Τι κρύβεται πίσω από 112 εξαφανίσεις ανηλίκων - Τα κυκλώματα που βάλλουν κατά των αδύναμων κρίκων των οικογενειών
Σοκάρουν τα στοιχεία
Ο πρόεδρος του "Χαµόγελου του Παιδιού", Κώστας Γιαννόπουλος, και η ψυχολόγος συντονίστρια του Κέντρου του Οργανισµού για την Κακοποίηση και Εκµετάλλευση Παιδιών, Σταυρούλα Σπυροπούλου, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου
Η ακατάληπτη γλώσσα των νέων -σαφώς δεν αναφερόµαστε στα διαχρονικά γλωσσικά κατασκευάσµατα της εκάστοτε γενιάς- φέρνει στην επιφάνεια ενδεχοµένως τις απαντήσεις στα πιο κρίσιµα ερωτήµατα της εποχής στον κοινωνικό διάλογο.
Η βία από και µεταξύ των ανηλίκων, το µπούλινγκ και άλλα παρεµφερή δεινά αποτελούν και αυτά µια µορφή επικοινωνίας και έκφρασης, την οποία ο κόσµος των ενηλίκων αδυνατεί να κατανοήσει και παράλληλα να τιθασεύσει.
Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» σε µια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση µε κορυφαία στελέχη του συλλόγου «Το Χαµόγελο του Παιδιού» βρέθηκαν µπροστά σε διαφωτιστικές απόπειρες εξαγωγής συµπερασµάτων, όπως αυτά απορρέουν από τη δράση στο πεδίο: την καθηµερινή µάχη για τη σωτηρία άγουρων ψυχών που βρίσκονται σε κίνδυνο. ∆εν µπορεί όµως σε καµία περίπτωση να παραβλεφθεί το ολοένα επαναλαµβανόµενο φαινόµενο των εξαφανίσεων και της φυγής ανηλίκων από το οικογενειακό πλαίσιο.
Πρόκειται για ένα ζήτηµα που, αν µη τι άλλο, είναι πέρα ως πέρα ανησυχητικό και οδηγεί σε καταστάσεις που, δίχως υπερβολή, κάνουν την περιβόητη υπόθεση του Κολωνού να ωχριά.
Αφορµή για τη συζήτηση αποτέλεσε η ραγδαία αύξηση των εξαφανίσεων παιδιών, κατά σχεδόν 15%, το πρώτο εξάµηνο του 2024, σε σχέση µε το αντίστοιχο διάστηµα του 2023.
Συνολικά 112 εξαφανίσεις ανηλίκων απασχόλησαν το «Χαµόγελο του Παιδιού» σε αυτό το διάστηµα και τα αποτελέσµατα των ερευνών έφεραν στην επιφάνεια ζοφερές καταστάσεις.
Τα θύµατα αυτών είναι ως επί το πλείστον κορίτσια ηλικίας 12 έως 16 ετών, ελληνικής καταγωγής. Κορίτσια τα οποία εκπέµπουν σιωπηρά SOS, αδυνατώντας να διαχειριστούν καταστάσεις εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, φεύγουν και εξαφανίζονται είτε ακολουθώντας µια µη ρεαλιστική εικόνα ιδεατού είτε επειδή έχουν παρασυρθεί σε µια περιπέτεια µε αφετηρία και πάλι την απόδραση.
Το αποτέλεσµα αυτής της επιλογής είναι εφιαλτικό. Η σεξουαλική και οικονοµική εκµετάλλευση είναι παρούσες στην πλειονότητα των περιστατικών!
Κύρια πηγή κινδύνου γι’ αυτά τα κορίτσια αποτελούν ολιγοµελή κυκλώµατα, ακόµα και οικογένειες, οι οποίες εγκλωβίζουν τις µικρές φυγάδες σε µια ψευδαίσθηση φροντίδας που δεν λάµβαναν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, σε έναν ψευδεπίγραφο έρωτα, στις ναρκωτικές ουσίες και, τέλος, στους εκβιασµούς!
Τα κορίτσια πολλές φορές προσεγγίζονται µέσα από το ∆ιαδίκτυο από νεαρούς –σε πλείστες περιπτώσεις Ροµά– που πωλούν έρωτα, ενώ εκείνα τον «αγοράζουν» ως υποκατάστατο της ανάγκης του ανήκειν.
Εξ ου και ο όρος «lover boys», που υιοθετήθηκε από τη Europol στα τέλη της προηγούµενης δεκαετίας για την αντίστοιχη δράση κυκλωµάτων µεταναστών στην Κεντρική Ευρώπη.
Σε αρκετές περιπτώσεις η µέγγενη της ιδιόµορφης σκλαβιάς σφίγγει ακόµα περισσότερο µε την τέλεση αµφίβολων διαδικασιών γάµων (!), αλλά και βεβαίως τη σωµατική απειλή και την απειλή σε βάρος συγγενικών τους προσώπων.
Έχουν, δε, παρατηρηθεί φαινόµενα «δανεισµού» αυτών των κοριτσιών σε άλλου είδους «επαγγελµατίες», που επίσης τις εκµεταλλεύονται.
Την ίδια στιγµή, η µοίρα των αγνοούµενων αγοριών, στο χειρότερο πιθανό σενάριο, είναι συνυφασµένη µε τη διακίνηση ναρκωτικών.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία από τις υποθέσεις που έχει αναλάβει το «Χαµόγελο του Παιδιού», η διακίνηση µικρών ποσοτήτων γίνεται ολοένα και συχνότερη από ανηλίκους, που διαφεύγουν την προσοχή των Αρχών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα όποια κυκλώµατα εντάσσουν στον κόσµο του εθισµού τους νεαρούς, καθιστώντας τους δέσµιους στις επιταγές τους.
Μέχρι στιγµής, πάντως, δεν έχουν προκύψει στοιχεία για ένταξή τους σε άλλου είδους παράνοµες δραστηριότητες.
Ποιοι είναι οι λόγοι όµως που οδηγούν τα παιδιά στη φυγή; Πώς καταλήγουν µε ευάλωτες έως ανύπαρκτες άµυνες απέναντι στον κίνδυνο;
Η εµπειρία του πεδίου οδηγεί τη Σταυρούλα Σπυροπούλου σε κάποια διαφωτιστικά πρώτα συµπεράσµατα.
Η ψυχολόγος και συντονίστρια του Κέντρου του Οργανισµού για την Κακοποίηση και Εκµετάλλευση Παιδιών σκιαγραφεί στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» το προφίλ αυτών των παιδιών, δίνοντας µια περιγραφή που ταιριάζει σε ένα µεγάλο µέρος του πληθυσµού και όχι µόνο στα µέλη των λεγόµενων «προβληµατικών» οικογενειών.
Αρχικά υπογραµµίζει πως οι… κινηµατογραφικές απαγωγές είναι από σπάνιες έως ανύπαρκτες και διαχωρίζει σε δύο κατηγορίες τις φυγές των παιδιών: «Από τις µαρτυρίες των ίδιων των παιδιών προκύπτουν δύο είδη φυγών. Το πρώτο αφορά τους εφήβους που φεύγουν για να γλυτώσουν από κάτι. Μια κατάσταση που βιώνουν στο σπίτι τους. Μια δυσλειτουργική σχέση στην οικογένεια. Ενα πρόβληµα ψυχικής υγείας που µπορεί να αντιµετωπίζουν. Οτιδήποτε ανήκει στην κατηγορία των αντίξοων εµπειριών στην παιδική ηλικία. Η δεύτερη κατηγορία είναι τα παιδιά που φεύγουν προς κάτι. ∆ηλαδή τα προ σελκύει µια κατάσταση. Παιδιά επιρρεπή στην επιρροή συνήθως ενηλίκων, που σκοπεύουν να τα θέσουν σε πολύ σοβαρούς κινδύνους».
Όπως προαναφέρθηκε, ο «µύθος» πως το ευάλωτο παιδί είναι µόνο το µέλος µιας προβληµατικής οικογένειας καταρρίπτεται, καθώς ανάµεσα στα θύµατα διαπιστώνονται και εκείνα που ανήκουν σε οικογένειες όπου φαινοµενικά επικρατεί τάξη.
Η κ. Σπυροπούλου εξάγει κάποια κοινά στοιχεία από τα παιδιά-φυγάδες, τα οποία είναι σαφέστατα οικεία: «Ευάλωτα είναι τα παιδιά των οποίων τα υποστηρικτικά δίκτυα έχουν ατονήσει. Αν έχουν σταµατήσει το σχολείο. Το σχολείο είναι δεσµός, είναι κοινωνία, είναι πολύ προστατευτικό εργαλείο. Παιδιά που δεν έχουν υποστήριξη, για να δια φύγουν ενός προβλήµατος που αντιµετωπίζουν στο σπίτι τους. ∆εν έχουν κάποιον σηµαντικό άλλον για να βασιστούν. Παιδιά που ιδιοσυγκρασιακά είναι επιρρεπή. Έχουν την τάση να χρειάζονται την επιβεβαίωση των άλλων».
Η επαναφορά του φακού του ενδιαφέροντος στις πραγµατικές ανάγκες των παιδιών είναι επιτακτική.
Η κ. Σπυροπούλου αναλύει τα χρήσιµα εργαλεία που θα πρέπει να παραχωρηθούν σε αυτά, ώστε να αποκτήσουν στέρεες βάσεις και γερό «πάτηµα». «Το νούµερο 1 είναι η αυτοεκτίµηση. Τα παιδιά έχουν την τάση να προσπαθούν να ανήκουν κάπου, να έχουν σηµασία για κάποιον. Επί παραδείγµατι, η εµπλοκή σε δραστηριότητες τα γεµίζει µε αυτοπεποίθηση. Τους δίνεται η αίσθηση πως ανήκουν σε µια οµάδα. Το δεύτερο είναι να έχουν έναν σηµαντικό άλλον. Να µπορούν να εµπιστευτούν κάποιον, να τον ακολουθήσουν ως πρότυπο», τονίζει και υπογραµµίζει την αναγκαιότητα παρο χής µέσων στην εκάστοτε οικογένεια, ώστε να αποτελέσει «προστατευτικό πλέγµα» για τα παιδιά.
Ο επίλογος της συζήτησης, ωστόσο, εµπεριείχε παρατηρήσεις οι οποίες, όσο φρικτές µπορεί να φαντάζουν, άλλο τόσο χρήσιµες µπορεί να χαρακτηριστούν.
Η κ. Σπυροπούλου παρατηρεί πως εδώ και µεγάλο χρονικό διάστηµα τα παιδιά αποστέλλουν µηνύµατα τα οποία ο ενήλικος πληθυσµός αδυνατεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει: «Παρατηρούµε πως τα παιδιά έχουν έντονο θυµό. Οι γονείς προσπαθούν να δείξουν την αγάπη και την προστασία τους πολλές φορές µε τρόπο που δεν ταιριάζει µε τις ανάγκες του παιδιού. Πολλές φορές το όριο είναι αγάπη. Οι έφηβοι το ζητάνε. Θέλουν οριοθέτηση, γιατί τους δείχνει ποιοι είναι και τον ρόλο τους στην οικογένεια. Τους δίνει κατεύθυν ση. Βλέπουµε οικογένειες διαταραγµένες, όπου δεν υπάρχει κοινή γραµµή στα πράγµατα. Τα παιδιά είναι υπερβολικά θυµωµένα. Κάτι θέλουν να πουν. Είναι µια διάθεση των παιδιών να αποκτήσουν έναν έλεγχο πάνω στα πράγµατα, διότι νιώθουν πως δεν υπάρχει έλεγχος. Τα παιδιά των φυγών είναι παιδιά που δείχνουν πως έχουν χάσει πλήρως την εµπιστοσύνη τους στους ενηλίκους».
Την ώρα που θα περίµενε κανείς πως η ακµή της ανθρώπινης δραστηριότητας θα βελτίωνε εµφανώς τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διαβιοί το σύνολο του πληθυσµού, για τον πρόεδρο του «Χαµόγελου του Παιδιού», Κώστα Γιαννόπουλο, τα µηνύµατα κάθε άλλο παρά αισιόδοξα µπορούν να χαρακτηριστούν.
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», µοναδική αχτίδα ελπίδας αποτελεί η ελαφρώς αυξηµένη καταφυγή των πληγεισών οικογενειών στις αρµόδιες υπηρεσίες. Αυτό δεν ήταν πάντοτε κανόνας. Τουναντίον.
«Ανέκαθεν το πρόβληµα στις φυγές ήταν πως δεν δηλώνονταν καθόλου. Υπήρχε εντονότερα στο παρελθόν ένα στερεότυπο που έλεγε πως η νεαρή “έφυγε µε τον… γκόµενό της”. Αυτή την παθογένεια είχαµε εντοπίσει στην κοινωνία γενικότερα. Είχε διαπιστωθεί πως η ελληνική κοινωνία θεωρού σε τέτοια περιστατικά πρόβληµα µόνο της οικογένειας της εκάστοτε αγνοουµένης», σηµειώνει γλαφυρά.
Ο κ. Γιαννόπουλος, προσπαθώντας πάντα να αποφύγει το εύκολο µονοπάτι της γενίκευσης και της προ κατάληψης, επικεντρώθηκε σε µια αλληλουχία περιστατικών που παρουσίασαν κοινά χαρακτηριστικά: «Παιδιά, ως επί το πλείστον όµως κορίτσια, που αντιµετωπίζουν προβλήµατα στην οικογένεια ή αναζητούν αγάπη και φροντίδα, επηρεάζονται από τη διά δρασή τους µε το ∆ιαδίκτυο. Νοµίζουν πως θα βρουν αυτό που τους λείπει σε εκείνον που τις παρασύρει. Ξαφνικά πέφτουν θύµατα µε τη “θέλησή” τους. Κύρια πηγή αυτής της διαδικασίας είναι Ροµά, είτε Έλληνες είτε αλλοδαποί. Στο εξωτερικό τούς έχουν δώσει το όνοµα “lover boys”. Τα κυκλώµατα είναι µικρά, ως επί το πλείστον οικογένειες. Αυτό που µας τροµάζει είναι πως τον τελευταίο καιρό φτάνουν στο σηµείο να παντρεύονται κιόλας αυτές τις κοπέλες», τονίζει και συµπληρώνει: «Υπάρχουν όµως και περιπτώσεις οι οποίες δεν δηλώνονται. Οι γονείς δεν θέλουν να εκτεθούν, ενδεχοµένως και για να µην κληθούν. Μόνο το τελευταίο διάστηµα έχουµε σηµειώσει τρία-τέσσερα περιστατικά που κατέληξαν σε αυτούς τους αµφίβολους γάµους!». Όσο είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, πάντα µε βάση τα µέσα που κατέχει το «Χαµόγελο του Παιδιού», πολλές από τις εξαφανίσεις-φυγές έχουν πάνω κάτω παρόµοια κατάληξη.
«Τα κυκλώµατα οδηγούν τα παιδιά πέρα από την προφανή εκµετάλλευση, όπως για πα ράδειγµα αυτήν της πορνείας. Σε κάποιες περιπτώσεις τα “δανείζουν” σε τρίτους, δυσχεραίνοντας ακόµα περισ σότερο την επιστροφή τους σε κάποια κανονικότητα. Υπάρχουν βεβαίως και τα ναρκωτικά, τα οποία χρησιµοποιούνται ως εργαλείο εγκλωβισµού, αλλά και ως µέσο εκµετάλλευσης, πα ραγωγής πλούτου», υποστηρίζει ο κ. Γιαννόπουλος και εκφράζει περαιτέ ρω την ανησυχία του, καθώς διαπι στώνει πως τα κυκλώµατα δρουν δίχως δισταγµό.
«Έχουν καταγραφεί συµπεριφορές που διακατέχονται από θράσος. ∆εν φοβούνται τίποτα και κα νέναν. Φτάνουν στο σηµείο να εκβιάζουν και συγγενείς, γονείς», σηµειώνει.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 23/11/2024
Η βία από και µεταξύ των ανηλίκων, το µπούλινγκ και άλλα παρεµφερή δεινά αποτελούν και αυτά µια µορφή επικοινωνίας και έκφρασης, την οποία ο κόσµος των ενηλίκων αδυνατεί να κατανοήσει και παράλληλα να τιθασεύσει.
Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» σε µια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση µε κορυφαία στελέχη του συλλόγου «Το Χαµόγελο του Παιδιού» βρέθηκαν µπροστά σε διαφωτιστικές απόπειρες εξαγωγής συµπερασµάτων, όπως αυτά απορρέουν από τη δράση στο πεδίο: την καθηµερινή µάχη για τη σωτηρία άγουρων ψυχών που βρίσκονται σε κίνδυνο. ∆εν µπορεί όµως σε καµία περίπτωση να παραβλεφθεί το ολοένα επαναλαµβανόµενο φαινόµενο των εξαφανίσεων και της φυγής ανηλίκων από το οικογενειακό πλαίσιο.
Πρόκειται για ένα ζήτηµα που, αν µη τι άλλο, είναι πέρα ως πέρα ανησυχητικό και οδηγεί σε καταστάσεις που, δίχως υπερβολή, κάνουν την περιβόητη υπόθεση του Κολωνού να ωχριά.
Αφορµή για τη συζήτηση αποτέλεσε η ραγδαία αύξηση των εξαφανίσεων παιδιών, κατά σχεδόν 15%, το πρώτο εξάµηνο του 2024, σε σχέση µε το αντίστοιχο διάστηµα του 2023.
Συνολικά 112 εξαφανίσεις ανηλίκων απασχόλησαν το «Χαµόγελο του Παιδιού» σε αυτό το διάστηµα και τα αποτελέσµατα των ερευνών έφεραν στην επιφάνεια ζοφερές καταστάσεις.
Τα θύµατα αυτών είναι ως επί το πλείστον κορίτσια ηλικίας 12 έως 16 ετών, ελληνικής καταγωγής. Κορίτσια τα οποία εκπέµπουν σιωπηρά SOS, αδυνατώντας να διαχειριστούν καταστάσεις εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, φεύγουν και εξαφανίζονται είτε ακολουθώντας µια µη ρεαλιστική εικόνα ιδεατού είτε επειδή έχουν παρασυρθεί σε µια περιπέτεια µε αφετηρία και πάλι την απόδραση.
Το αποτέλεσµα αυτής της επιλογής είναι εφιαλτικό. Η σεξουαλική και οικονοµική εκµετάλλευση είναι παρούσες στην πλειονότητα των περιστατικών!
Εξαφανίσεις παιδιών: Κύρια πηγή κινδύνου η ψευδαίσθηση φροντίδας
Κύρια πηγή κινδύνου γι’ αυτά τα κορίτσια αποτελούν ολιγοµελή κυκλώµατα, ακόµα και οικογένειες, οι οποίες εγκλωβίζουν τις µικρές φυγάδες σε µια ψευδαίσθηση φροντίδας που δεν λάµβαναν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, σε έναν ψευδεπίγραφο έρωτα, στις ναρκωτικές ουσίες και, τέλος, στους εκβιασµούς!Τα κορίτσια πολλές φορές προσεγγίζονται µέσα από το ∆ιαδίκτυο από νεαρούς –σε πλείστες περιπτώσεις Ροµά– που πωλούν έρωτα, ενώ εκείνα τον «αγοράζουν» ως υποκατάστατο της ανάγκης του ανήκειν.
Εξ ου και ο όρος «lover boys», που υιοθετήθηκε από τη Europol στα τέλη της προηγούµενης δεκαετίας για την αντίστοιχη δράση κυκλωµάτων µεταναστών στην Κεντρική Ευρώπη.
Σε αρκετές περιπτώσεις η µέγγενη της ιδιόµορφης σκλαβιάς σφίγγει ακόµα περισσότερο µε την τέλεση αµφίβολων διαδικασιών γάµων (!), αλλά και βεβαίως τη σωµατική απειλή και την απειλή σε βάρος συγγενικών τους προσώπων.
Έχουν, δε, παρατηρηθεί φαινόµενα «δανεισµού» αυτών των κοριτσιών σε άλλου είδους «επαγγελµατίες», που επίσης τις εκµεταλλεύονται.
Την ίδια στιγµή, η µοίρα των αγνοούµενων αγοριών, στο χειρότερο πιθανό σενάριο, είναι συνυφασµένη µε τη διακίνηση ναρκωτικών.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία από τις υποθέσεις που έχει αναλάβει το «Χαµόγελο του Παιδιού», η διακίνηση µικρών ποσοτήτων γίνεται ολοένα και συχνότερη από ανηλίκους, που διαφεύγουν την προσοχή των Αρχών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα όποια κυκλώµατα εντάσσουν στον κόσµο του εθισµού τους νεαρούς, καθιστώντας τους δέσµιους στις επιταγές τους.
Μέχρι στιγµής, πάντως, δεν έχουν προκύψει στοιχεία για ένταξή τους σε άλλου είδους παράνοµες δραστηριότητες.
«Παιδιά που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους ενηλίκους»
Ποιοι είναι οι λόγοι όµως που οδηγούν τα παιδιά στη φυγή; Πώς καταλήγουν µε ευάλωτες έως ανύπαρκτες άµυνες απέναντι στον κίνδυνο;Η εµπειρία του πεδίου οδηγεί τη Σταυρούλα Σπυροπούλου σε κάποια διαφωτιστικά πρώτα συµπεράσµατα.
Η ψυχολόγος και συντονίστρια του Κέντρου του Οργανισµού για την Κακοποίηση και Εκµετάλλευση Παιδιών σκιαγραφεί στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» το προφίλ αυτών των παιδιών, δίνοντας µια περιγραφή που ταιριάζει σε ένα µεγάλο µέρος του πληθυσµού και όχι µόνο στα µέλη των λεγόµενων «προβληµατικών» οικογενειών.
Αρχικά υπογραµµίζει πως οι… κινηµατογραφικές απαγωγές είναι από σπάνιες έως ανύπαρκτες και διαχωρίζει σε δύο κατηγορίες τις φυγές των παιδιών: «Από τις µαρτυρίες των ίδιων των παιδιών προκύπτουν δύο είδη φυγών. Το πρώτο αφορά τους εφήβους που φεύγουν για να γλυτώσουν από κάτι. Μια κατάσταση που βιώνουν στο σπίτι τους. Μια δυσλειτουργική σχέση στην οικογένεια. Ενα πρόβληµα ψυχικής υγείας που µπορεί να αντιµετωπίζουν. Οτιδήποτε ανήκει στην κατηγορία των αντίξοων εµπειριών στην παιδική ηλικία. Η δεύτερη κατηγορία είναι τα παιδιά που φεύγουν προς κάτι. ∆ηλαδή τα προ σελκύει µια κατάσταση. Παιδιά επιρρεπή στην επιρροή συνήθως ενηλίκων, που σκοπεύουν να τα θέσουν σε πολύ σοβαρούς κινδύνους».
Όπως προαναφέρθηκε, ο «µύθος» πως το ευάλωτο παιδί είναι µόνο το µέλος µιας προβληµατικής οικογένειας καταρρίπτεται, καθώς ανάµεσα στα θύµατα διαπιστώνονται και εκείνα που ανήκουν σε οικογένειες όπου φαινοµενικά επικρατεί τάξη.
Η κ. Σπυροπούλου εξάγει κάποια κοινά στοιχεία από τα παιδιά-φυγάδες, τα οποία είναι σαφέστατα οικεία: «Ευάλωτα είναι τα παιδιά των οποίων τα υποστηρικτικά δίκτυα έχουν ατονήσει. Αν έχουν σταµατήσει το σχολείο. Το σχολείο είναι δεσµός, είναι κοινωνία, είναι πολύ προστατευτικό εργαλείο. Παιδιά που δεν έχουν υποστήριξη, για να δια φύγουν ενός προβλήµατος που αντιµετωπίζουν στο σπίτι τους. ∆εν έχουν κάποιον σηµαντικό άλλον για να βασιστούν. Παιδιά που ιδιοσυγκρασιακά είναι επιρρεπή. Έχουν την τάση να χρειάζονται την επιβεβαίωση των άλλων».
Ασπίδα προστασίας
Η επαναφορά του φακού του ενδιαφέροντος στις πραγµατικές ανάγκες των παιδιών είναι επιτακτική.Η κ. Σπυροπούλου αναλύει τα χρήσιµα εργαλεία που θα πρέπει να παραχωρηθούν σε αυτά, ώστε να αποκτήσουν στέρεες βάσεις και γερό «πάτηµα». «Το νούµερο 1 είναι η αυτοεκτίµηση. Τα παιδιά έχουν την τάση να προσπαθούν να ανήκουν κάπου, να έχουν σηµασία για κάποιον. Επί παραδείγµατι, η εµπλοκή σε δραστηριότητες τα γεµίζει µε αυτοπεποίθηση. Τους δίνεται η αίσθηση πως ανήκουν σε µια οµάδα. Το δεύτερο είναι να έχουν έναν σηµαντικό άλλον. Να µπορούν να εµπιστευτούν κάποιον, να τον ακολουθήσουν ως πρότυπο», τονίζει και υπογραµµίζει την αναγκαιότητα παρο χής µέσων στην εκάστοτε οικογένεια, ώστε να αποτελέσει «προστατευτικό πλέγµα» για τα παιδιά.
Ο επίλογος της συζήτησης, ωστόσο, εµπεριείχε παρατηρήσεις οι οποίες, όσο φρικτές µπορεί να φαντάζουν, άλλο τόσο χρήσιµες µπορεί να χαρακτηριστούν.
Η κ. Σπυροπούλου παρατηρεί πως εδώ και µεγάλο χρονικό διάστηµα τα παιδιά αποστέλλουν µηνύµατα τα οποία ο ενήλικος πληθυσµός αδυνατεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει: «Παρατηρούµε πως τα παιδιά έχουν έντονο θυµό. Οι γονείς προσπαθούν να δείξουν την αγάπη και την προστασία τους πολλές φορές µε τρόπο που δεν ταιριάζει µε τις ανάγκες του παιδιού. Πολλές φορές το όριο είναι αγάπη. Οι έφηβοι το ζητάνε. Θέλουν οριοθέτηση, γιατί τους δείχνει ποιοι είναι και τον ρόλο τους στην οικογένεια. Τους δίνει κατεύθυν ση. Βλέπουµε οικογένειες διαταραγµένες, όπου δεν υπάρχει κοινή γραµµή στα πράγµατα. Τα παιδιά είναι υπερβολικά θυµωµένα. Κάτι θέλουν να πουν. Είναι µια διάθεση των παιδιών να αποκτήσουν έναν έλεγχο πάνω στα πράγµατα, διότι νιώθουν πως δεν υπάρχει έλεγχος. Τα παιδιά των φυγών είναι παιδιά που δείχνουν πως έχουν χάσει πλήρως την εµπιστοσύνη τους στους ενηλίκους».
«Κορίτσια παρασύρονται στην καταστροφή τους»
Την ώρα που θα περίµενε κανείς πως η ακµή της ανθρώπινης δραστηριότητας θα βελτίωνε εµφανώς τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διαβιοί το σύνολο του πληθυσµού, για τον πρόεδρο του «Χαµόγελου του Παιδιού», Κώστα Γιαννόπουλο, τα µηνύµατα κάθε άλλο παρά αισιόδοξα µπορούν να χαρακτηριστούν. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», µοναδική αχτίδα ελπίδας αποτελεί η ελαφρώς αυξηµένη καταφυγή των πληγεισών οικογενειών στις αρµόδιες υπηρεσίες. Αυτό δεν ήταν πάντοτε κανόνας. Τουναντίον.
«Ανέκαθεν το πρόβληµα στις φυγές ήταν πως δεν δηλώνονταν καθόλου. Υπήρχε εντονότερα στο παρελθόν ένα στερεότυπο που έλεγε πως η νεαρή “έφυγε µε τον… γκόµενό της”. Αυτή την παθογένεια είχαµε εντοπίσει στην κοινωνία γενικότερα. Είχε διαπιστωθεί πως η ελληνική κοινωνία θεωρού σε τέτοια περιστατικά πρόβληµα µόνο της οικογένειας της εκάστοτε αγνοουµένης», σηµειώνει γλαφυρά.
Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση
Ο κ. Γιαννόπουλος, προσπαθώντας πάντα να αποφύγει το εύκολο µονοπάτι της γενίκευσης και της προ κατάληψης, επικεντρώθηκε σε µια αλληλουχία περιστατικών που παρουσίασαν κοινά χαρακτηριστικά: «Παιδιά, ως επί το πλείστον όµως κορίτσια, που αντιµετωπίζουν προβλήµατα στην οικογένεια ή αναζητούν αγάπη και φροντίδα, επηρεάζονται από τη διά δρασή τους µε το ∆ιαδίκτυο. Νοµίζουν πως θα βρουν αυτό που τους λείπει σε εκείνον που τις παρασύρει. Ξαφνικά πέφτουν θύµατα µε τη “θέλησή” τους. Κύρια πηγή αυτής της διαδικασίας είναι Ροµά, είτε Έλληνες είτε αλλοδαποί. Στο εξωτερικό τούς έχουν δώσει το όνοµα “lover boys”. Τα κυκλώµατα είναι µικρά, ως επί το πλείστον οικογένειες. Αυτό που µας τροµάζει είναι πως τον τελευταίο καιρό φτάνουν στο σηµείο να παντρεύονται κιόλας αυτές τις κοπέλες», τονίζει και συµπληρώνει: «Υπάρχουν όµως και περιπτώσεις οι οποίες δεν δηλώνονται. Οι γονείς δεν θέλουν να εκτεθούν, ενδεχοµένως και για να µην κληθούν. Μόνο το τελευταίο διάστηµα έχουµε σηµειώσει τρία-τέσσερα περιστατικά που κατέληξαν σε αυτούς τους αµφίβολους γάµους!». Όσο είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, πάντα µε βάση τα µέσα που κατέχει το «Χαµόγελο του Παιδιού», πολλές από τις εξαφανίσεις-φυγές έχουν πάνω κάτω παρόµοια κατάληξη. «Τα κυκλώµατα οδηγούν τα παιδιά πέρα από την προφανή εκµετάλλευση, όπως για πα ράδειγµα αυτήν της πορνείας. Σε κάποιες περιπτώσεις τα “δανείζουν” σε τρίτους, δυσχεραίνοντας ακόµα περισ σότερο την επιστροφή τους σε κάποια κανονικότητα. Υπάρχουν βεβαίως και τα ναρκωτικά, τα οποία χρησιµοποιούνται ως εργαλείο εγκλωβισµού, αλλά και ως µέσο εκµετάλλευσης, πα ραγωγής πλούτου», υποστηρίζει ο κ. Γιαννόπουλος και εκφράζει περαιτέ ρω την ανησυχία του, καθώς διαπι στώνει πως τα κυκλώµατα δρουν δίχως δισταγµό.
«Έχουν καταγραφεί συµπεριφορές που διακατέχονται από θράσος. ∆εν φοβούνται τίποτα και κα νέναν. Φτάνουν στο σηµείο να εκβιάζουν και συγγενείς, γονείς», σηµειώνει.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 23/11/2024