Χρειάστηκε το παιδί να φτάσει σε ηλικία εννέα ετών προκειμένου να δοθεί οριστικό τέλος από τον Άρειο Πάγο σχετικά με το όνομα που θα φέρει. Αιτία οι πολύχρονες δικαστικές διαδικασίες που είχαν προηγηθεί, καθώς υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ των δύο γονέων για την ονοματοδοσία του ανήλικου τέκνου τους μετά και τον χωρισμό τους.

Η διαφωνία προέκυψε καθώς η μητέρα ήθελε να δώσει στο κοριτσάκι το όνομα της μητέρας της και από την άλλη πλευρά ο πατέρας ήθελε να δώσει το όνομα της μητέρας του, «για το οποίο η εν διαστάσει σύζυγός του ήταν αρχικά σύμφωνη, όσο ήταν ακόμη μαζί». Ωστόσο, η μητέρα, όταν το κοριτσάκι έγινε τριών ετών, το βάπτισε κι έδωσε το όνομα της μητέρας της.

Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2014, αλλά η συμβίωσή του δεν ήταν αρμονική από την πρώτη στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, έντεκα μήνες μετά, τον Αύγουστο του 2015, απέκτησε ένα κοριτσάκι. Κι ενάμιση μήνα μετά τη γέννηση του παιδιού του, τον Σεπτέμβριο του 2015, η σύζυγος πήρε το μωρό κι έφυγε, εγκαταλείποντας τη συζυγική κατοικία.

Όπως σημειώνεται, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Πλέον των καβγάδων και των έντονων διενέξεων που υπήρχαν, υπήρξε κι ένα διάστημα αλληλομηνύσεων, με συχνές επισκέψεις στο οικείο αστυνομικό τμήμα.


Η διαφωνία για την ονοματοδοσία

Αργότερα, με δικαστική απόφαση ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του παιδιού στη μητέρα του, με τη συναίνεση και του πατέρα. Ακολούθησε έντονη διαφωνία μεταξύ τους για την ονοματοδοσία του παιδιού.

Στις πρώτες δικαστικές κρίσεις σχετικά με τη διαφωνία της ονοματοδοσίας επισημάνθηκε ότι η μονόπλευρη απόφαση της μητέρας να δώσει το όνομα που εκείνη επιθυμούσε «δεν απαγορεύει τη μεταβολή του», καθώς «η ονομασία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος». Δηλαδή, η ονοματοδοσία μόνο με το μυστήριο της βάπτισης δεν απαγορεύει στα δικαστήρια να αλλάξουν το όνομα που δόθηκε, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο.

Σύμφωνα, όμως, τόσο με το Εφετείο όσο και τον Άρειο Πάγο, που επικύρωσε την εφετειακή απόφαση, «αποδείχτηκε ότι το τέκνο αποκαλείται με το δοθέν σε αυτό όνομα "Ε..." σχεδόν εξαρχής από τη μητέρα του και το συγγενικό και το κοινωνικό περιβάλλον της και στη συνέχεια και στον παιδικό σταθμό, όπου παρακολουθεί από το έτος 2017, με συνέπεια να το έχει ήδη συνηθίσει ως μέρος της ταυτότητάς του».

Αντίθετα, από την πλευρά του πατέρα αποκαλούσαν το κοριτσάκι με το όνομα της γιαγιάς «Α...» μόνο ο ίδιος και «οι συγγενείς του στα πλαίσια της αραιής προσωπικής επικοινωνίας που έχουν μαζί του». Αντίθετο εμφανίστηκε το ανώτατο δικαστήριο και στη λύση που πρότεινε ο πατέρας για διπλή ονοματοδοσία «Ε...-Α...», δηλαδή, να δοθούν στο παιδί και τα δύο ονόματα των γιαγιάδων του.

«Δεν κρίνεται ενδεδειγμένη, ενόψει του κινδύνου που εγκυμονεί για την ομαλή διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ανηλίκου, καθ' όσον θεωρείται βέβαιο ότι καθένας εκ των διαδίκων (ενόψει μάλιστα και των ιδιαίτερα κακών μεταξύ τους σχέσεων) θα επιμένει να αποκαλεί το τέκνο με το όνομα της δικής του προτιμήσεως», έκρινε.

Επιπρόσθετα, αναφέρεται στην απόφαση του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου: «Η επιλογή ενός τρίτου ονόματος και όχι ενός εκ των “Ε...” ή “Α...” προς διασφάλιση της οποιασδήποτε ασυμφωνίας κι έριδας μεταξύ του μητρικού και πατρικού περιβάλλοντος, όπως ο πατέρας προτείνει, δεν κρίνεται ότι είναι προς το συμφέρον του τέκνου, αφού θα είναι δύσκολο γι’ αυτό, να αποκοπεί πλήρως από το όνομα “Ε...”, που το έχει συνηθίσει και ταυτίσει με την έως τώρα διαμορφωθείσα προσωπικότητά του».