Άρχισε η νέα εκπαιδευτική χρονιά, με τον παραδοσιακό αγιασμό, τις συνήθως ''ξύλινες'' ρητορείες, τις τυποποιημένες και βαρετές συμβουλές προς ένα μαθητόκοσμο, όπου η επικοινωνία του με τον κόσμο των μεγάλων γίνεται συνεχώς όλο και πιο δύσκολη.

Η αλήθεια είναι πως τη φετινή χρονιά, με τον ικανοποιητικό αριθμό νεοδιόριστων, το πρόγραμμα συντηρήσεων των σχολικών υποδομών και την έκδοση των απαραίτητων κανονιστικών αποφάσεων για τη σχολική λειτουργία, υπάρχουν καλύτερες προοπτικές, κάτι που βέβαια πρέπει να αποδειχθεί.

Στο γενικό επίπεδο, βέβαια, το εκπαιδευτικό σύστημα στην πατρίδα μας βρίσκεται μακριά από τα αντίστοιχα των Ευρωπαϊκών χωρών, υστερεί σε ποιότητα, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες και κυρίως να υποστηρίξει τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τα όνειρα της νέας γενιάς. Η οικονομική δυσπραγία και τα ‘’μνημόνια’’, αλλά κυρίως οι ιδεοληψίες, ο ασυγκράτητος κομματισμός και η έλλειψη πολιτικού θάρρους, καταδίκασαν τη εκπαίδευσή μας στον αναχρονισμό και τη συνεχή υποβάθμιση, όπως αποδεικνύεται και από τις ετήσιες αξιολογήσεις της PISA.

Η ανεπάρκεια του δημόσιου εκπαιδευτικού μας συστήματος οδηγεί υποχρεωτικά τις οικογένειες να διαθέτουν μεγάλο μέρος από το εισόδημά τους σε φροντιστήρια, καλλιτεχνικά σχολεία και αθλητικά κέντρα, ώστε να επιτύχουν τα παιδιά τις στοχεύσεις τους και να διαμορφωθούν ως προσωπικότητες. Αυτό όμως περίτρανα αποδεικνύει πως οι διακηρύξεις περί ‘’δωρεάν παιδείας‘’ αποτελούν ακραία υποκρισία και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, όπου το επίπεδο της μόρφωσης και της κατάρτισης συνδέεται απολύτως με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.

Επιπλέον, η συνεχής αύξηση του αριθμού μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία (ενώ ο συνολικός αριθμός μαθητών συνεχώς μειώνεται) ακόμα και όσων προέρχονται από οικογένειες με μικρομεσαίο εισόδημα, συνδέεται με την απαξίωση του δημόσιου σχολείου και την αγωνιώδη αναζήτηση των γονιών, περισσότερων μορφωτικών εφοδίων για τα παιδιά τους.

Η πραγματικότητα για την εκπαίδευση στην πατρίδα μας -και στις τρεις βαθμίδες- είναι οδυνηρή, και για τούτο δεν πρέπει να υπάρξει κανένας συμβιβασμός, καμία πολιτική ‘’χαμηλών προσδοκιών”, αφού το επίπεδο της εκπαίδευσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη, την ποιότητα των θεσμών, τον πολιτισμό, την εθνική μας επιβίωση.

Καλές είναι οι ρυθμίσεις, η εκπαίδευση όμως χρειάζεται ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ, που απαιτούν το πολιτικό θάρρος της δημιουργικής αντιπαράθεσης ή και της σύγκρουσης με την αποτελμάτωση και τα παντοειδή συμφέροντα που αυτή εξυπηρετεί. Η αυτονομία του Λυκείου, το εθνικό απολυτήριο, η κατάργηση των πανελληνίων εξετάσεων, η σύμπτυξη των 450 (!) πανεπιστημιακών τμημάτων, η απόλυτη προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην επαγγελματική εκπαίδευση, η σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, η γενναία αύξηση των αποδοχών των εκπαιδευτικών μαζί με την ουσιαστική αξιολόγησή τους, η ουσιαστική στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης και πολλά άλλα, είναι αναγκαίο να προωθηθούν άμεσα, τώρα.

Κάποιοι ομιλούν για ‘’κουρασμένη κυβέρνηση’’, για “μεταρρυθμιστική αρρυθμία”, για κυριαρχία της αντίληψης “αυτή είναι η Ελλάδα”, για την πρόταξη του πολιτικού κόστους. Εύχομαι και ευχόμαστε αυτά να μην επιβεβαιωθούν και να προχωρήσουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, κυρίως στην εκπαίδευση.΄Ιδωμεν.

Καλή και δημιουργική σχολική χρονιά!

*Ο Παναγιώτης Νίκας είναι εκπαιδευτικός, πολιτικός και πρώην περιφερειάρχης Πελοποννήσου.