Μια άλλη πτυχή της υπόθεσης της γυναικοκτονίας της 43χρονης Δώρας στο Αγρίνιο από τον πρώην σύντροφό της αποκάλυψε o επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Νοτιοανατολικής Αττικής, Γιώργος Καλλιακμάνης, περιγράφοντας τι συνέβη στην τηλεφωνική του συνομιλία με τον καθ' ομολογίαν δράστη πριν από την παράδοσή του.

Όπως υπογράμμισε ο κ. Καλλιακμάνης, προσπάθησε το αυτονόητο, δηλαδή την αποτροπή περαιτέρω ενεργειών που θα είχαν αποτέλεσμα μοιραίο για ανθρώπινη ζωή, όπως έγινε με τη δολοφονική επίθεση στην πρώην σύντροφό του.

«Αυτός ο άνθρωπος ο οποίος σκότωσε την κοπέλα, και είχε πρόθεση προφανώς να την σκοτώσει, γιατί είχε πάρει ένα πιστόλι, λέει ότι το πήρε από την Ομόνοια. Εγώ θα πω ότι να δούμε πώς το πήρε, να δούμε αν το πήρε από την Ομόνοια, γιατί όλοι αυτό λένε ότι “το βρήκα το πιστόλι από την Ομόνοια” . Δεν μπορείς εύκολα να πας και να πεις “ποιος έχει ένα πιστόλι να αγοράσω;”[…] Ο άνθρωπος λοιπόν, όταν δολοφόνησε την γυναίκα αυτή, ήρθε στο σπίτι του, άφησε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι, ανέβηκε πάνω, πήρε ένα σάκο, έβαλε μέσα το πιστόλι, σφαίρες και ένα μαχαίρι και περιπλανιόταν 17 ολόκληρες ώρες μέσα στη νύχτα με βροχή κλπ. και κοιμήθηκε σε ένα εκκλησάκι που βρίσκεται εδώ κοντά», είπε αρχικά μιλώντας στην ΕΡΤ ο κ. Καλλιακμάνης.

*Διαβάστε ακόμα: Βόλος: "Θα πάθεις τα ίδια" - Απείλησε τη σύντροφό του ενώ παρακολουθούσαν στις ειδήσεις τη γυναικοκτονία στο Αγρίνιο



Καλλιακμάνης: «Αν πατήσεις τη σκανδάλη, θα σκοτώσεις και την αδερφή σου» 

«Προσπάθησε να διαφύγει της σύλληψης αλλά δεν ξέρουμε τι είχε στο μυαλό του να κάνει. Γιατί; Γιατί είχε το πιστόλι συνέχεια μαζί του. Όταν λοιπόν επέστρεψε από το σημείο που είχε κρυφτεί και πήγε κάτω από το σπίτι του πάλι τον είδε η αδερφή του και η μητέρα του. Η αδερφή του έτρεξε κοντά του. Εκείνη την ώρα η μητέρα του ενημέρωσε τη γυναίκα του προέδρου του χωριού η οποία με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “πάρε την αδερφή του τώρα τηλέφωνο” χωρίς να ξέρω εγώ ότι βρίσκεται με τον δράστη» πρόσθεσε ο κ. Καλλιακμάνης.

«Όταν πήρα την αδερφή του την άκουσα να φωνάζει. Μου είπε ότι έχει το πιστόλι στον κρόταφο, φωνάζει ότι θα αυτοκτονήσει και της είπα να ανοίξει, να βάλει ανοιχτή ακρόαση για να με ακούει ο δράστης. Προσπάθησα να τον καλμάρω γιατί άκουγα που φώναζε “θα αυτοκτονήσω, θα αυτοκτονήσω”. Δεν ξέρουμε την πρόθεσή του πια ποια θα ήταν. Δεν ξέρουμε αν θα ήθελε να αυτοκτονήσει. Θα μπορούσε να αυτοκτονήσει από την πρώτη στιγμή ή θα μπορούσε να αυτοκτονήσει εκεί που κρύφτηκε. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θα κάνει ένας άνθρωπος που κρατάει ένα πιστόλι στα χέρια του, ένα περίστροφο στα χέρια του που προηγουμένως έχει σκοτώσει έναν άνθρωπο και έχει επισκεφθεί και ψυχίατρο και του δίνει φαρμακευτική αγωγή[…]».

«Αυτός όταν σκότωσε την κοπέλα πήρε την αδερφή του και της είπε ότι “το έκανα, να προσέχεις τον εαυτό σου, το παιδί σου, την ανιψιά μου και τη μαμά”. Οπότε κατάλαβα ότι έχει αδυναμία στα τρία αυτά πρόσωπα. Όταν του είπα λοιπόν, αν του λέω ότι αν πατήσεις τη σκανδάλη, αυτό που θα κάνεις αυτή τη στιγμή είναι να σκοτώσεις και αυτά τα πρόσωπα, να σκοτώσεις την αδερφή σου, τη μητέρα σου και την ανιψιά σου. Με ρωτούσε αν το θύμα του αν είχε φύγει από τη ζωή. Εγώ του είπα όχι, δεν είναι νεκρή, όλα θα πάνε καλά. Θεώρησα ότι αν του πω ότι είναι νεκρή, ίσως μετά να έκανε κάποια πράγματα και απέναντι στην αδερφή του. Είχα το δεδομένο ότι είχε καλές σχέσεις με την αδερφή του ήταν, αλλά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις για αυτά τα άτομα. Ένας άνθρωπος που σηκώνει το πιστόλι και σκοτώνει έναν άνθρωπο ή το μαχαίρι και καρφώνει έναν άνθρωπο, μπορεί να κάνει το οτιδήποτε. Του μιλούσα λοιπόν πάρα πολλή ώρα. Μου ζήτησε κάποια στιγμή να κλείσω το τηλέφωνο για να ηρεμήσει. Δεν το έκλεισα. Του λέω όχι, δεν θα το κλείσω το τηλέφωνο, θα με ακούσεις».

«Του μιλούσα συνεχώς λοιπόν, μέχρι που ήρθε ο διαπραγματευτής της Ελληνικής Αστυνομίας που ανέλαβε αυτός μετά το ρόλο της διαπραγμάτευσης. Εγώ δεν έκανα διαπραγμάτευση. Εγώ του μιλούσα, προσπαθούσα να τον κρατήσω ήρεμο και να αποφύγουμε τα χειρότερα. Και όλα πήγαν καλά. Παρέδωσε το πιστόλι στην αδερφή του και η αδερφή του με τη σειρά της στην Ελληνική Αστυνομία. Όλα πήγαν καλά ευτυχώς, αλλά δεν πήγε καλά αυτό που έγινε με την ψυχρά δολοφονημένη γυναίκα».