Κόντρα δικηγόρων και ΣτΕ για τον όρο "λαϊκή αγωγή": Η "πυροσβεστική" επιστολή Πικραμένου στον Βερβεσό
Οι παρεμβάσεις
Η Συντονιστική Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτή την ενέργεια λόγω της αναφοράς στο νομικό όρο «λαϊκή αγωγή» σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας
Επιστολή στον Δημήτρη Βερβεσό απέστειλε, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, σχετικά με τις δίκες ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, μετά την απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος να προτείνει στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έως 31.12.2024.
Η Συντονιστική Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτή την ενέργεια λόγω της αναφοράς στο νομικό όρο «λαϊκή αγωγή», σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκαν μετά από αιτήσεις ακύρωσης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, πρότεινε, μεταξύ των άλλων, στους 64 Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας:
1) την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ μέχρι 31.12.2024,
2) τη διερεύνηση δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
3) την ανάδειξη του ζητήματος στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE).
Η συντονιστική επιτροπή επισήμανε ότι άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του ΣτΕ ότι «η αίτηση ακύρωσης, στρεφόμενη κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, προσλαμβάνει το χαρακτήρα «λαϊκής αγωγής», που δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία αποτελεί οπισθοδρόμηση στην ιστορία του ίδιου του Δικαστηρίου και παραβιάζει ρητή διάταξη νόμου».
Ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, στη σημερινή επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, Δημήτρη Βερβεσό, επισημαίνει ότι «το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.Αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του.»
Ο κ. Πικραμένος τονίζει, επίσης, πως το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει «εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης.»
Ο κ. Πικραμένος αναφέρει πως η προσπάθεια αυτή «περιλαμβάνει παρεμβάσεις μεταξύ άλλων
α) στη δικονομία (με την εισαγωγή της νέας εμπροσθοβαρούς διαδικασίας),
β) στην ψηφιοποίηση (με την υλοποίηση του νέου πληροφοριακού συστήματος και την εισαγωγή εργαλείων
τεχνητής νοημοσύνης),
γ) στη στελέχωση του Δικαστηρίου με υποστηρικτικό προσωπικό (με την πρόσληψη επίκουρων των δικαστών και νέων δικαστικών υπαλλήλων),
δ) στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών (ισοβαρής επιβάρυνση με αυτοματοποιημένο τρόπο), ε) στη διαχείριση του φόρτου
εργασίας (με την εισαγωγή στοχοθεσίας για κάθε δικαστικό λειτουργό και την παρακολούθηση υλοποίησης της).»
Μάλιστα, ο κ. Πικραμένος επισημαίνει πως για το σκοπό της άμεση επίλυσης σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας, οι υποθέσεις μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν μεγάλες κατηγορίες πολιτών εισάγονται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. «Προσφάτως η διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας έχει αποκτήσει πιο σύγχρονο περιεχόμενο για να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ δικαστών και δικηγόρων προς όφελος της αιτιολογίας των αποφάσεων και εν τέλει των διαδίκων και της κοινωνίας» εξηγεί ο πρόεδρος του ΣτΕ στην επιστολή του.
Ο πρόεδρος του ΣτΕ απευθυνόμενος μάλιστα στον κ. Βερβεσό, επισημαίνει πως «οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το
κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης ( που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά,το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία.»
Η κόντρα δικηγόρων και ΣτΕ και ο όρος "λαϊκή αγωγή"
Η Συντονιστική Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτή την ενέργεια λόγω της αναφοράς στο νομικό όρο «λαϊκή αγωγή», σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκαν μετά από αιτήσεις ακύρωσης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.Η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, πρότεινε, μεταξύ των άλλων, στους 64 Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας:
1) την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ μέχρι 31.12.2024,
2) τη διερεύνηση δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
3) την ανάδειξη του ζητήματος στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE).
Η συντονιστική επιτροπή επισήμανε ότι άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του ΣτΕ ότι «η αίτηση ακύρωσης, στρεφόμενη κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, προσλαμβάνει το χαρακτήρα «λαϊκής αγωγής», που δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία αποτελεί οπισθοδρόμηση στην ιστορία του ίδιου του Δικαστηρίου και παραβιάζει ρητή διάταξη νόμου».
Η «πυροσβεστική» επιστολή Πικραμένου
Ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, στη σημερινή επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, Δημήτρη Βερβεσό, επισημαίνει ότι «το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.Αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του.»Ο κ. Πικραμένος τονίζει, επίσης, πως το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει «εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης.»
Ο κ. Πικραμένος αναφέρει πως η προσπάθεια αυτή «περιλαμβάνει παρεμβάσεις μεταξύ άλλων
α) στη δικονομία (με την εισαγωγή της νέας εμπροσθοβαρούς διαδικασίας),
β) στην ψηφιοποίηση (με την υλοποίηση του νέου πληροφοριακού συστήματος και την εισαγωγή εργαλείων
τεχνητής νοημοσύνης),
γ) στη στελέχωση του Δικαστηρίου με υποστηρικτικό προσωπικό (με την πρόσληψη επίκουρων των δικαστών και νέων δικαστικών υπαλλήλων),
δ) στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών (ισοβαρής επιβάρυνση με αυτοματοποιημένο τρόπο), ε) στη διαχείριση του φόρτου
εργασίας (με την εισαγωγή στοχοθεσίας για κάθε δικαστικό λειτουργό και την παρακολούθηση υλοποίησης της).»
Μάλιστα, ο κ. Πικραμένος επισημαίνει πως για το σκοπό της άμεση επίλυσης σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας, οι υποθέσεις μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν μεγάλες κατηγορίες πολιτών εισάγονται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. «Προσφάτως η διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας έχει αποκτήσει πιο σύγχρονο περιεχόμενο για να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ δικαστών και δικηγόρων προς όφελος της αιτιολογίας των αποφάσεων και εν τέλει των διαδίκων και της κοινωνίας» εξηγεί ο πρόεδρος του ΣτΕ στην επιστολή του.
Ο πρόεδρος του ΣτΕ απευθυνόμενος μάλιστα στον κ. Βερβεσό, επισημαίνει πως «οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το
κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης ( που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά,το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία.»