Ενα εξαιρετικά σύνθετο πλέγµα µε ιστορικές λεπτοµέρειες, ισορροπίες και διπλωµατικούς χειρισµούς βρίσκεται πίσω από την ανακίνηση του θέµατος της επαναλειτουργίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Αφορµή στάθηκε το δηµοσίευµα της εφηµερίδας «Karar» υπό τον τίτλο «Εκπληξη στη Θεολογική Σχολή», σύµφωνα µε το οποίο η κυβέρνηση Ερντογάν φέρεται να προετοιµάζει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής.

Παράλληλα, ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας, Γιουσούφ Τεκίν, δήλωσε ότι «θα ήθελα να δω ανοιχτή τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης τόσο από την άποψη ότι θα αντικατοπτρίζει το δηµοκρατικό υπόβαθρο που διαθέτει η Τουρκία όσο και από την άποψη της θέσης µας σχετικά µε την άσκηση της κοσµικότητας».

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία παραµένει κλειστή από το 1971 µε την εφαρµογή απόφασης του τουρκικού κράτους, αφενός µεν αποτελεί πάγιο αίτηµα του Οικουµενικού Πατριαρχείου, αφετέρου αξιολογείται ως µείζον ζήτηµα προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας από διεθνείς παρατηρητές και θεσµούς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.

Οι ετήσιες εκθέσεις και των δύο ασκούν σταθερά κριτική στο τουρκικό κράτος για τη µη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής.

Η συζήτηση για επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης έγινε δεκτή στην Αθήνα σε πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους µε έναν σχετικό σκεπτικισµό, λόγω του περιεχοµένου των δηλώσεων του Τούρκου υπουργού.


Θεολογική Σχολής της Χάλκης: Σκεπτικισµός στην κυβέρνηση για τις "παγίδες"

Εκείνο το οποίο επεσήµανε κυβερνητικό στέλεχος, µιλώντας στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή», είναι ότι στην ουσία δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, καθώς ανάλογες δηλώσεις είχαν γίνει και στο παρελθόν.

theologiki-sxoli-xalkis3
Σύµφωνα µε τον ίδιο, είναι προβληµατικό το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται αν η επαναλειτουργία θα µπορούσε να επιτευχθεί µε το προηγούµενο αυτόνοµο καθεστώς ή µε νέο modus operandi, όπως η έναρξη λειτουργίας της σχολής εντός κρατικού Πανεπιστηµίου, το οποίο θα υπάγεται στη νοµοθεσία του Ανώτατου Συµβουλίου Εκπαίδευσης, όπως έχει ήδη προτείνει η Τουρκία και αρνείται το Οικουµενικό Πατριαρχείο.

Στην ίδια λογική του προβληµατισµού εντάσσεται και η προσέγγιση του ζητήµατος ως ενός διµερούς θέµατος µεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, παρόλο που πρόκειται για την κύρια Θεολογική Σχολή του Οικουµενικού Πατριαρχείου, µε οικουµενικό χαρακτήρα που συνδέεται µε τις θρησκευτικές ελευθερίες.

Τέλος, ένα επιπλέον ζήτηµα το οποίο τίθεται αφορά την αναφορά του Τούρκου υπουργού ότι δεν υπάρχει κάποιο συνταγµατικό κώλυµα και πως ουσιαστικά το θέµα είναι αποκλειστικά στα χέρια του Τούρκου προέδρου και του υπουργείου Εξωτερικών. Η εµπλοκή του υπουργείου Εξωτερικών παραπέµπει, σύµφωνα µε το ίδιος στέλεχος, στην αµοιβαιότητα µιας απόφασης επαναλειτουργίας οπότε και σε διαπραγµάτευση για τα ανταλλάγµατα που θα ζητήσει η Αγκυρα.

Αντιπροσωπευτικό είναι δηµοσίευµα της εφηµερίδας «Cumhuriyet» που προέβαλε την άποψη του Τούρκου καθηγητή Χακί Ουγιάρ, ο οποίος έθετε το ερώτηµα µε ποιο αντάλλαγµα για την «τουρκική µειονότητα στη ∆υτική Θράκη», όπως χαρακτηρίζει τη µουσουλµανική µειονότητα, «θα δοθεί το δικαίωµα αυτό», δηλαδή η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής.

Εκκλησιαστικές πηγές από την άλλη ναι µεν κρατούν µικρό καλάθι για τη συγκεκριµένη αναφορά, τη θεωρούν ωστόσο ένα καλό βήµα. Εκείνο το οποίο επισηµαίνουν είναι ότι τόσο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όσο και στελέχη του κόµµατός του κατά καιρούς έχουν κάνει αντίστοιχες αναφορές. Παραπέµπουν χαρακτηριστικά σε δήλωση του τότε εκπροσώπου του κυβερνώντος Κόµµατος ∆ικαιοσύνης και Ανάπτυξης και πρώην υπουργού Παιδείας, Χουσεΐν Τσελίκ, στην εφηµερίδα «Radikal».

«Οσο ασκούσα καθήκοντα υπουργού Παιδείας (σ.σ. 2003-2009) θα µπορούσα να ανοίξω τη σχολή σε 24 ώρες, αν δεν υπήρχαν οι αντιρρήσεις των κρατικών µηχανισµών και είχα τη δικαιοδοσία», είχε επισηµάνει το 2012, υπογραµµίζοντας παράλληλα ότι «δεν απαιτείται νέος νόµος» και πως «αρκεί µια απόφαση».

Σύνθετο θέµα

Εκείνο το οποίο τονίζεται ωστόσο είναι ότι από την πιθανή επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης όλοι θα µπορούσαν να βγουν κερδισµένοι, εννοώντας την τουρκική κυβέρνηση και το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Αναφορικά µε την κυβέρνηση Ερντογάν, οποιαδήποτε απόφαση υπέρ της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής λειτουργεί υποστηρικτικά για την προσπάθεια προσέγγισης µε κράτη της ∆ύσης, χωρίς όµως να δηµιουργεί απόσταση µε τη Ρωσία, µε την τελευταία να διατηρεί το ενδιαφέρον της για τους Ορθόδοξους που βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη.

Εκείνο όµως που θα αποκτούσε προστιθέµενη αξία είναι το γεγονός ότι και µόνο η ανακίνηση του θέµατος ανεβάζει τις µετοχές απέναντι στις ΗΠΑ, για τις οποίες η θρησκευτική ελευθερία είναι θεµελιώδες θέµα. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που επισηµαίνουν όλες οι πλευρές είναι ότι πρόκειται για ένα σύνθετο θέµα, το οποίο δεν θα κριθεί σε βραχύ χρόνο, δεν προσφέρεται για πανηγυρισµούς και είναι πιθανό να χρησιµοποιηθεί ποικιλοτρόπως από την Αγκυρα ως µοχλός πίεσης για περιοχές µε µουσουλµανικούς πληθυσµούς στην Ελλάδα.