Δεν μπορούν να εξομοιωθούν οι αποδοχές των στρατιωτικών δικαστών με των τακτικών δικαστών, της πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης, αν δεν ψηφιστεί ο προβλεπόμενος από το Σύνταγμα εκτελεστικός νόμος.

Αυτό έκρινε με αμετάκλητη απόφαση του, το Μισθοδικείο, στο οποίο είχαν προσφύγει 35 δικαστές των ενόπλων, ζητώντας να υποχρεωθεί το Δημόσιο να τους καταβάλει τις διαφορές μεταξύ των αποδοχών που τους καταβλήθηκαν και των αποδοχών των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων.

Το Μισθοδικείο με την υπ΄ αριθμ. 2/2024 απόφασή του απέρριψε την αγωγή των 35 δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων, επισημαίνοντας πως επιβάλλεται η ρύθμιση της μισθολογικής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών των ενόπλων δυνάμεων με νόμο ώστε να προβλέπονται ανάλογες προς το λειτούργημά τους αποδοχές.

Στη δικαστική απόφαση επισημαίνεται ότι εφόσον στο Σύνταγμα δεν καθορίζεται ειδικώς ο χρόνος εντός του οποίου ο νομοθέτης υποχρεούται να εκδώσει τον εκτελεστό της νέας συνταγματικής διάταξης νόμο, ρυθμίζοντας τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς και το μισθολογικό καθεστώς τους, η πάροδος διετίας από την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης διάταξης, δεν επιβάλλει την καταβολή στους εν λόγω δικαστικούς λειτουργούς των αποδοχών που προβλέπονται για τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών δικαστηρίων, ούτε με άμεση εφαρμογή της αναθεωρημένης διάταξης, ούτε δυνάμει του άρθρου 105 εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα.

Σε κάθε περίπτωση, το Μισθοδικείο επισημαίνει ότι είναι επιβεβλημένη η τάχιστη, χωρίς άλλη καθυστέρηση, ολοκλήρωση των ενεργειών με την ψήφιση του σχετικού νόμου, έτσι ώστε να επέλθει η μισθολογική εξομοίωση ενώ, στην απόφαση αναφέρεται ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει αποστείλει τον Οκτώβριο του 2022 σχετικό έγγραφο στο δικαστήριο που βεβαιώνει ότι ήδη έχει ξεκινήσει η διαδικασία για την ψήφιση του προβλεπόμενου νέου εκτελεστικού της συνταγματικής διάταξης νόμου.