Οι οδυνηρές μνήμες από την εθνική τραγωδία του 2018 στο Μάτι άρχισαν εκ νέου να αναβιώνουν, αυτή τη φορά ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων της Αθήνας.

Το δικαστήριο άρχισε την εξέταση των μαρτύρων της κατηγορίας, συγγενών θυμάτων της εθνικής τραγωδίας.

Πρώτος μάρτυρας κατέθεσε ο Πολωνός Κορζενιόφσκι Ζάροσλαφτς που στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έχασε τη σύζυγο και τον μονάκριβο γιο του, που ήταν 9 ετών. Με νωπές ακόμα τις μνήμες από εκείνη την ημέρα πριν από έξι χρόνια που άλλαξε τη ζωή του, ο μάρτυρας περιέγραψε πως είχαν έρθει με τη γυναίκα και τον γιο του διακοπές, όταν βρέθηκαν εγκλωβισμένοι μέσα στην πύρινη λαίλαπα στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν στο Μάτι.

Ο μάρτυρας περιέγραψε το χάος που επικρατούσε εκείνες τις ώρες και συγκινημένος είπε πως αυτό που έζησε ο ίδιος και η οικογένειά του «ήταν κατάσταση πολέμου, ένας τοίχος από φωτιά και καπνό».

Ο άνδρας περιέγραψε κλαίγοντας στην κατάθεσή του πως τελευταία φορά είχε τη γυναίκα του και τον γιο του μέσα σε μία βάρκα και τους αποχαιρέτησε πιστεύοντας πως θα σωθούν. «Είχα την πεποίθηση πως γινόταν διάσωση και θα τους πάει στο λιμάνι της Ραφήνας. Είδα τη γυναίκα μου να μου φωνάζει να μπω στη βάρκα αλλά φοβήθηκα μήπως από το βάρος ανατραπεί… Της είπα θα τα καταφέρω μόνος μου, να φύγετε εσείς», είπε συγκινημένος ο μάρτυρας ανακαλώντας στη μνήμη του πως τη στιγμή που τους είδε για τελευταία φορά δεν υπήρχαν πολλοί καπνοί. «Ήμουν σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά. Ήμουν ευτυχισμένος που εκείνοι ήταν ασφαλείς. Η πεποίθησή μου ήταν ακόμη πιο δυνατή γιατί έπλεαν δίπλα στην ακτή, άρα θεωρούσα πως δεν υπήρχε κίνδυνος», τόνισε καταθέτοντας στο δικαστήριο.

Παράλληλα, ο μάρτυρας περιέγραψε πώς βίωσε εκείνος τα όσα συνέβησαν όταν έμεινε μόνος του χωρίς την οικογένειά του στην παραλία και περιέγραψε ένα σκηνικό φρίκης.

«Έμεινα στην παραλία με άλλους ανθρώπους, ακούγονταν κραυγές, καίγονταν φοίνικες... Έπεφταν δέντρα επάνω μας… Βλέπαμε μεγάλη φωτιά, εκρήξεις, καίγονταν πολλά αυτοκίνητα... Έβλεπα ανθρώπους που καίγονταν, με φωτιά πάνω τους, πολλοί στον δρόμο δεν ξέρω αν ζούσαν ή όχι…», είπε στο δικαστήριο και επισήμανε το γεγονός πως δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει από τον κρατικό μηχανισμό. «Όλη την ώρα προσπαθούσα να βρω ανθρώπους από τις υπηρεσίες να βοηθήσουν, δεν υπήρχε κανείς, ούτε πυροσβέστες ούτε αστυνομία ούτε αεροπλάνα. Μείναμε μόνοι μας», ανέφερε χαρακτηριστικά και κλαίγοντας εκτίμησε πως «σε περίπτωση που οι κρατικές υπηρεσίες λειτουργούσαν όπως έπρεπε δεν θα είχαμε τόσα θύματα και σήμερα θα είχα τη γυναίκα και το παιδί μου», είπε ο μάρτυρας.

Την επόμενη ημέρα ο μάρτυρας περιέγραψε πώς έμαθε τα τραγικά νέα.

«Δεν υπήρχαν ούτε πυροσβέστες ούτε αστυνομία ούτε λιμεναρχείο, ήταν ένα χάος, όλοι προσπαθούσαμε να σωθούμε μόνοι μας. Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών ήρθαν όταν η φωτιά έσβησε», τόνισε και στη συνέχεια φορτισμένος είπε πως «την επόμενη μέρα στη Ραφήνα είδα τις σορούς της συζύγου και του παιδιού μου. Είχαν πνιγεί».

Αυτό που πληροφορήθηκε ο μάρτυρας ήταν πως η βάρκα ανετράπη και πως μαζί με την οικογένειά του πνίγηκε ένας ακόμη άνθρωπος, ενώ σώθηκε μια οικογένεια. Ο μάρτυρας ανέφερε πως πλέον η ζωή του δεν έχει κανένα νόημα . «Βλέπω συνέχεια εφιάλτες, δεν ξέρω για ποιο λόγο ζω εγώ. Η ζωή μου σταμάτησε το βράδυ της φωτιάς. Τώρα ζω με την ελπίδα να έχουμε απονομή δικαιοσύνης. Δεν μπορώ να κοιμηθώ χωρίς χάπια, δεν μπορώ να εργάζομαι όπως πριν, δεν έχω πια σκοπό στη ζωή. Όλη η ζωή μου τελείωσε εκεί όταν έχασα τη σύζυγο και τον γιο μου. Δυστυχώς το ελληνικό κράτος δεν με βοήθησε, κανείς δεν μου είπε συλλυπητήρια, συγγνώμη.

Έρχομαι κάθε χρόνο στο Μάτι γιατί το θεωρώ δεύτερο σπίτι μου. Εδώ είδα τελευταία φορά τη γυναίκα και το παιδάκι μου. Περιμένω το δικαστήριό σας να κρίνει πως αυτό ήταν ένα κακούργημα και όχι μια αμέλεια», είπε κλαίγοντας και απευθυνόμενος στο δικαστήριο τόνισε: «Ελπίζω ότι θα εκδώσετε μια δίκαιη απόφαση γιατί η τραγωδία δεν περιλαμβάνει μόνο τα 104 θύματα, είναι και όλοι οι υπόλοιποι με τα σοβαρά εγκαύματα, αλλά και οι οικογένειες που ζουν με εφιάλτες που δεν πρόκειται να ξεπεράσουν ποτέ…».

Δεύτερη μάρτυρας στη δίκη κατέθεσε η Βασιλική Κούκλα, η οποία ενώ η φωτιά κατέβαινε, προσπαθούσε να προσεγγίσει το σπίτι που έμεναν οι δύο ηλικιωμένοι γονείς της.

Η μάρτυρας περιέγραψε την προσπάθεια να επικοινωνήσει με την Πυροσβεστική χωρίς αποτέλεσμα και τελικά όπως είπε μίλησε με το τοπικό Τμήμα Παλλήνης για να ζητήσει βοήθεια.

Δυστυχώς τα νέα που έμαθε η μάρτυρας το επόμενο πρωί πια ήταν τραγικά. «…Στις εννέα το πρωί ο ξάδελφός μου μού είπε πως μας ψάχνει η Πυροσβεστική γιατί βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένους στην κουζίνα και πως πρέπει να πάω να υπογράψω. Όταν πήγα, οι αστυνομικοί μου σύστησαν να μην μπω μέσα. Όλη μέρα είμαστε εκεί με τους γονείς απανθρακωμένους να περιμένουμε την Πυροσβεστική. Λίγες μέρες μετά την κηδεία τηλεφώνησαν από την Πυροσβεστική και είπαν πως έγινε κάποιο λάθος και μας έδωσαν τη σορό άλλου ανθρώπου για τον πατέρα μου. Θέλανε να γίνει εκταφή μετά συνεννόησης, χωρίς επίσημη ενημέρωση και χωρίς να γίνει επίσημη ταφή. Εννοείται αρνηθήκαμε. Έγινε εκταφή με εισαγγελική εντολή. Και το πριν και το κατά τη διάρκεια και το μετά ήταν χωρίς κανέναν σεβασμό σε κανέναν μας. Δεν λειτούργησε τίποτε».

Το δικαστήριο νωρίτερα απέρριψε ύστερα από πολυήμερη διαδικασία τις ενστάσεις της υπεράσπισης των κατηγορουμένων κατά της έφεσης του εισαγγελέα Εφετών, κρίνοντας πως είναι παραδεκτή, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Έπειτα από αυτήν την εξέλιξη και οι 21 αρχικοί κατηγορούμενοι θα δικαστούν από το Εφετείο.