Στρατιωτικές Σχολές: Υποστελέχωση των Ενόπλων Δυνάμεων στο μέλλον - Ποιες λύσεις εξετάζονται
Πάνω από 400 θέσεις κενές
Έντονος είναι ο προβληματισμός στα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Παιδείας για τα νέα κενά φέτος στις στρατιωτικές σχολές
Η επόμενη ημέρα από την ανακοίνωση βάσεων στις στρατιωτικές σχολές, που είχε ως συνέπεια να παραμένουν συνολικά 460 κενές θέσεις, λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, αλλά και της μείωσης του ενδιαφέροντος των υποψηφίων για οικονομικούς και άλλους λόγους, βρίσκει τα υπουργεία Άμυνας και Παιδείας σε προβληματισμό.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Σχολής Ευελπίδων - Όπλα, με βάση τα 12.230 μόρια, όπου καλύφθηκαν μόλις 77 από τις 307 θέσεις και οι υπόλοιπες 230 (ποσοστό 75%) θα παραμείνουν κενές, καθώς δεν υπάρχουν επιλαχόντες. Σημειώνεται ότι την τριετία 2021-2023 είχαν μείνει συνολικά 312 κενές θέσεις στη Σχολή Ευελπίδων – Όπλα.
Στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Στρατού - Όπλα καταγράφονται 148 κενές θέσεις, ενώ και στη ΣΜΥΑ - Τεχνολογικής Υποστήριξης, οι κενές θέσεις είναι 60. Κενές έμειναν ακόμα 14 θέσεις στην Σχολή Ικάρων - Ιπτάμενοι και άλλες 8 στη Σχολή Αξιωματικών Νοσηλευτικής. Αντιθέτως, πλήρης ήταν η κάλυψη των θέσεων στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, όπου οι ΕΒΕ ήταν χαμηλότερες.
Ποιες λύσεις εξετάζονται
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες των «Παραπολιτικών», εξετάζονται λύσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, μεταξύ των οποίων η μείωση της ΕΒΕ από του χρόνου, εκστρατεία ενημέρωσης για την τόνωση του ενδιαφέροντος των υποψηφίων, ενώ υπάρχει και η «δεξαμενή» των υποψηφίων των ΕΠΑ.Λ., από την οποία θα μπορούσαν να καλυφθούν περισσότερες θέσεις, καθώς αυτοί οι υποψήφιοι «έπιασαν» την ΕΒΕ, αλλά δεν υπήρχαν διαθέσιμες για αυτούς θέσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη ΣΜΥΝ από τις 190 θέσεις που διατέθηκαν εφέτος μόνο οι 15 δόθηκαν στα ΕΠΑ.Λ. Υπενθυμίζεται ότι εφέτος οι βάσεις στις Στρατιωτικές Σχολές για τους υποψηφίους των ΕΠΑ.Λ. ήταν: ΣΜΥΑ (Διοικητικής και Εφοδιαστικής Υποστήριξης) 19.560, ΣΜΥΑ (Επιχειρησιακής Υποστήριξης) 18.940, ΣΜΥΑ (Τεχνολογικής Υποστήριξης) 18.770, ΣΜΥ (Σώματα) 18.300, ΣΜΥ (Όπλα) 17.560, ΣΜΥΝ 16.840.
Όπως λέει στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, «υπάρχει έντονος προβληματισμός για το τι θα συμβεί στις στρατιωτικές σχολές, καθώς αυτό μεταφράζεται στο μέλλον με υποστελέχωση των Ενόπλων Δυνάμεων». Όπως τονίζεται, βασική παράμετρος για τις κενές θέσεις είναι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής. «Η Σχολή Ευελπίδων δεν μείωσε αρκετά την ΕΒΕ, καθώς στόχευε προφανώς σε πιο υψηλόβαθμους σπουδαστές. Ταυτόχρονα, όπως μας ειπώθηκε χαρακτηριστικά, «στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, όπου χαμήλωσαν την ΕΒΕ, δεν είχαν κενές θέσεις». Ένας άλλος λόγος που επικαλούνται αρμόδιοι είναι ότι «δεν εξυπηρετεί τους υποψηφίους να πραγματοποιούνται τόσο νωρίς οι αθλητικές εξετάσεις, την άνοιξη, πριν δηλαδή οι υποψήφιοι αποσαφηνίσουν προς τα πού θα πάνε ανάλογα με το πώς έχουν γράψει».
Μειωμένο ενδιαφέρον
Ο μεγάλος αριθμός κενών θέσεων, παρά την αύξηση κατά 404 θέσεις που δόθηκε εφέτος στις στρατιωτικές σχολές, αποδίδεται τόσο στις χαμηλές επιδόσεις των υποψηφίων όσο και στο μειωμένο ενδιαφέρον. Πτωτική πορεία ακολούθησαν και οι Αστυνομικές Σχολές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, που κατέγραψε μείωση κατά 570 μόρια, με τη βάση να διαμορφώνεται στα 17.500, ενώ τη μεγαλύτερη πτώση σημείωσαν η Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Αεροπορίας, με βάση εισαγωγής τα 13.155 μόρια και μείωση κατά 3.160 μόρια και η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σώματα), με βάση εισαγωγής 12.415 μόρια και πτώση κατά 3.140 μόρια.
Πέραν, ωστόσο των εκπαιδευτικών παραμέτρων του θέματος, που αφορά την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και τον αριθμό των θέσεων, στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας προβληματίζονται επίσης για τον οικονομικό παράγοντα που επηρεάζει τις επιλογές, αλλά και τις ζωές των υποψηφίων στρατιωτικών, δηλαδή των μελλοντικών στελεχών των Ενόπλων μας Δυνάμεων, και ο οποίος συνίσταται στους χαμηλούς μισθούς, το υψηλό κόστος στέγασης και τη συχνότητα των μεταθέσεων για τους στρατιωτικούς. Βεβαίως, όπως λένε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ο οικονομικός παράγοντας είναι από τους σημαντικούς, με δεδομένη και την αύξηση του κόστους ζωής, αλλά δεν είναι ο μόνος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»