Η έλλειψη ενημέρωσης για τον επικείμενο κίνδυνο οδήγησε στην εθνική τραγωδία της 23ης Ιουλίου 2018 με τα 104 θύματα στο Μάτι. Αυτό κατέθεσαν δέκα συγγενείς θυμάτων και κάτοικοι του Ματιού στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών.

Η μάρτυρας, Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου, το σπίτι της οποίας καταστράφηκε από την πυρκαγιά και βρέθηκε να παλεύει επί ώρες στη θάλασσα για τη ζωή της, περιέγραψε στο δικαστήριο τις δραματικές ώρες που έζησε.

Η μάρτυρας η οποία όπως κατέθεσε κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά από τον «πορτοκαλοκόκκινο» ουρανό, περιέγραψε πως όταν πλέον κόπηκε το ρεύμα στο σπίτι της, βγήκε έξω και της ερχόταν οι καύτρες στο πρόσωπο.

Όπως είπε αφού ειδοποίησε την οικογένεια που έμενε απέναντι της, επιχείρησε να φύγει με το αυτοκίνητο της ωστόσο δεν κατέστη δυνατό.

Μάτι: «Η κατάσταση ήταν τραγική, έσκαγαν φιάλες υγραερίου, έπεσε μαύρο σκοτάδι»

«Έτρεξα προς την παραλία. Είναι στενή παραλία, γύρω στα 100 μέτρα. Εκεί χωράει 50-100 άτομα, ήταν 700-800, φωνάζω την παρέα μου, δεν τους άκουγα, ήταν θολή ατμόσφαιρα. Με φωνάζουν κάτι φίλοι που ήταν μέσα στη θάλασσα και μπήκα μέσα στη θάλασσα…Η κατάσταση ήταν τραγική, έσκαγαν φιάλες υγραερίου, καιγόντουσαν τέντες, μου φωνάζει ένα κοριτσάκι, εάν είδα τη μαμά της, μου λέει "που είναι η ταβέρνα", γυρνάω να δω την ταβέρνα και βλέπω πως δεν υπήρχε, έπεσε μαύρο σκοτάδι, γυρνάω να της το πω και δεν υπήρχε ούτε εκείνη ούτε η παρέα» περιέγραψε η μάρτυρας και πρόσθεσε «με πήραν αμέσως τα κύματα, έφταναν 10-12 μποφόρ ο αέρας, από τις 6 και 6 και τέταρτο βρέθηκα να κολυμπάω, για εξίμιση ώρες.»

Η μόνη της σκέψη όπως τόνισε η μάρτυρας εκείνες τις κρίσιμες ώρες ήταν μία ηλικιωμένη γυναίκα που είχαν αφήσει πίσω, η οποία ευτυχώς σώθηκε.

Η μάρτυρας διασώθηκε τελικά μετά τις δραματικές ώρες που πέρασε στα κρύα νερά, από ένα ψαροκάικο.

«Δεν ήρθε κανείς να μας ειδοποιήσει και να μας σώσει. Αν είχε έρθει ένα πυροσβεστικό, ένα εναέριο μέσο, θα μπορούσε να βοηθήσει. Είναι κρίμα που εδώ είναι  μόνο οι πυροσβέστες, ενώ θα έπρεπε να είναι το λιμενικό, η αστυνομία, το ΕΚΑΒ. Δεν είναι νεκροί μόνο 104, εγώ γνωρίζω τέσσερις που έφυγαν από τη ζωή λόγω της κατάστασης» τόνισε η μάρτυρας στην κατάθεση της.

«Από τις περίπου έξι περίπου βρέθηκα στη θάλασσα να κολυμπάω 6,5 με 7 ώρες. Μας χτυπούσαν κάτι ξύλα τα οποία μετά από καιρό έμαθα ότι ήταν πτώματα. Ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και την πήρα πάνω μου για να αντέξει. Φωνάζαμε, ουρλιάζαμε και τίποτα. Αργά πια τη νύχτα ένα ψαροκάικο μας έριξε ένα σκοινί να ανέβουμε, μια κυρία έπαθε ανακοπή. Όταν ανέβηκα κόπηκε η φωνή μου δεν μπορούσα να μιλήσω, πράγμα που σιγά σιγά επανέρχεται τώρα μετά από έξι χρόνια» περιέγραψε η μάρτυρας.

«Δεν ήρθε κανείς να μας ειδοποιήσει και να μας σώσει. Αν είχε έρθει ένα πυροσβεστικό, ένα εναέριο μέσο, θα μπορούσε να βοηθήσει. Είναι κρίμα που εδώ είναι  μόνο οι πυροσβέστες, ενώ θα έπρεπε να είναι το λιμενικό, η αστυνομία, το ΕΚΑΒ. Δεν είναι νεκροί μόνο 104, εγώ γνωρίζω τέσσερις που έφυγαν από τη ζωή λόγω της κατάστασης» τόνισε η μάρτυρας στην κατάθεση της.

Μάλιστα η κυρία Χατζηλαζαρίδου επεσήμανε πως οι κάτοικοι του Ματιού αφενός ήταν εξοικειωμένοι με τη φωτιά και αφετέρου είχαν εμπιστοσύνη στο πυροσβεστικό σώμα. «Σε αυτήν την περίπτωση δεν έγινε απολύτως τίποτα, εμείς είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη στην πυροσβεστική. Πετούσαν τα εναέρια, ακούγαμε τις σειρήνες» τόνισε η μάρτυρας.

Ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος, ο οποίος έχασε τη μητέρα του, περιέγραψε πως την βρήκε μόνο από το δακτυλίδι το ξημέρωμα.

«Ήταν 86, έχαιρε άκρα υγείας. Έφυγε από το σπίτι διότι την ειδοποίησε η γειτόνισσα της. Έξι και πέντε μητέρα έτρωγε ανέμελα καρπούζι στο μπαλκόνι της. Όταν την βρήκα το ρολόι της έγραφε έξι και 24, το βρήκα έξι μέτρα από γκρεμό θάλασσας» τόνισε ο μάρτυρας.

Όπως περιέγραψε ο μάρτυρας τη μητέρα του, την ειδοποίησε μία γειτόνισσα.

Καμία ειδοποίηση, καμία καμπάνα, καμία σειρήνα, κανένα 112

«Ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Έφυγαν και οι δύο πανικόβλητες και προσπαθούσαν να διαφύγουν. Δεν πήραν ειδοποίηση, δεν υπήρξαν καμπάνες, σειρήνες, 112…Όλα τα αυτοκίνητα της γης μαζεύτηκαν εκεί. Ποιος τους είπε να πάνε εκεί; Οι άνθρωποι ήταν αδύνατο να ξεφύγουν κάηκαν σαν τα ποντίκια στη φάκα» είπε καταθέτοντας στο δικαστήριο, προσθέτοντας «Για όλους εμάς έχει γίνει ένα έγκλημα εγκλωβισμού, εγκλωβίστηκαν οι άνθρωποι και δεν μπορούσαν να φύγουν. Της μάνας μου της έμελλε να πάει έτσι, ήταν χαρούμενη γιατί θα παντρευόταν η κόρη μου σε ένα μήνα.»

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και σε όσα του είπε ο ιατροδικαστής για το θάνατο της μητέρας του. «η μάνα μου πήγε προς το ελεύθερο δρομάκι προς την παραλία, έκανε φισούνα με το αέρα η πυρκαγιά, ο ιατροδικαστής μου είπε πως όταν έπεσε ήταν ήδη νεκρή από τις αναθυμιάσεις και στη συνέχεια κατακάηκε» ενώ απαντώντας σε ερωτήσεις της εισαγγελέως εξήγησε πως στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές πως υπήρξε αιφνιδιασμός.

Ο Γρηγόρης Πολίτης, ο οποίος έχασε τη μητέρα του, στη φονική πυρκαγιά, εξέφρασε την άποψη πως τα πυροσβεστικά θα μπορούσαν να πλησιάσουν και να βοηθήσουν. Εκείνος όταν κατάλαβε πως κινδυνεύουν οι γονείς του πήγε να τους βρει. «Υπήρχε δυνατός αέρας αλλά όχι κάτι εξωφρενικό. Δεν έβλεπα ούτε αεροπλάνα να πετάνε. Δεν συνάντησα κανένα πυροσβεστικό στη διαδρομή. Ο πατέρας μου κατάφερε και βγήκε από το σπίτι. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μέχρι τη θάλασσα, δεν συνάντησε κανένα. Μπήκε μέσα στη θάλασσα περίπου δύο ώρες και μετά από δύο ώρες κάποιος ιδιώτης τον προσέγγισε και τον βοήθησε. Τότε τον παρέλαβε πυροσβεστικό με εγκαύματα τον μετέφερε στο Σισμανόγλειο

Μου κάνει εντύπωση πως πατέρας μου κατάφερε να περπατήσει μέσα στη φωτιά και εξοπλισμένοι άνθρωποι δεν τα κατάφεραν. Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να φύγει» περιέγραψε ο μάρτυρας.

Τα όσα στη συνέχεια έζησε ο μάρτυρας είναι εξοργιστικά. Όταν έφτασε στο σπίτι των γονιών του, έψαξε με την αδελφή του για τη μητέρα του και δεν την βρήκε. «Ο πρώτος όροφος ακόμα καιγόταν. Ζητήσαμε βοήθεια του πυροσβεστικού. Μας είπαν πως δεν είναι δουλειά τους να κάνουν διάσωση και μας είπαν πως πρέπει να καλέσουμε ΕΚΑΒ. Πήραμε το ΕΚΑΒ, μας είπαν πως αφού υπάρχει φωτιά δεν μπορούν να επέμβουν και έπρεπε να σβήσει φωτιά. Ήρθε και ψάχνοντας λίγο καλυτέρα όλους χώρους, την βρήκαμε σε ένα σπιτάκι δίπλα από σπίτι στην αυλή. Είχαν μείνει μόνο κόκκαλα, ήταν τελείως απανθρακωμένη» είπε καταθέτοντας ο μάρτυρας ενώ στη συνέχεια έζησε μία ακόμα μεγαλύτερη ταλαιπωρία για το που θα έπρεπε να παραδώσει τη σορό της μητέρας του. «Μετά από πολλά τηλέφωνα, την παραλάβανε στο Σισμανόγλειο, μετά από τέσσερις-πέντε ώρες που γυρίζαμε γύρω-γύρω με τη νεκροφόρα» περιέγραψε, επίσης, ο μάρτυρας.

«Είναι τόσο επίπονο όλο αυτό διότι κάθε φορά που καταθέτουμε το ζούμε ξανά» είπε κλαίγοντας η μάρτυρα, Αναστασία-Χριστιάννα Φράγκου ιδιοκτήτρια του οικοπέδου όπου απανθρακώθηκαν 26 άνθρωποι.

Η μάρτυρας περιέγραψε τις δραματικές ώρες που έζησε με την οικογένεια της και πως όταν ενημερώθηκαν την τηλεόραση για τη φωτιά στη Πεντέλη, επιχείρησαν να φύγουν αλλά δεν πρόλαβαν.

«Έγινε έκρηξη. Μπήκαμε πάλι μέσα. Και αρχίσαμε να παίρνουμε τα πράγματα μας, τα ζώα. Στο μεταξύ, βλέπουμε κοσμάκη να εισέρχεται στο δρομάκι, φωνάζοντας «βοήθεια», το μόνο ανθρώπινο πράγμα που έπρεπε να κάνουμε ήταν να ανοίξουμε πόρτες μας να σωθούμε όλοι κάτω από γκρεμό. Υπάρχεις γκρεμός, τον οποίο κατεβήκαμε πολύ γρήγορα, μπορεί και 17 μέτρα. Λέει ο σύζυγος μου «τρεχάτε στο γκρεμό», ήταν και το αυτοκίνητο της Χρύσας Σπηλιώτη , στέκονταν στην πόρτα του αυτοκινήτου με το σκυλάκι της και της λέω «χρυσά τρέχα στο γκρεμό». Δεν ήξερα πως είχε έρθει για μπάνιο με τον Άνδρα της τον Δημήτρη και τον περίμενε η κακομοίρα. Καμιά 40 άνθρωποι σώθηκαν από γκρεμό. Ο γιος μου έπεσε στη θάλασσα και πάλευε επί δύο ώρες. Από καπνίλα δεν έβλεπε τίποτα. Πως σώθηκε; Για καλή του τύχη άνοιξε ουρανός και είδε ένα αεροπλάνο» περιέγραψε η μάρτυρας συναισθηματικά φορτισμένη.

Πρόεδρος: Πως πέφτατε στο γκρεμό; Δεν υπήρχε φόβος να σκοτωθείτε; Είχε άμμο;

Μάρτυρας: Όχι άμμο. Παππούς μου είχε λαξεύσει τον βράχο και είχε κάνει υποτυπώδη σκαλάκια και για αυτό άνθρωποι γκρεμοτσακίστηκαν.

Η μάρτυρας περιέγραψε, επίσης, ο τελευταίος άνθρωπος που διασώθηκε από το οικόπεδο της, της είπε πως πέρασε θερμικό κύμα φωτιάς το οποίο το σάρωσε. «Όταν κατεβήκαμε εμείς είχε αρχίσει ήδη φωτιά. Από ό, τι πληροφορήθηκα και εγώ από εξιστόρηση κυρίου Σαμ έκανε επιλογή να διαρρήξει σπίτι και να περπατήσει μέχρι κρεβατοκάμαρα και αποφάσισε να πηδήξει από παράθυρο και μας είπε όταν πήδηξε δεν υπήρχε κανείς όρθιος, είχε περάσει κύμα φωτιάς θερμικό το οποίο σάρωσε. Φανταστείτε έφτασε καπνός στην Πάρο» τόνισε η μάρτυρας.

Ο μάρτυρας Φίλιππος Σκυλοδήμος είπε στην κατάθεση του ότι τον ενημέρωσε η συνοδός του πατέρα του πως καίγονται. «Πήγα με το αυτοκίνητο, φτάνοντας συνάντησα απόλυτο χάος. Γύρω στις 7, συνάντησα Καμμένους ανθρώπους όχι όμως πυροσβεστικά από τον Μαραθώνα μέχρι το Μάτι. Είπα στη σύνοδο, σε παρακαλώ  «άσε τον πατέρα μου, μην καείς και εσύ έχεις οικογένεια» τόνισε ο μάρτυρας.

Η μάρτυρας, Ζαφειρούλα Μητσιάλη, κάτοικος του Νέου Βουτσα, περιέγραψε στο δικαστήριο ότι ζήτησαν βοήθεια από τους πυροσβέστες και εκείνοι τους είπαν πως «δεν έχουμε οδηγίες»…

«Δεν υπήρχε η μητέρα μου να καεί, εάν την είχαν ενημερώσει»

Η Παναγιώτα Νικολάου και η Μαρίκα Μάσχα που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στη πυρκαγιά περιέγραψαν πως οι δικοί τους δεν είχαν καμία ενημέρωση για την πυρκαγιά.

«Δεν είχαν καμία ενημέρωση. Ήξερε αυτός το μέρος σαν την παλάμη του χεριού της και δεν υπήρχε περίπτωση η μητέρα μου να καεί, εάν την είχαν ενημερώσει» τόνισε η κυρία Νικολάου.