Μια συναλλαγή που έγινε το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής στο Γκάζι στάθηκε ικανή να αποτελέσει τη «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» για το κύκλωμα των επίορκων δημοτικών υπαλλήλων που κάθε χρόνο έβγαζε 700.000 ευρώ εκβιάζοντας καταστηματάρχες της Αθήνας στους οποίους πουλούσε προστασία.

Στη μοιραία -όπως αποδείχθηκε- για το κύκλωμα συναλλαγή συμμετείχαν η 43χρονη που θεωρείται, μαζί με έναν 64χρονο, αρχηγικό μέλος της συμμορίας συντονίζοντας τη δράση όλων των μελών, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλήλων, καθώς και δύο υπάλληλοι της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών.

Οι δύο υπάλληλοι θα πήγαιναν σε κατάστημα υγειονομικού ενδιάφεροντος για να παραλάβουν τα χρήματα που θα έπαιρναν ως αμοιβή για έλεγχο που είχαν διενεργήσει καθ’ υπόδειξιν της 43χρονης.

Έπειτα από τη συναλλαγή αστυνομικοί συνέλαβαν αρχικά τις τρεις γυναίκες και στη συνέχεια τα υπόλοιπα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.

Όπως ανακοίνωσε η ΕΛΑΣ στο κύκλωμα συμμετείχαν:

- 43χρονη και 64χρονος (ιδιώτες), αρχηγικά μέλη της οργάνωσης, συντόνιζαν τη δράση όλων των μελών, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλήλων,

- 41χρονος ιδιώτης, συγγενικό πρόσωπο της 43χρονης, είχε αναλάβει τον ρόλο του εισπράκτορα–ταμία παραλαμβάνοντας τα χρηματικά ποσά από τους καταστηματάρχες, τα οποία αποθήκευε και εν συνεχεία, κατ’ εντολή των αρχηγικών μελών, διαμοίραζε στα υπόλοιπα μέλη. Επίσης, εκτελούσε χρέη οδηγού και συνοδού της 43χρονης,

- 75χρονη, συγγενικό πρόσωπο της 43χρονης και του 41χρονου, είχε παραχωρήσει χώρο στην οικία της για την αποθήκευση των χρημάτων,

- 55χρονος, είχε αναλάβει χρέη οδηγού της 43χρονης, καθώς και ρόλο εισπράκτορα,

- οι υπόλοιποι κατέχοντας θέση στον δημόσιο τομέα, ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ξενοδοχείων και οικοδομικών εργασιών (Δήμοι, Δημοτική Αστυνομία, Υπηρεσίες Δόμησης, Διευθύνσεις Υγειονομικού Ελέγχου, Υπουργείο Πολιτισμού κ.λπ.) και διαδραμάτιζαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητά της χωρίς τη συνδρομή τους.


Οι ταρίφες που είχε το κύκλωμα

Όσον αφορά με το οικονομικό όφελος που αποκόμιζε η εγκληματική οργάνωση και τον μετέπειτα διαμοιρασμό των παράνομων κερδών στα μέλη της, διακριβώθηκε ότι οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος κατέβαλαν στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, χρηματικά ποσά που κυμαίνονταν από 6.000 έως και 16.000 ευρώ ανά έτος, ανάλογα με το είδος τους, εάν είχαν παρελθοντικές παραβάσεις, και εν γένει αναλόγως με τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε για την προστασία τους από τους επερχόμενους ελέγχους των δημοσίων υπηρεσιών.


Επιπλέον, οι ιδιοκτήτες των περιπτέρων κατέβαλαν 1.500 ευρώ ανά έτος, ενώ διακριβώθηκαν και περιπτώσεις όπου ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και λοιπών οικημάτων, είτε ολοκληρωμένων είτε υπό κατασκευή, από 1.000 έως και 35.000 ευρώ ανά περίπτωση παράνομης ενέργειας ή παράλειψης από τους δημοσίους υπαλλήλους–μέλη της οργάνωσης (μη βεβαίωση παραβάσεων, σύνταξη ψευδών βεβαιώσεων, παράνομη αρχειοθέτηση εγγράφων, αθέμιτη επιρροή σε συμβούλια για την έκδοση αδειών).

Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στη συνέχεια διαμοιράζονταν μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης και ειδικότερα οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν ενδεικτικά τα κάτωθι ποσά για την παράνομη δράση τους:

- Υπάλληλος Δημοτικής Αστυνομίας: από 3.000 έως και 6.000 ευρώ ανά κατάστημα, ανά έτος.
- Υπάλληλος Υπηρεσιών Δόμησης: από 1.000 έως και 2.500 ευρώ ανά περίπτωση.
- Υπάλληλοι Διευθύνσεων Υγειονομικού Ελέγχου: από 250 έως και 2.000 ευρώ ανά περίπτωση.
- Υπάλληλοι Υπουργείου Πολιτισμού: από 6.000 έως και 10.000 ευρώ ανά περίπτωση.

Ως προς τον τρόπο δράσης (modus operandi) της οργάνωσης, οι αστυνομικοί έχουν καταλήξει στα εξής:

- τα αρχηγικά μέλη προσέγγιζαν καταστηματάρχες, κυρίως στην περιοχή της Αθήνας, στους οποίους προσέφεραν και παρείχαν προστασία με σκοπό να αποφύγουν βλάβη της επιχείρησης, μέσω της αποτροπής βεβαίωσης διοικητικών παραβάσεων,
κατ’ εντολή των αρχηγικών μελών, οι υπάλληλοι διενεργούσαν στοχευμένους ελέγχους στα εν λόγω καταστήματα, προκειμένου να εξαναγκαστούν να υποκύψουν στις εκβιάσεις,

- οι υπάλληλοι παρείχαν πληροφορίες σχετικά με επικείμενους ελέγχους καταστημάτων, που γνώριζαν μέσω των υπηρεσιών τους, στα αρχηγικά μέλη, οι οποίοι στη συνέχεια ενημέρωναν τους καταστηματάρχες προκειμένου να είναι προετοιμασμένοι,

- οι υπάλληλοι λάμβαναν χρηματικά ποσά προκειμένου να παραβλέπουν διαπιστωθείσες παραβάσεις, καθώς και για να βεβαιώνουν ψευδή γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν μετέβαιναν για τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων και συνέτασσαν ψευδή έγγραφα.

Για την επίτευξη του παράνομου σκοπού τους, τα αρχηγικά μέλη κατηύθυναν τους υπαλλήλους για στοχευμένους ελέγχους σε καταστήματα, καθώς και για τη βεβαίωση συγκεκριμένων παραβάσεων σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο οι καταστηματάρχες εξαναγκάζονταν να απευθυνθούν στην οργάνωση, προκειμένου να προστατευτούν, καταβάλλοντας χρηματικό αντίτιμο.

Σε περίπτωση που οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων δεν δέχονταν την προστασία που τους παρείχε η οργάνωση, δέχονταν απειλές ότι θα υπόκεινται σε ελέγχους δημοτικών Αρχών και θα τους βεβαιώνονται διοικητικά πρόστιμα.

Τα μέλη, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή η δράση τους, λάμβαναν μέτρα προστασίας, με τις συναντήσεις τους (μεταξύ τους ή με τους καταστηματάρχες) και τις δωροληψίες να πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένους χώρους και εν συντομία, ενώ οι επικοινωνίες τους πραγματοποιούνταν και μέσω διαδικτυακών εφαρμογών με αυστηρά μέτρα προστασίας.