Δίκη για το Μάτι: Συγκλονίζουν οι γονείς της Μαργαρίτας που έχασε τη ζωή της στη φωτιά μαζί με το μωρό της - "Εγώ δεν κάηκα, αλλά κάηκε η ψυχή μου"
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου
"Δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε", ανέφεραν χαρακτηριστικά η Μαρία και ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης
Τρεις ακόμα μαρτυρίες για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι συγκίνησαν τους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών που δικάζουν την υπόθεση της εθνικής πυρκαγιάς του 2018.
*Διαβάστε εδώ: Συγκλονίζει ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και παιδί στο Μάτι: "Θα έπρεπε να είχαν ενημερωθεί οι πολίτες με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο"
Η Μαρία και ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης έχασαν στη φονική πυρκαγιά την κόρη τους Μαργαρίτα και τον μόλις έξι μηνών εγγονό τους. Ο γαμπρός τους, ο πυροσβέστης Ανδρέας Δημητρίου, κατέθεσε χθες στο δικαστήριο.
Η μητέρα της Μαργαρίτας καταθέτοντας στο δικαστήριο συγκίνησε ακόμα και τους δικαστές, λέγοντας πως μετά την τραγωδία που βίωσαν, απλά υπάρχουν.
«Δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Ανδρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε», είπε η κυρία Διονυσιώτη στην κατάθεσή της.
Η μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο πως μέχρις εκείνη την ημέρα ήταν μία ωραία οικογένεια, ενώ περιέγραψε την κατάσταση στις 23 Ιουλίου 2018 ως απελπιστική.
Εκείνη και ο άνδρας της έψαχναν να βρουν το παιδί τους, όπως ανέφερε, καταθέτοντας στο δικαστήριο.
«Ένας μαύρος καπνός υπήρχε παντού, αέρας έντονος. Για να προστατευθώ είχα πάρει αγκαλιά μια κολόνα. Ψάχναμε μαζί με κόσμο και τον άντρα μου να βρούμε τη Μαργαρίτα. Δεν απαντούσε. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή με το μωρό», είπε η μάρτυρας, εξηγώντας στη συνέχεια πως με τον άνδρα της βρισκόταν στην πλατεία της Ραφήνας.
Εκεί, όπως τόνισε καταθέτοντας στο δικαστήριο, ένας φίλος τους πήγε στο λιμεναρχείο για να τους πει να στείλουν ένα σκάφος.
«Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι, αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον Ευαγγελισμό. Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Ανδρέας, με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι…», εξήγησε η μάρτυρας.
Η μάρτυρας τόνισε πως όταν γύρισαν σπίτι τους, αντίκρισαν ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο και στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πώς έμαθε για την απώλεια της κόρης της.
«Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Ανδρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άνδρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το λιμεναρχείο στείλει βάρκες, ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε τη δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μετά την απώλεια του γιου μας ήταν το στήριγμά μας. Ο μπέμπης μας θα ζούσε και θα πήγαινε σχολεία. Εμείς δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Ανδρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε», είπε, συγκλονίζοντας το δικαστήριο η μάρτυρας.
Από την πλευρά του ο σύζυγός της και πατέρας της Μαργαρίτας περιέγραψε στην κατάθεσή του τι αντίκρισε στην παραλία και πώς κατάφερε να εντοπίσει τελικά μαζί με τον γαμπρό του την κόρη του και τον εγγονό του.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στο γεγονός πως έμειναν «ανυπεράσπιστοι» και δεν είχαν βοήθεια από πουθενά. «Ούτε η Πυροσβεστική ούτε το Λιμενικό ούτε η Αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κανείς και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς τον Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης (…) Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν είμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο», είπε ο μάρτυρας, καταθέτοντας στο δικαστήριο.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο υπάλληλος στην πολιτική προστασία του Δήμου Ραφήνας, Εμμανουήλ Τσαλιαγκός, ο οποίος είδε πρώτος τον καπνό και ειδοποίησε Δήμο και Πυροσβεστική.
Ο μάρτυρας στην κατάθεσή του ανέφερε πως εκείνη την ημέρα είδε μόνο ένα Έρικσον να πετάει στην περιοχή και να κάνει μια ρίψη στις 5.15 με 5.30 μ.μ.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου, μάλιστα, ο μάρτυρας είπε πως θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό ως προς την αντιμετώπιση όσο η φωτιά ήταν στο Νταού.
Ακόμη, ο μάρτυρας κατέθεσε πως εκείνη την ημέρα ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός και τα Καναντέρ δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου.
*Διαβάστε εδώ: Συγκλονίζει ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και παιδί στο Μάτι: "Θα έπρεπε να είχαν ενημερωθεί οι πολίτες με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο"
"Δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε"
Η Μαρία και ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης έχασαν στη φονική πυρκαγιά την κόρη τους Μαργαρίτα και τον μόλις έξι μηνών εγγονό τους. Ο γαμπρός τους, ο πυροσβέστης Ανδρέας Δημητρίου, κατέθεσε χθες στο δικαστήριο.Η μητέρα της Μαργαρίτας καταθέτοντας στο δικαστήριο συγκίνησε ακόμα και τους δικαστές, λέγοντας πως μετά την τραγωδία που βίωσαν, απλά υπάρχουν.
«Δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Ανδρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε», είπε η κυρία Διονυσιώτη στην κατάθεσή της.
Η μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο πως μέχρις εκείνη την ημέρα ήταν μία ωραία οικογένεια, ενώ περιέγραψε την κατάσταση στις 23 Ιουλίου 2018 ως απελπιστική.
Εκείνη και ο άνδρας της έψαχναν να βρουν το παιδί τους, όπως ανέφερε, καταθέτοντας στο δικαστήριο.
«Ένας μαύρος καπνός υπήρχε παντού, αέρας έντονος. Για να προστατευθώ είχα πάρει αγκαλιά μια κολόνα. Ψάχναμε μαζί με κόσμο και τον άντρα μου να βρούμε τη Μαργαρίτα. Δεν απαντούσε. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή με το μωρό», είπε η μάρτυρας, εξηγώντας στη συνέχεια πως με τον άνδρα της βρισκόταν στην πλατεία της Ραφήνας.
Εκεί, όπως τόνισε καταθέτοντας στο δικαστήριο, ένας φίλος τους πήγε στο λιμεναρχείο για να τους πει να στείλουν ένα σκάφος.
«Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι, αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον Ευαγγελισμό. Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Ανδρέας, με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι…», εξήγησε η μάρτυρας.
"Η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη"
Η μάρτυρας τόνισε πως όταν γύρισαν σπίτι τους, αντίκρισαν ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο και στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πώς έμαθε για την απώλεια της κόρης της.«Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Ανδρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άνδρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το λιμεναρχείο στείλει βάρκες, ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε τη δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μετά την απώλεια του γιου μας ήταν το στήριγμά μας. Ο μπέμπης μας θα ζούσε και θα πήγαινε σχολεία. Εμείς δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Εμείς και ο Ανδρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλά υπάρχουμε», είπε, συγκλονίζοντας το δικαστήριο η μάρτυρας.
Από την πλευρά του ο σύζυγός της και πατέρας της Μαργαρίτας περιέγραψε στην κατάθεσή του τι αντίκρισε στην παραλία και πώς κατάφερε να εντοπίσει τελικά μαζί με τον γαμπρό του την κόρη του και τον εγγονό του.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στο γεγονός πως έμειναν «ανυπεράσπιστοι» και δεν είχαν βοήθεια από πουθενά. «Ούτε η Πυροσβεστική ούτε το Λιμενικό ούτε η Αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κανείς και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς τον Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς. Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης (…) Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν είμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο», είπε ο μάρτυρας, καταθέτοντας στο δικαστήριο.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο υπάλληλος στην πολιτική προστασία του Δήμου Ραφήνας, Εμμανουήλ Τσαλιαγκός, ο οποίος είδε πρώτος τον καπνό και ειδοποίησε Δήμο και Πυροσβεστική.
Ο μάρτυρας στην κατάθεσή του ανέφερε πως εκείνη την ημέρα είδε μόνο ένα Έρικσον να πετάει στην περιοχή και να κάνει μια ρίψη στις 5.15 με 5.30 μ.μ.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου, μάλιστα, ο μάρτυρας είπε πως θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό ως προς την αντιμετώπιση όσο η φωτιά ήταν στο Νταού.
Ακόμη, ο μάρτυρας κατέθεσε πως εκείνη την ημέρα ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός και τα Καναντέρ δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου.