Οι συγκλονιστικές καταθέσεις των συγγενών θυμάτων της φονικής τραγωδίας στο Μάτι συνεχίζονται στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών.

Σειρά να καταθέσει σήμερα είχε ο Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής, των δίδυμων κοριτσιών που κάηκαν εκείνη την ημέρα στην αγκαλιά των παππούδων τους, στο οικόπεδο Φράγκου, που γράφτηκε η πιο μαύρη στιγμή της τραγωδίας της 23ης Ιουλίου 2018.

Ο μάρτυρας εξήγησε, καταθέτοντας στο δικαστήριο, πως εκείνος και η οικογένειά του δεν έχουν καμία σχέση με το Μάτι. Η οικογένειά του βρέθηκε εκεί όπως είπε καθώς στον δρόμο «για την επιστροφή προς Νέα Μάκρη τους έστειλαν στο Μάτι και κάηκαν».

Ο μάρτυρας περιέγραψε πως από ένα τηλεφώνημα της μητέρας του, στην αδελφή του, ενημερώθηκε πως οι δικοί του άνθρωποι κινδύνευαν. «Πήγα με το μηχανάκι να τους βρω. Σε όλη τη διαδρομή υπήρχε ένα μπλόκο στη διασταύρωση της Ραφήνας. Πυροσβεστικά, αστυνομία, δεν υπήρχε τίποτα. Υπήρχε μονάχα η φωτιά, ο καπνός και η Μαραθώνος πεντακάθαρη», περιέγραψε ο μάρτυρας.

"Έκαναν χειρουργεία για να τους ξεκολλήσουν"

Ο κ. Φιλιππόπουλος εξήγησε στη συνέχεια στην κατάθεσή του πως συνέχισε να αναζητεί τους δικούς του ανθρώπους στο λιμάνι της Ραφήνας και στα νοσοκομεία, ωστόσο δεν κατάφερε να τους εντοπίσει.

«Το επόμενο πρωινό μου είπαν να πάω στου Γουδή να δώσω δείγμα για τεστ DNA. Μίλησα σε όλα τα κανάλια. Τη μεθεπόμενη μέρα πήγα στο οικόπεδο Φράγκου και είδα απέξω το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Η μανούλα μου από κάτω, τα κοριτσάκια μου ανάμεσα και πατέρας μου από πάνω... Έκαναν χειρουργεία για να τους ξεκολλήσουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ξανακάναμε δεύτερη κηδεία γιατί βρέθηκαν τα πόδια της μητέρας μου. Μου έδωσαν τους γονείς μου για ταφή, αλλά δεν μου έδιναν τα παιδιά γιατί δεν μπόρεσαν να τα ξεχωρίσουμε και το κάναμε με βάση τα εκμαγεία από τα μασελάκια που είχε κρατήσει η γυναίκα μου», είπε ο μάρτυρας, περιγράφοντας το χάος και την ανοργανωσιά που επικρατούσε τις επόμενες ημέρες μετά την εθνική τραγωδία.

Ο μάρτυρας είπε στην κατάθεσή του πως οι δικοί του άνθρωποι θα ζούσαν εάν δεν τους είχαν κατευθύνει στο Μάτι, τονίζοντας «αν είχαν κινηθεί τα αυτοκίνητα πίσω από τη Μαραθώνος θα ήταν ζωντανοί. Εγώ δεν ξέρω από επιχείρηση και μορφολογία εδάφους, χασάπης είμαι. Τόσο στενοί δρόμοι και να στέλνεις εκεί τους ανθρώπους. Δεν έκαναν καθόλου τη δουλειά τους. Τα παιδιά που γέννησα τα είδα χωρίς μάτια».

Όπως τόνισε ο κ. Φιλιππόπουλος, μέχρι σήμερα ζει με το βάρος του χαμού των δικών του ανθρώπων. «Μου είπαν ότι τα κορίτσια πέθαναν νωρίτερα γιατί είχαν πιο μικρά πνευμόνια. Και οι γονείς μου πέθαναν μετά. Αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί, τους κύκλωσε η φωτιά και αυτό ήταν. Και εγώ πρέπει όλο αυτό να το ανεχτώ, να ζήσω με αυτό που δεν ζεις και να ακούω ότι έχω δείξει τεράστιο σεβασμό σε οποιονδήποτε ακόμα κι αν δεν αξίζει. Όταν όλος ο κόσμος φεύγει για διακοπές, εγώ πάω στο νεκροταφείο. Μου στέρησαν τις αγκαλιές των παιδιών μου. Ζήτησα να σφραγίσουν τα φέρετρά τους και τελευταία μου επιθυμία δεν άφησα κανέναν, κατέβασα εγώ στον τάφο τα φέρετρα των παιδιών μου», τόνισε ο μάρτυρας.

"Είμαι η μοναδική μητέρα που είδα το παιδί μου να χάνεται και να πρέπει να το αφήσω πεθαμένο μες στη θάλασσα"

Τις τεράστιες ευθύνες του κρατικού μηχανισμού για την εθνική τραγωδία του 2018 επισήμανε στην κατάθεσή της και η Αθήνα Μουτάφη, η οποία έχασε τον γιο της στη θάλασσα όπου κολυμπούσαν. Η μάρτυρας περιέγραψε πώς αναγκάστηκε να αφήσει το παιδί της πεθαμένο στη θάλασσα. «Ο Βίκτωρας καταλάβαινε ότι δεν ήθελε να μας επιβαρύνει. Πήγαινα δίπλα του και μου έλεγε "μαμά, φύγε"... Μετά από δύο-τρία κύματα μεγάλα είδα το παιδί μπρούμυτα να επιπλέει. Το γύρισα ανάσκελα, το παιδί είχε φύγει από τη ζωή, το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Η Βάσια ήθελε να τον πάρουμε μαζί, εγώ δεν ήξερα να…

Ο χειρότερος εφιάλτης κάθε γονέα να δει το παιδί του πεθαμένο αναγκάστηκα να το αφήσω στη θάλασσα πεθαμένο.

Είμαι η μοναδική μητέρα που είδα το παιδί μου να χάνεται και βασανιστικά και να πρέπει να το αφήσω πεθαμένο μες στη θάλασσα, δεν είχα άλλη επιλογή. Επέλεγα να πάω στο άλλο παιδί που ήταν ζωντανό. Ήταν σε πανικό. Τα κύματα ήταν πολύ μεγάλα. Παρακάλαγα τη Βάσια να μην εγκαταλείψει κι εκείνη εμένα. Έβγαλα τον στηθόδεσμο, έδεσα τα χέρια μας για να μην τη χάσω», περιέγραψε συναισθηματικά φορτισμένη η μάρτυρας.

Όπως εξήγησε καταθέτοντας η απουσία της κρατικής μηχανής εκείνες τις κρίσιμες ώρες ήταν παντελής. «Δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε εναέριο ούτε βαρκάκι. Ήμασταν στον Ωκεανό μόνοι μας. Ακούσαμε φωνές από άλλους ανθρώπους. Φωνάζαμε εδώ, εδώ... συναντηθήκαμε μαζί τους, πορευτήκαμε μαζί, στην τύχη μας καθοδηγούσαν...», είπε συγκλονισμένη μέχρι και σήμερα η μάρτυρας και πρόσθεσε πως «ερχόντουσαν πτώματα από γυναίκες πάνω μας για να μην τρομάξουμε. Τι να του πω, το είχα αφήσει πίσω... Κάποια στιγμή βλέπαμε στον ουρανό αεροπλάνα. Νομίζαμε ότι ήταν ελικόπτερα... Φωνάζαμε εδώ, εδώ... Κατάλαβα ότι δεν ήταν για εμάς, αλλά αεροπλάνα της γραμμής».

Η μάρτυρας με την κόρη της περισυνελέγησαν από ένα ψαροκάικο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μάλιστα μέχρι τη Ραφήνα χάθηκε ένας ακόμα άνθρωπος ενώ στη συνέχεια, αφού έφτασαν στο λιμάνι της Ραφήνας, όπως περιέγραψε η κυρία Μουτάφη αφέθηκαν στην τύχη τους.

«Μας έβγαλαν στο λιμάνι της Ραφήνας γυμνές ξυπόλυτες. Μας πήραν τα ονόματά μας. Και μας εγκατέλειψαν. Ούτε αν θέλουμε κάτι, να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας, τίποτα. Οκτώ ημέρες μετά βρέθηκε μετά ο Βίκτωρας. Το παιδί μου το έθαψα 4 Αυγούστου σφραγισμένο γιατί ήταν σε αποσύνθεση», είπε η μάρτυρας στην κατάθεσή της.

Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της μάρτυρος προκλήθηκε ένταση όταν κατηγορούμενος ζήτησε τον λόγο επιχειρώντας να εξηγήσει πως υπήρχε πρόβλημα με την ορατότητα από τους καπνούς και γι' αυτό δεν πέταξε ελικόπτερο ενόσω δεκάδες άνθρωποι βρίσκονταν στη θάλασσα. Η αναφορά του κατηγορούμενου προκάλεσε την έκρηξη της κόρης της μάρτυρος, η οποία δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από την απώλεια του αδελφού της που τον είδε πλάι της να επιπλέει στη θάλασσα.

«Ο κρατικός μηχανισμός το μόνο που έκανε καλά ήταν να μην κάνει τίποτα. Και δεν είμαι καθόλου υπερβολική επειδή έχασα το παιδί μου. Είναι όπως σας τα λέω. Αν τα έκαναν σωστά, ούτε ο Φωστιέρης θα έτρωγε δύο χρόνια για παραποίηση στοιχείων ούτε ο Ματθαιόπουλος για εκβιασμό σε βάρος του Λιότσιου… Να μας λυτρώσετε από τον πόνο. Μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε αυτό… δεν υπήρχε κανένας. Μπορούσε να μας ψάξει το ελικόπτερο και πριν φύγει το παιδί μου μπορούσε. Και το παιδί μου θα το ενθάρρυνε κάτι τέτοιο. Εγώ ήθελα να πεθάνω εκείνη την ώρα. Δεν πίστευα ότι είχα αφήσει το παιδί μου στη θάλασσα πεθαμένο. Κανείς δεν υπήρχε».

Η δίκη συνεχίζεται στις 26 Αυγούστου.