δεις τον γέροντα Παΐσιο». Πήγα λοιπόν στην Κόνιτσα και κατευθυνθήκαµε προς το Στόµιο. Ηταν δύσκολη και µεγάλη απόσταση. Οταν φτάσαµε, τον συνάντησα µε το κοµποσκοίνι στο χέρι, έξω από το καλύβι του, σε ένα µετοχάκι που ήταν από πέτρες χτισµένο.
Είχε ένα φωτεινό πρόσωπο που µου έκανε µεγάλη εντύπωση, σα να είχε πλυθεί µόλις, σα να είχε σκουπίσει µόλις τα δάκρυά του... Μας δέχθηκε µε καλοσύνη. ∆εν πρόλαβα να του πω τι ήθελα και γιατί πήγα. Με κοιτάει και µου λέει: «∆ιάκο, καλά είναι και στο Σινά. Να πας». Εγώ παραξενεύτηκα και τον ρώτησα πώς ήξερε ότι είχα τέτοιο θέµα που µε απασχολούσε. «Για στάσου», µου λέει, «δεν ήµουνα ασυρµατιστής; Ολα τα µαθαίνουµε εµείς οι ασυρµατιστές».
Εξυπνη υπεκφυγή για να µην πει οτιδήποτε άλλο. Επειτα συζητήσαµε διάφορα θεολογικά θέµατα. Εγώ ήθελα να µάθω τα πιο πρακτικά, αλλά εκείνος επέµενε ότι το Ορος Σινά έχει µεγάλη θεολογία. Με ενθάρρυνε να µείνω στο Σινά και µου είπε να κάνω υποµονή και ο Θεός θα δείξει αν πρέπει να πάω στην Αφρική.
Μετά καθίσαµε κατάχαµα σε µια κουβέρτα και του λέω: «Γέροντα, δεν έρχεσαι στο Σινά κι εσύ να βοηθήσεις;». Σταµάτησε να µιλά, δεν µου απάντησε, µόνο µε κοιτούσε. Οταν έφευγα, ήρθε και µε βρήκε και µου δίνει έναν φάκελο. Εγώ νόµιζα ότι είχε χρήµατα και τον κοιτούσα παραξενεµένος. «∆εν είναι αυτό που νοµίζεις», µου λέει. «Είναι η ταυτότητά µου να µου κάνεις τα χαρτιά για να έρθω στο Σινά». Μετά έµαθα ότι είχε κάνει πολλή προσευχή για να του δώσει δείγµα ο Θεός για το αν έπρεπε να φύγει από κει.
Πήρε λοιπόν αυτή την απόφαση να έρθει στο Σινά µετά που του ζήτησα να έρθει να βοηθήσει. Ισως ήταν το δείγµα που περίµενε. «Είχα κάνει πολλή προσευχή να φύγω από δω», µας είπε ο γέροντας Παΐσιος. «Πνιγόµουνα από τον κόσµο που ερχόταν στο Στόµιο, δεν έβρισκα ησυχία κι έτσι έκανα υπακοή στον διάκο», τόνισε γελώντας.
*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»
Είχε ένα φωτεινό πρόσωπο που µου έκανε µεγάλη εντύπωση, σα να είχε πλυθεί µόλις, σα να είχε σκουπίσει µόλις τα δάκρυά του... Μας δέχθηκε µε καλοσύνη. ∆εν πρόλαβα να του πω τι ήθελα και γιατί πήγα. Με κοιτάει και µου λέει: «∆ιάκο, καλά είναι και στο Σινά. Να πας». Εγώ παραξενεύτηκα και τον ρώτησα πώς ήξερε ότι είχα τέτοιο θέµα που µε απασχολούσε. «Για στάσου», µου λέει, «δεν ήµουνα ασυρµατιστής; Ολα τα µαθαίνουµε εµείς οι ασυρµατιστές».
Εξυπνη υπεκφυγή για να µην πει οτιδήποτε άλλο. Επειτα συζητήσαµε διάφορα θεολογικά θέµατα. Εγώ ήθελα να µάθω τα πιο πρακτικά, αλλά εκείνος επέµενε ότι το Ορος Σινά έχει µεγάλη θεολογία. Με ενθάρρυνε να µείνω στο Σινά και µου είπε να κάνω υποµονή και ο Θεός θα δείξει αν πρέπει να πάω στην Αφρική.
Μετά καθίσαµε κατάχαµα σε µια κουβέρτα και του λέω: «Γέροντα, δεν έρχεσαι στο Σινά κι εσύ να βοηθήσεις;». Σταµάτησε να µιλά, δεν µου απάντησε, µόνο µε κοιτούσε. Οταν έφευγα, ήρθε και µε βρήκε και µου δίνει έναν φάκελο. Εγώ νόµιζα ότι είχε χρήµατα και τον κοιτούσα παραξενεµένος. «∆εν είναι αυτό που νοµίζεις», µου λέει. «Είναι η ταυτότητά µου να µου κάνεις τα χαρτιά για να έρθω στο Σινά». Μετά έµαθα ότι είχε κάνει πολλή προσευχή για να του δώσει δείγµα ο Θεός για το αν έπρεπε να φύγει από κει.
Πήρε λοιπόν αυτή την απόφαση να έρθει στο Σινά µετά που του ζήτησα να έρθει να βοηθήσει. Ισως ήταν το δείγµα που περίµενε. «Είχα κάνει πολλή προσευχή να φύγω από δω», µας είπε ο γέροντας Παΐσιος. «Πνιγόµουνα από τον κόσµο που ερχόταν στο Στόµιο, δεν έβρισκα ησυχία κι έτσι έκανα υπακοή στον διάκο», τόνισε γελώντας.
*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»