Μπορεί το φετινό καλοκαίρι να χαρακτηρίστηκε από τις χειρότερες πυρομετεωρολογικές συνθήκες των τελευταίων 40 ετών, όπως έγραψε πρόσφατα ο διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Μανώλης Πλειώνης, παρ' όλ' αυτά οι καμένες εκτάσεις στην Ελλάδα κατά τη φετινή αντιπυρική περίοδο είναι μειωμένες κατά 33% σε σχέση με τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών, σύμφωνα με τα νεότερα εβδομαδιαία στοιχεία της ευρωπαϊκής υπηρεσίας Copernicus.

Συγκεκριμένα, οι καμένες εκτάσεις από τις αρχές του έτους υπολογίζονται σε περίπου 326.840 στρέμματα, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου 2006-2023 έως τις 8 Σεπτεμβρίου ανέρχεται σε 488.440 στρέμματα.

Περίπου 100.000 στρέμματα κάηκαν φέτος εξαιτίας της πυρκαγιάς στη βορειοανατολική Αττική, στα μέσα Αυγούστου, η οποία έβαλε ένα μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με τις επιδόσεις του μηχανισμού πολιτικής προστασίας, κάτι που παραδέχτηκε και ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), ο οποίος τόνισε ότι αφενός το ζητούμενο είναι να αντλούνται διδάγματα από κάθε αστοχία, αλλά κι ότι αυτό δεν αναιρεί τους καρπούς των προσπαθειών που έχουν γίνει.

Όπως είπε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στη ΔΕΘ: «Ξέφυγε μία φωτιά που έκανε μεγάλη ζημιά. Αλλά γινόμαστε καλύτεροι και επενδύουμε πολλά περισσότερα», ενώ πρόσθεσε ότι πρέπει να βλέπουμε «και τη μεγάλη εικόνα» όσον αφορά τα μέτρα άμεσου εντοπισμού και προσβολής εστιών φωτιάς που εφαρμόζονται πλέον.


Αναμένεται ο τελικός απολογισμός

Ο τελικός απολογισμός θα γίνει στις 31 Οκτωβρίου, οπότε και θα λήξει η αντιπυρική περίοδος.

Σύμφωνα με το σύστημα Copernicus, οι βελτιωμένες επιδόσεις ήλθαν παρά το γεγονός ότι φέτος είχαμε περισσότερες μεγάλες πυρκαγιές (66) σε σύγκριση με τον μέσο όρο των προηγούμενων 17 ετών (47). 

Η κλιματική κρίση έχει καταστήσει την αντιπυρική προστασία μία από τις μεγάλες προκλήσεις για πολλά ανεπτυγμένα κράτη, όπως μαρτυρούν οι καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Ρωσία, την Αυστραλία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Meteo, τον Ιούλιο του 2024 και του 2023 καταγράφηκαν οι δύο μεγαλύτεροι σε διάρκεια καύσωνες, 16 και 15 ημερών αντίστοιχα, ενώ είχε προηγηθεί ο ξηρότερος Ιούνιος των τελευταίων 30 ετών κι ένας άνυδρος χειμώνας. Ως εκ τούτου, το έδαφος και η βλάστηση είχαν χαμηλή υγρασία και ήταν περισσότερο ευάλωτα ως καύσιμη ύλη σε περίπτωση ανάφλεξης.