Η Ιρλανδή τουρίστρια, Zoe Maria Holohan, που είχε έρθει για μήνα του μέλιτος στην Ελλάδα και βρέθηκε μέσα στη πύρινη κόλαση, κατέθεσε στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Η μάρτυρας περιέγραψε τον δραματικό τρόπο με τον οποίο έφυγε από τη ζωή ο άντρας της, Μπράιαν, πέφτοντας μέσα στη πύρινη κόλαση και φωνάζοντας «γιατί» και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει εκείνη μέχρι και σήμερα από τα εγκαύματα που υπέστη κατά την πυρκαγιά.

Η μάρτυρας, με τη βοήθεια διερμηνέα, περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που βίωσε στις 23 Ιουλίου και αναφέρθηκε σε όσα θα την ακολουθούν σε όλη της τη ζωή καθώς πλέον όπως είπε χαρακτηριστικά είναι ζωντανή-νεκρή. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της διερωτήθηκε μάλιστα γιατί μετά από εξι χρόνια δεν έχει τιμωρηθεί κάνεις ενώ 104 άνθρωποι έχασαν τη ζωή του όσοι επιβίωσαν είναι ζωντανοί - νεκροί.

Μάτι: Η τελευταία του κουβέντα ήταν «γιατί»

Η μάρτυρας περιέγραψε τι ακριβώς συνέβη και πως ο άνδρας της, με τον οποί είχαν παντρευτεί πριν τέσσερις ημέρες, έφυγε από τη ζωή ενώ εξιστόρησε πως η τελευταία του κουβέντα ήταν «γιατί». Η μάρτυρας και ο σύζυγος της είχαν νοικιάσει μία βίλα στην περιοχή όταν ξέσπασε η πυρκαγιά. «Είχαμε πάει για γαμήλιο ταξίδι. Ξύπνησα και δεν τον είδα δίπλα μου. Κατέβηκα κάτω και καθόταν ο Μπράιαν στην είσοδο και ήταν σοκαρισμένος. Είχαν πιάσει μεγάλη φωτιά πολλοί θάμνοι του κήπου. Όταν κατέβηκα είχε περικυκλωθεί όλο το σπίτι από φωτιά.

Έτρεξα πάνω στο σπίτι έβαλα ένα μακρύ φόρεμα διότι νόμιζα ότι θα με προστατέψει. Άρπαξα τα διαβατήρια μας, τα πορτοφόλια μας, άρχισα να τρέχω. Ο Μπράιαν με περίμενε πήγαμε στο αυτοκίνητο, προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την καγκελόπορτα, ήταν πολύ ψηλή»
περιέγραψε η μάρτυρας, συγκλονισμένη, ακόμα και σήμερα. Η μάρτυρας εξιστόρησε στο δικαστήριο πως οι φλόγες είχαν φτάσει δίπλα στο αυτοκίνητο και συνειδητοποίησε πως δεν θα μπορούσαν να διαφύγουν. «Είναι δύσκολο να σας περιγράψω τη ζέστη που υπήρχε. Κρατούσαμε την αναπνοή μας, έκαιγαν τα μάτια μας» τόνισε η μάρτυρας, προσθέτοντας ότι «οταν κοιτάξαμε πίσω είχε τυλιχτεί στις φλόγες το αυτοκίνητο. Ο μόνος τρόπος ήταν να σκαρφαλώσουμε την καγκελόπορτα. Με βοήθησε να ανέβω πρώτη. Του είπα «δώσε μου την υπόσχεση σου ότι θα είμαστε ασφαλείς», Η μάρτυρας περιέγραψε πως μαζί τον σύζυγο της άρχισαν να τρέχουν πιστεύοντας πως πάνε προς τη θάλασσα. Εκείνη είχε πάρει φωτιά και ο σύζυγος της προσπαθούσε να την σβήσει με τα χέρια του. «Κάηκαν και τα δικά του χέρια. Έπρεπε να συνεχίσουμε, δεν ξέραμε πού να πάμε. Βρεθήκαμε σε έναν κεντρικό δρόμο ήταν σαν να περπατούσαμε στην κόλαση. Σκοτάδι και πολλή ζέστη, φωτιά και καπνός» περιέγραψε η μάρτυρας.

Στη συνέχεια, βρέθηκε μπροστά τους ένα αυτοκίνητο, έβαλαν μέσα κάτι παιδιά και εκείνοι επειδή δεν χωρούσαν μπήκαν στο πορτ μπαγκαζ. «Ερχόντουσαν οι φλόγες κατά πάνω στο αυτοκίνητο, τα μαλλιά μου άρχισαν να πιάνουν φωτιά και να λιώνουν στο πρόσωπο μου, κατάλαβα πως και το φόρεμα μου είχε πιάσει φωτιά παντού. Ο Μπράιαν προσπαθούσε να με καθησυχάσει» περιέγραψε η μάρτυρας.

Ο Μπράιαν καιγόταν ζωντανός και μετά εξαφανίστηκε

«Το αυτοκίνητο συγκρούστηκε και ένα μεγάλο δέντρο, έπεσε στο πορτ μπαγκαζ κυρίως πάνω στον Μπράιαν…Εγώ κρατούσα το πορτ μπαγκαζ και είχε λιώσει το χέρι μου στο καπό…Προσπάθησα να κρατήσω τον Μπράιαν και έπεσε μέσα στη φωτιά, η τελευταία κουβέντα που φώναξε ήταν «γιατί»…Συνέχισα να φωνάζω το όνομα του ενώ καιγόταν ζωντανός και μετά εξαφανίστηκε. Νόμιζα πως ήμουν μέσα σε φέρετρο και νόμιζα πως θα τον ακολουθήσω.

Και για να είμαι ειλικρινής, εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελα να ζήσω» συνέχισε, συγκινημένη, η μάρτυρας. Η μάρτυρας περιέγραψε πως στη συνέχεια διασώθηκε από τον Μάνο Τσαλιάγκο, τονίζοντας πως εκείνος της είπε αργότερα πως πίστευε πως ήταν νεκρή και κατάλαβε πως ζει μόνο γιατί ανοιγόκλεινε το δεξί της μάτι.


Στο νοσοκομείο γινόταν χαμός

Στη συνέχεια, η μάρτυρας αναφέρθηκε και στο χάος που επικρατούσε στο νοσοκομείο. «Στο νοσοκομείο γινόταν χαμός, κατάλαβα τότε πως πολύς κόσμος είχε καεί. Ουρλιάζαν από το πόνο. Συνέχισα να ρωτάω και να ζητάω. Υπήρχε ευτυχώς ένας άνθρωπος που καταλάβανε αγγλικά και με ρώτησε το όνομα μου και μου είπε πως γνωρίζει κάποιον στην ιρλανδική πρεσβεία και εξαφανίστηκε.

Νομίζω πως είχαν περάσει πολλές ώρες αλλά δεν μπορώ να σας πω πόσες. Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω το πρόσωπο μου, ήταν σαν ταινία τρόμου. Φώναξα μία νοσηλεύτρια και μου είπε πως δεν μπορούσε να μου δώσει παυσίπονο μέχρι να έρθει γιατρός να με εξετάσει…»
περιέγραψε η μάρτυρας.


Έχασα τον έρωτα της ζωής μου - Το Μάτι είναι μία ισόβια καταδίκη

Όπως είπε μέχρι και σήμερα έχει προβλήματα υγείας. «Ο πόνος ήταν πάρα πολύς. Σε ακραίο βαθμό. Έπρεπε να μάθω πως να περπατάω πάλι, να μιλάω, να αναπνέω, να σιτίζομαι με σωλήνες και να μάθω να λειτουργώ ξανά το αριστερό μου χέρι. Ο λόγος που ήθελα να καταθέσω σήμερα είναι διότι έξι χρόνια μετά, τα πόδια μου έχουν αλλοιωθεί, με πονάνε τα γόνατα μου, κάνω ακόμα θεραπείες με λέιζερ, αλλά, ακόμα προσπαθούν να βρουν χειρουργικές λύσεις στα θέματα του. Αυτό που μου είπαν είναι πως θα πρέπει να μάθω να ζω με αυτό το σώμα. Έχασα τον έρωτα της ζωής μου και ενώ μου λένε όλοι να προχωρήσω, δεν μπορώ, δεν έχω σχέση, επειδή δεν μπορώ να αισθανθώ καλά για το σώμα μου. Ακόμα κάθε βράδυ όταν κλείνω τα μάτια μου, είμαι πίσω στο Μάτι, μου λείπει ο Μπράιαν, το μόνο που βλέπω είναι οι δύσκολες στιγμές και κάθε βράδυ τον βλέπω στα όνειρα μου. Για μένα αυτά τα έξι χρόνια, το Μάτι, είναι μία ισόβια καταδίκη» τόνισε η μάρτυρας.


Επί 77 λεπτά η φωτιά έκαιγε ανεξέλεγκτη - Ο δήμος ήταν ανύπαρκτος

Στο δικαστήριο κατέθεσαν ο σύντροφος και ο αδελφός της Παναγιώτας Γαζεπίδου - Γαζέπη που έχασε τη ζωή της στη φονική πυρκαγιά. Ο Γιώργος Καίρης, σύντροφος του θύματος, τόνισε στην κατάθεση του πως ενώ βρισκόταν σπίτι τους, στον Βουτζά, ένας γείτονας ήταν αυτός που γύρω στις πέντε και τέταρτο το απόγευμα της 23ης Ιουλίου τους ενημέρωσε για τη φωτιά.

Εκείνος αποφάσισε γύρω στις έξι παρά να πάει να φωνάξει βοήθεια ενώ η σύντροφος του παρέμεινε στο σπίτι. Κατάφεραν τελικά να επιστρέψουν και να μπουν στο σπίτι τα ξημερώματα όπου και εντόπισαν τη σύντροφο του νεκρή.

Ο μάρτυρας υπογράμμισε πως οι ιθύνοντες δεν ήταν πουθενά ενώ επεσήμανε πως μετά την ανεύρεση της νεκρής συντρόφου του άρχισε ο Γολγοθάς. «Ο Δήμος ήταν ανύπαρκτος, δεν είχαν ούτε λίστα νεκρών, ούτε τίποτα. Το 112 δεν λειτούργησε. Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά, σε εμάς τίποτα. 77 λεπτά έκαιγε η φωτιά ανεξέλεγκτη. Και ο κ. Τόσκας δεν βρήκε υπηρεσιακό λάθος. Ο κ. Τερζούδης είπε ότι θα έκανε το ίδιο» τόνισε ο μάρτυρας.

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, τονίζοντας ότι «έρχονται και μας λένε πως το ελικόπτερο ήταν τόσους τόνους και δεν μπορούσε να πετάξει. Ένα καναντέρ να υπήρχε να πετάξει στα ρέματα ένας άνθρωπος θα είχε σωθεί. Έχουμε φτάσει σε μία δίκη πλημμεληματικού χαρακτήρα, λες και είχε χαλάσει ένα αυτοκίνητο. Έχουμε φτάσει σε μία δίκη που προσπαθούμε να κερδίσουμε το χρόνο για να μην παραγραφεί.»

Κατάθεση στο δικαστήριο έδωσε και η Καλίτσα Αναγνωστου, πολυεγκαυματίας όπως και ο γιος της, 5,5 ετών τότε. «Δεν είχαν καμία εντολή για να έρθουν μέσα και βρεθήκαμε να τρέχουμε σαν τα ποντίκια για να σωθούμε από φωτιά. Φώναζα μόνο στο παιδί μου να τρέξει για να μην καούμε και εμείς όπως η μάνα με τα παιδιά στην Ηλεία» τόνισε η μάρτυρας, προσθέτοντας «η δική μας η καταδίκη είναι ισόβια. Θα ζούμε για πάντα και με τα σωματικά και με τα ψυχικά αποτυπώματα». Η δίκη συνεχίζεται αύριο.