Σκάνδαλο στην Καθολική Εκκλησία Ελλάδος: Πώς "έφυγαν" από το ταμείο της τρία εκατ. ευρώ - Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τα νυχτερινά κέντρα
Είχε ξεκινήσει πριν από οκτώ χρόνια
Ένας ιερέας από τη Σύρο και ένας από την Κρήτη εμπλέκονται στο σκάνδαλο στην Καθολική Εκκλησία Ελλάδος όπου φέρεται να διακινήθηκε παρανόμως το ποσό των 3 εκατ. ευρώ, το οποίο κατέληξε σε ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων
Με μεγάλη προσοχή και ανησυχία παρακολουθεί ολόκληρη η Ελλάδα το σκάνδαλο που έχει έρθει στη δημοσιότητα και αφορά την Καθολική Εκκλησία Ελλάδος, μετά την αποκάλυψη σκανδάλου μαύρου χρήματος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ένας ιερέας από τη Σύρο και ένας από την Κρήτη εμπλέκονται στην υπόθεση στην οποία φέρεται να διακινήθηκε παρανόμως το ποσό των 3 εκατ. ευρώ το οποίο κατέληξε σε ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων. Οι πέντε επιχειρηματίες φέρεται να ξέπλεναν τα χρήματα.
Ένας εξ αυτών φέρεται να είναι ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου στην Πάτρα, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε καταδικαστεί για εκβίαση Ορθόδοξου μητροπολίτη.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι εμπλέκεται και μια γυναίκα υπάλληλος νυχτερινού κέντρου διασκέδασης.
Σύμφωνα με το tempo24, που επικαλείται το Mega, με τα χρήματα της Καθολικής Εκκλησίας φέρεται να ξεπληρώθηκαν χρέη επιχειρηματία σε στοιχήματα. Τα χρέη φέρεται να καλύφθηκαν με τέσσερα εμβάσματα που άγγιζαν τα 15.000 ευρώ.
Πώς αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας
Η Αρχή, στο πλαίσιο ελέγχου, εντόπισε ότι μεγάλα χρηματικά ποσά, που φτάνουν περίπου τα 3 εκατομμύρια ευρώ, «έφυγαν» από το ταμείο της Καθολικής Εκκλησίας και μεταφέρθηκαν σε νυχτερινά κέντρα. Αυτή η τακτική είχε ξεκινήσει πριν από οκτώ χρόνια.
Αρχικά, η Αρχή ενημερώθηκε από τις τράπεζες για «ύποπτες» κινήσεις μεγάλων χρηματικών ποσών και ξεκίνησε ενδελεχή έλεγχο προκειμένου να χαρτογραφήσει τη διαδρομή των χρημάτων και να εντοπίσει τον πραγματικό αριθμό των προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση.
Σύμφωνα με την έρευνα, προέκυψαν ενδείξεις για την τέλεση σοβαρών αξιόποινων πράξεων, όπως της υπεξαίρεσης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα μαύρου χρήματος).
Η Αρχή διαπίστωσε ότι είχε υπεξαιρεθεί από το ταμείο της Καθολικής Εκκλησίας το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ και μετά αποκαλύφθηκαν οι ταυτότητες τόσο των δύο ιερέων όσο και των επιχειρηματιών νυχτερινών κέντρων.
Η τελευταία ύποπτη διακίνηση χρημάτων εντοπίστηκε πριν από λίγες ημέρες και αφορούσε το ποσό των 50.000 ευρώ.
Το πόρισμα της Αρχής διαβιβάστηκε στις εισαγγελικές αρχές της έδρας της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να ελέγξει για το κακούργημα της υπεξαίρεσης τους δύο ιερείς, και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος τους ιδιώτες-επιχειρηματίες των νυχτερινών κέντρων.
Για τις ενέργειες του προέδρου της Αρχής, Χαράλαμπου Βουρλιώτη, έχει ενημερωθεί και η έδρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Βατικανό.
Οι Αρχές προχώρησαν στη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων επιχειρηματιών - ιδιοκτητών νυχτερινών κέντρων στην Πελοπόννησο.
Να σημειωθεί ότι για το πόρισμα έχει ενημερωθεί και το Βατικανό.
Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος: Δεν υπήρξε καμία επίσημη ενημέρωση
Από την πλευρά της, η Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος, σε χθεσινή της ανακοίνωση, ανέφερε ότι δεν έχει ενημερωθεί επίσημα για την υπόθεση.
«Μετά τα δημοσιεύματα περί υπεξαίρεσης και ξεπλύματος μαύρου χρήματος στον Τύπο, δηλώνουμε ότι καμία επίσημη ενημέρωση επί του θέματος δεν έχει υπάρξει.
Κατόπιν τούτου, αναμένουμε ενημέρωση από τις αρμόδιες αρχές ώστε να τοποθετηθούμε επίσημα επί του θέματος», σημείωσε στην ανακοίνωση.
Δημογλίδου: Ακόμη δεν υπάρχει έρευνα της Αστυνομίας -Αναμένουμε αν θα μας δοθεί κάποια εντολή
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, η εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ., Κωνσταντία Δημογλίδου, είπε: «Ακόμη δεν υπάρχει έρευνα της Αστυνομίας. Αναμένουμε αν θα μας δοθεί κάποια εντολή από αρμόδιες εισαγγελικές αρχές ή από κάποια άλλη αρχή, για να ξεκινήσουμε και εμείς κάποια έρευνα. Για κάποιους από τους επιχειρηματίες φαίνεται ότι υπάρχει ποινικό παρελθόν, δεν είναι ξεκάθαρο ακόμη ποιοι και πόσοι εμπλέκονται. Η Αστυνομία δεν έχει λάβει ακόμη στοιχεία για να προχωρήσει σε δική της έρευνα. Ουσιαστικά γίνεται μια έκθεση από την Αρχή για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, κοινοποιείται σε αρμόδιο εισαγγελέα και στη συνέχεια διατάζεται η Αστυνομία για περαιτέρω έρευνα».