Βία µεταξύ ανηλίκων: Τα "Παραπολιτικά" σκιαγραφούν τους λόγους και αναζητούν λύσεις με τη βοήθεια του κοινωνιολόγου Tάσου Φωτίου για τα ολοένα και περισσότερα περιστατικά
Αύξηση περιστατικών και βιαιότητας
«Οι "παρατηρητές" αποτελούν τον πληθυσµό στον οποίο οι νταήδες απευθύνονται και επιλέγουν να φλεξάρουν, να κάνουν δηλαδή επίδειξη των πράξεών τους», σημειώνει ο δρ Κοινωνικής Ιατρικής, Ψυχιατρικής Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ
Σηµειώνεται πράγµατι αύξηση της βίας των ανηλίκων ή απλώς αυτή έχει αλλάξει ποιοτικά; Είναι οι «παρατηρητές» µέρος του προβλήµατος ή η λύση; Ποιος ο ρόλος των µέσων κοινωνικής δικτύωσης και τι µπορούν να κάνουν οικογένεια και σχολείο; Θα δουλέψουν τα µέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση; Ερωτήµατα που επανέρχονται ξανά και ξανά µετά τα καθηµερινά περιστατικά βίας ανηλίκων που έρχονται στο φως της δηµοσιότητας και σοκάρουν την κοινή γνώµη.
Η βία µεταξύ των ανηλίκων δεν αποτελεί τον κανόνα ούτε εµφανίστηκε ξαφνικά, φαίνεται όµως ποιοτικά διαφορετική. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Πανελλήνιας Ερευνας για τις Συµπεριφορές που Συνδέονται µε την Υγεία των εφήβωνµαθητών του Ερευνητικού Πανεπιστηµιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ) το 2022, σε δείγµα 6.250 µαθητών 11, 13 και 15 ετών στην Ελλάδα. Περίπου 1 στους 3 εφήβους στην Ελλάδα δηλώνει ότι ενεπλάκη σε βίαιο καυγά τον τελευταίο χρόνο. Εκπληξη προκαλεί ότι ο σχολικός εκφοβισµός παρουσιάζει µείωση την τελευταία 12ετία, αλλά αυξάνεται το ποσοστό της θυµατοποίησης στο σχολείο την τελευταία 8ετία, όπως και ο ηλεκτρονικός εκφοβισµός. Τα αγόρια είναι σε υψηλότερο ποσοστό θύτες εκφοβισµού (συµπεριλαµβανοµένου του ηλεκτρονικού) και εν γένει τα θύµατα είναι εξίσου αγόρια και κορίτσια. Σηµαντική είναι η διαπίστωση ότι τα ποσοστά εκφοβισµού (οποιασδήποτε µορφής) στην Ελλάδα είναι κοντά ή και χαµηλότερα του µέσου όρου διεθνώς. Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» µίλησαν µε τον κ. Τάσο Φωτίου, κοινωνιολόγο, δρα Κοινωνικής Ιατρικής, Ψυχιατρικής-Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και κύριο ερευνητή του ΕΠΙΨΥ, για να πάρουν απαντήσεις.
Υπέστησαν ηλεκτρονικό εκφοβισµό (cyber-bullying)
Αφορά διάστηµα 2 µηνών το 2022 / στο σύνολο και ανά φύλο, ηλικία, οικονοµικό επίπεδο οικογένειας και διαχρονικά)
Έρευνα: 2022,
HBSC-Greece, ΕΠΙΨΥ
Υπάρχει πράγµατι αύξηση της βίας των ανηλίκων;
«Το φαινόµενο της επιθετικής συµπεριφοράς στους εφήβους στην Ελλάδα φαίνεται ότι πλέον λαµβάνει άλλες µορφές, µάλλον πιο βίαιες και πιο “κοντινές” στις συνήθειες του σύγχρονου εφήβου», όπως από τις εφαρµογές κοινωνικής δικτύωσης, σχολιάζει ο κ. Φωτίου. «Η εφηβική βία φαίνεται ότι βρίσκεται παντού, δεν περιορίζεται στο στενό πλαίσιο του σχολείου, αλλά ευδοκιµεί και σε δρόµους, πλατείες, γήπεδα κ.λπ.», συµπληρώνει.
«Τα περιστατικά µπορεί να αυξάνονται και µάλλον γίνονται πιο βίαια, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι σε αυτή τη συµπεριφορά εισέρχονται -µε µεγάλο ρυθµό- νέες περιπτώσεις θυτών», τονίζει ο κ. Φωτίου. Οπως υπογραµµίζει, «όσο τα περιστατικά βίας µεταξύ των ανηλίκων φαίνεται να αυξάνονται, τόσο και η προσοχή που εµείς δίνουµε σε αυτά έχει αυξηθεί σηµαντικά το τελευταίο διάστηµα, µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται η (ψευδ)αίσθηση ότι υπάρχει “κοσµογονία” βίας στον πληθυσµό αυτόν. Η πραγµατικότητα ωστόσο δεν είναι απαραίτητα αυτή».
Τι κάνει έναν έφηβο θύτη εκφοβισµού; Ποιος ο ρόλος κοινωνικών µέσων, οικογένειας, σχολείου και κοινωνίας;
Η σκιαγράφηση συγκεκριµένου «προφίλ» για θύτες και θύµατα έχει πολλές πτυχές, ενώ προκύπτει η σηµασία της οικογένειας αλλά και της ενίσχυσης των παρεμβάσεων στα σχολεία και της καλλιέργειας δεξιοτήτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη χρήση των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας.
«Για να φτάσει κανείς να είναι ο/η θύτης ή το θύμα μιας επιθετικής συμπεριφοράς, θα πρέπει να συντρέχουν ταυτόχρονα πολλοί παράγοντες», λέει ο κ. Φωτίου και εξηγεί ότι για τους θύτες σημαντικό ρόλο παίζει, αφενός, η αυξημένη έκθεση των εφήβων στη βία, εστιάζοντας στα κοινωνικά μέσα. «Οι έφηβοι βρίσκονται -τις περισσότερες φορές άθελά τους- σε ένα περιβάλλον αυξημένης έκθεσης στη βία, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και ύστερα να φτάνουν να την αντιλαμβάνονται ως κάτι το “φυσιολογικό”».
Σημαντικό ρόλο, αφετέρου, όπως λέει ο κ. Φωτίου, παίζουν η ανάπτυξη και η ετοιμότητα του εγκεφάλου του εφήβου και συνεπώς η διαπαιδαγώγηση. «Φαίνεται ότι στις μέρες μας υπάρχει ένα έλλειμμα υγιούς κοινωνικοποίησης τόσο σε επίπεδο οικογένειας και σχολείου όσο και σε επίπεδο κοινωνίας. Η δε κοινωνία είναι για τον σύγχρονο έφηβο πλέον σε μεγάλο βαθμό ψηφιακή», παρατηρεί.
Είναι οι «παρατηρητές» μέρος του προβλήματος ή η λύση;
«Όταν σε ένα κοινωνικό σύστημα αυξάνονται τα περιστατικά εκφοβισμού και επιθετικής συμπεριφοράς, είναι αναπόφευκτο ότι θα αυξάνεται και ο αριθμός των ατόμων που εκτίθενται σε αυτά», σχολιάζει για τον υψηλό αριθμό «παρατηρητών» του σχολικού εκφοβισμού. Όπως υπογραμμίζει, οι έφηβοι αυτοί είναι τόσο μέρος του προβλήματος όσο και μέρος της λύσης του. «Αποτελούν τον πληθυσμό στον οποίο οι νταήδες απευθύνονται και επιλέγουν να φλεξάρουν, να κάνουν δηλαδή επίδειξη των πράξεών τους. Αν έστω και κάποιοι από αυτούς αρχίσουν να εκφράζουν τη δυσφορία τους και την αποστροφή τους στις πράξεις των νταήδων, τότε αυτό μπορεί να έχει πολλαπλασιαστική επίδραση και να οδηγήσει δυνάμει στην αποτροπή τέτοιων συμπεριφορών», τονίζει ο κ. Φωτίου. «Χρειάζεται να δημιουργήσουμε στα δίκτυα των εφήβων τα άτομα εκείνα που θα μπορούν να γίνουν καταλύτες αποτροπής εκδήλωσης ή αναπαραγωγής οποιασδήποτε επιθετικής συμπεριφοράς», επισημαίνει.
Σε έξαρση και ανεξέλεγκτος ο ψηφιακός εκφοβισμός
Σύμφωνα με την έρευνα του ΕΠΙΨΥ, από το 2018 έως το 2022 διπλασιάστηκε το ποσοστό του ηλεκτρονικού εκφοβισμού. «Το μέγεθος της επίδρασης του ψηφιακού εκφοβισμού είναι, δυστυχώς, πολλαπλάσιο συγκριτικά με τον παραδοσιακό εκφοβισμό», λέει ο κ. Φωτίου, εξηγώντας πως το «ακροατήριο» είναι πολυπληθές, το ψηφιακό αποτύπωμα της πράξης είναι δύσκολο να αφαιρεθεί, ενώ μπορεί να αναπαραχθεί και ταχύτατα, χωρίς έλεγχο, με αποτέλεσμα το ψυχολογικό τραύμα για το θύμα να είναι δυνάμει ανυπολόγιστο. Την ίδια ώρα, όπως υπογραμμίζει, ο ηλεκτρονικός εκφοβισμός γίνεται συνήθως μακριά από τη «θέα» των ενηλίκων, με αποτέλεσμα να περνάει σχεδόν πάντα απαρατήρητος. «Υπάρχουν πάντα εφηβικές φωνές που στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, ορθώνουν ανάστημα και κατακρίνουν τα περιστατικά, προτρέποντας για ένα τέλος. Και οι φωνές αυτές δεν είναι λίγες», μας τονίζει σε μια ψύχραιμη θέαση του φαινομένου.
Θα δουλέψουν τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση; Ποιος ο ρόλος οικογένειας και σχολείου;
«Όταν επιδεινώνεται ένα φαινόμενο, αναπόφευκτα θα ληφθούν και μέτρα - τις περισσότερες φορές αυστηρά. Για την αντιμετώπιση της εφηβικής βίας χρειάζεται πρωτίστως ένας γονιός που θα είναι κοντά στο παιδί και θα έχει στοιχειωδώς την ικανότητα να καλλιεργήσει στο παιδί τις δεξιότητες της θετικής και προκοινωνικής συμπεριφοράς», σχολιάζει και τονίζει: «Χρειάζονται παρεμβάσεις πρόληψης, μέσω της καλλιέργειας δεξιοτήτων ζωής και της δημιουργίας οράματος για το μέλλον σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό εφήβων, έγκαιρη και στοχευμένη παρέμβαση σε ομάδες εφήβων που είναι σε υψηλό κίνδυνο εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς και ένα ξεκάθαρο πλαίσιο κανόνων και κυρώσεων (αρνητικών, αλλά και θετικών), που θα εφαρμόζονται πλήρως, ισότιμα και κυρίως άμεσα».
«Το σχολείο έχει κεντρικό ρόλο», παρατηρεί ο κ. Φωτίου, τονίζοντας: «Κάθε σχολείο θα πρέπει να μπορεί να συλλέγει συστηματικά (ανώνυμα) δεδομένα που θα αφορούν συνολικά στη σχολική εμπειρία και την ψυχοκοινωνική ευεξία των μαθητών του. Κυρίως θα πρέπει να έχει ένα ξεκάθαρο πλάνο ανακούφισης των θυμάτων, έτσι ώστε οι έφηβοι αυτοί να ανακτήσουν την αίσθηση της ασφάλειας».
Όπως εξηγεί, οι σχολικοί ψυχολόγοι, δυνάμει, θα προλάβουν τέτοια περιστατικά, αλλά -κυρίως- αυτό που θα κάνουν είναι να υποδείξουν και να διαχειριστούν τα περιστατικά στη σχολική κοινότητα. «Οι σχολικοί ψυχολόγοι από μόνοι τους δεν μπορούν ούτε να προλάβουν ούτε να αντιμετωπίσουν την εφηβική βία», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αποτελεί ο ψηφιακός εγγραμματισμός πανάκεια στις προκλήσεις της χρήσης μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
«Η συζήτηση σχετικά με τη χρήση των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας επικεντρώνεται συνήθως στην ανάγκη για ψηφιακό εγγραμματισμό. Προγράμματα ψηφιακού εγγραμματισμού γίνονται και στο ελληνικό σχολείο και είναι -αναμφισβήτητα- σημαντικά», λέει ο κ. Φωτίου, σημειώνοντας ότι το ερώτημα παραμένει: «Μήπως θα πρέπει να δούμε γενικότερα τη σχέση των εφήβων με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τους όρους ενός ποιοτικού και υγιούς τρόπου ζωής;».
Τελικά υπάρχει λύση;
«Τα προγράμματα και οι παρεμβάσεις πρόληψης της επιθετικής συμπεριφοράς και του εκφοβισμού πρέπει να ξεκινούν νωρίς στην εκπαιδευτική πορεία των παιδιών, ιδανικά στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, και να συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας», μας απαντά ο κ. Φωτίου. «Η βίαιη συμπεριφορά και ο εκφοβισμός συχνά αρχίζουν να εκδηλώνονται από την παιδική ηλικία και εντείνονται στην εφηβεία». Οπως εξηγεί, ένα σχέδιο πρόληψης ασφαλώς και πρέπει να προσεγγίζει το θέμα ολιστικά: «Πρέπει να περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες, την ευαισθητοποίηση για τις συνέπειες της βίαιης συμπεριφοράς, την ενίσχυση της ενσυναίσθησης, της θετικής συμπεριφοράς, της συνεργασίας και του σεβασμού στον άλλον, στο φυσικό και το αστικό περιβάλλον. Πρέπει ασφαλώς και να εμπλέκει γονείς, εκπαιδευτικούς και την ευρύτερη κοινότητα, με ένα ερωτηματικό για το πώς δουλεύει κανείς με την πλέον διαδικτυακή κοινότητα των εφήβων, σημείο όπου μπορεί να βοηθήσει ο ψηφιακός εγγραμματισμός. Και, φυσικά, ένα ολιστικό σχέδιο πρόληψης οφείλει να παρέχει υποστήριξη στα θύματα και διαχείριση των επιθετικών συμπεριφορών μέσω συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης».
*Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»