Η ζωή του Βαρδή Βαρδινογιάννη και η πορεία του από την Επισκοπή Ρεθύμνου, το Ναυτικό, τον γάμο του με την Μαριάννα και τις επιχειρήσεις
Θεματοφύλακας της φιλίας της Κρήτης της οικογένειας
Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης ξεκίνησε από το µηδέν και κατάφερε να χτίσει, µαζί µε τα υπόλοιπα αδέρφια του και τα πέντε παιδιά του, µια τεράστια αυτοκρατορία
Γράφτηκαν πολλά και θα γραφτούν ακόµα περισσότερα τις προσεχείς ηµέρες για τον θάνατο του κορυφαίου Ελληνα επιχειρηµατία Βαρδή Βαρδινογιάννη. Το διά ταύτα των αναφορών κατέληγε στο ίδιο συµπέρασµα, πως ο θάνατός του αποτελεί «τέλος εποχής». Με την έννοια πως ήταν ο τελευταίος των «µεγάλων» του προηγούµενου αιώνα, που ξεκίνησε από το µηδέν και κατάφερε να χτίσει, µαζί µε τα υπόλοιπα αδέρφια του και τα πέντε παιδιά του, µια τεράστια αυτοκρατορία. Το όνοµα του Βαρδή Βαρδινογιάννη είναι πλέον δίπλα σε αυτά των Ωνάση, Νιάρχου και Λάτση. Είναι οι µυθικές επιχειρηµατικές οικογένειες της χώρας, για τις οποίες εδώ και δεκαετίες κυκλοφορούν τόσο πολλές ιστορίες και φήµες, ακόµα και στο τελευταίο ελληνικό κυριακάτικο τραπέζι.
Το ενδιαφέρον σε σχέση µε τον Βαρδή Βαρδινογιάννη, όµως, δεν περιστρέφεται µόνο γύρω από τα επιχειρηµατικά του κατορθώµατα, που τον έκαναν να αναγνωριστεί παγκοσµίως. Εγκειται πρωτίστως στο πεδίο της ανθρώπινης συµπεριφοράς του, την οποία και µνηµονεύουν όλοι οι άνθρωποι που περπάτησαν δίπλα του αυτές τις (πολλές) δεκαετίες της ζωής του. Είναι µικρές, καθηµερινές ιστορίες, οι οποίες σχετίζονται µε το αόρατο νήµα που τον συνέδεε µε τους παιδικούς του φίλους, τους συγχωριανούς του, τους συµµαθητές του, τους συνοδοιπόρους του στο Ναυτικό. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν η τεράστια οικογένειά του, που δεν ξεχνούσε ποτέ, που νοιαζόταν για την πορεία τους, τις αγωνίες τους, την εξέλιξή τους, τα προβλήµατά τους.Σχετίζονται, επίσης, µε την αυθεντική σχέση που οικοδοµούσε µε τους εργαζοµένους στις επιχειρήσεις του.
«Ηταν ευλογία να δουλεύεις για τον κύριο Βαρδή», έλεγαν, διότι ήξεραν πως όποιο πρόβληµα και αν αντιµετώπιζαν, θα ήταν δίπλα τους, όπως δίπλα ήταν και στις χαρές τους. Οι επιχειρήσεις του, δε, είχαν έντονο και το οικογενειακό στοιχείο, καθώς σε αυτές έπιαναν συχνά δουλειά και τα παιδιά των υπαλλήλων του. Πολλά, µάλιστα, από αυτά τα παιδιά τα είχε βαπτίσει ο ίδιος!
Η μεγάλη αγωνία του Βαρδή Βαρδινογιάννη
Στον «κύριο Βαρδή» άρεσε να λέει ιστορίες. Πρωτίστως για το Ναυτικό, την απόταξή του λόγω της χούντας, την εξορία του στην Αµοργό, την αντιστασιακή του δράση κόντρα στους απριλιανούς. Απόρροια των προαναφερθέντων είναι οι σχέσεις ζωής που οικοδόµησε µε τους ανθρώπους του Πολεµικού Ναυτικού και κράτησε µέχρι το τέλος. Η µεγάλη του αγωνία ήταν οι συνθήκες που βίωναν οι απόστρατοι συµµαθητές του λόγω των περικοπών από τα µνηµόνια. Με εµφανή οργή σχολίαζε τον χαµηλό µισθό που έπαιρναν οι ναύαρχοι και τα στελέχη του Ναυτικού. Είχε να λέει µε πίκρα πως πολλοί από αυτούς δεν είχαν πλέον την οικονοµική δυνατότητα να έρθουν στις καθιε-ρωµένες µαζώξεις που έκαναν επί δεκαετίες οι παλιοί συµµαθητές σε κουτούκια της Αττικής. Και, φυσικά, δεν ήθελε ποτέ ο ίδιος να επιδεικνύει τον πλούτο του και να πληρώνει τα τραπέζια, καθώς το θεωρούσε αναξιοπρεπές για όσους είχαν φορέσει, όπως τόνιζε, το τιµηµένο εθνόσηµο.
Ο «κύριος Βαρδής» είχε, ωστόσο, δύο σηµεία αναφοράς. Το ένα ήταν η οικογένειά του και το άλλο η Κρήτη, και συγκεκριµένα η Επισκοπή Ρεθύµνου. Ολα, βεβαίως, άρχιζαν και τελείωναν στη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, τη γυναίκα που πορεύτηκε µαζί της από το 1961 έως τον Ιούλιο του 2023, όταν πέθανε χτυπηµένη από τον καρκίνο. Το χτύπηµα αυτό ήταν µάλλον εξίσου ισχυρό και για τον ίδιο, καθώς από τότε άρχισε η αντίστροφη µέτρηση.
Η έννοια, ωστόσο, της οικογένειας ήταν γι' αυτόν ιερή. Και οικογένεια ήταν η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τα αδέρφια του, τα ανίψια του. Ο δηµοσιογραφικός µύθος λέει πως µια φορά ένα περιοδικό (σ.σ.: του Πέτρου Κωστόπουλου) είχε προσπαθήσει να παρουσιάσει όλο το οικογενειακό δέντρο των Βαρδινογιάννηδων. Ο ίδιος ο Βαρδής παρείχε οµπρέλα προστασίας για όλα τα µέλη της οικογένειας.
Με τον δικό του τρόπο, που δεν ήταν πάντα γλυκός, έστελνε τα αντίστοιχα µηνύµατα αν κάποιος πείραζε τους δικούς του ανθρώπους. Γι’ αυτό και εν προκειµένω είναι «έργο Βαρδή» ο µύθος της πιο ισχυρής, από κάθε άποψη, οικογένειας της Ελλάδας. Τα περίφηµα «κυριακάτικα τραπέζια» µε τις αντίστοιχες παρουσίες ήταν κοµµάτι των υποχρεώσεων των µελών της οικογένειας, ανεξάρτητα από ηλικίες, παρέες κ.λπ.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Η τεράστια επιρροή του
Ταυτόχρονα, είχε τεράστια επιρροή σε όλους τους αρµούς της εξουσίας. Στο γήπεδο της πολιτικής, στον χώρο της ∆ικαιοσύνης, στο άβατο της Εκκλησίας, στις Ενο-πλες ∆υνάµεις. ∆εν υπήρχε κάποιο πεδίο άσκησης εξουσίας όπου ο, κατά κόσµον, «ΒΒ» να µην είχε «τους δικούς τους ανθρώπους». Ακολούθως, οι άνθρωποι αυτοί περηφανεύονταν πως «εµείς είµαστε του Βαρδή».
Η αδυναµία του ήταν, φυσικά, η Κρήτη. Αν ήσουν από το νησί και, πολύ περισσότερο, από το Ρέθυµνο, έπαιρνες διαβατήριο ανέλιξης δίπλα του. Μιλούσε µε δέος για τις παραδόσεις της Κρήτης, τη λεβεντιά και την µπέσα των ανθρώπων της, ενώ το µόνιµο αστείο του ήταν αυτό της αυτονόµησης της Κρήτης, καθώς, όπως έλεγε, «πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ανεξάρτητο κράτος».
Η αγωνία του για την πορεία του τόπου αποτυπωνόταν και στις σχέσεις µε την πολιτική και τους πολιτικούς. Γι’ αυτό και δικαίως αξιολογείται ως ευπατρίδης. Από παραδοσιακή βενιζελική οικογένεια, µε σαφείς αναφορές στον κεντρώο χώρο, µε αδερφό τον Παύλο, βουλευτή στο Ρέθυµνο. Ηταν επιστήθιος φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου και διατεινόταν πως ήταν από τους λίγους που επηρέαζαν τις αποφάσεις του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.
Η πλέον σύνθετη πολιτική σχέση που είχε και η οποία κράτησε έως και την τελευταία µέρα της ζωής του, τον Μάιο του 2017, ήταν µε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Τους ένωναν πάρα πολλά, µεταξύ αυτών και η Κρήτη, τους δυσκόλευε η µόνιµη σύγκρουση µε τον Ανδρέα. Ο µειλίχιος Βαρδής µε τους απλούς ανθρώπους ήταν εξίσου σκληρός µε τους ισχυρούς αντιπάλους του. Είτε ήταν πολιτικοί είτε ήταν επιχειρηµατίες. Μυθική, για παράδειγµα, ήταν η επί δεκαετίες σύγκρουσή του µε την οικογένεια Λάτση. ∆εν του ήταν ξένη η αντίληψη «Ή µαζί µου ή µε τους άλλους». Κρητικός, γαρ. Με µπέσα, µε λεβεντιά, µε ευαισθησίες, αλλά και βαθύς γνώστης του τι σηµαίνει «κρητική βεντέτα».
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά