Δέλτα Έβρου: Αριθμοί ρεκόρ από νανόκυκνους και φοινικόπτερα (Εικόνες)
Δείτε εικόνες
Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες παρατηρούν με ενδιαφέρον την αύξηση των πληθυσμών στο Δέλτα του Έβρου
Μία από τις πιο σημαντικές περιοχές στη Μεσόγειο για τη διαχείμαση των υδρόβιων πουλιών, όπως πάπιες, χήνες, ερωδιοί, πελεκάνοι αλλά και αρπακτικών, όπως ο Θαλασσαετός, ο Στικταετός και ο Καλαμόκιρκος, αποτελεί διαχρονικά το Δέλτα Έβρου.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι επιστήμονες παρατηρούν με ενδιαφέρον την αύξηση των πληθυσμών, ειδικά των Φοινικόπτερων, των γνωστών σε όλους μας και ως Φλαμίνγκο, καθώς και των Νανόκυκνων.
Η εν λόγω αύξηση συνδέεται με μια ευρύτερη αύξηση του πληθυσμού και των αναπαραγωγικών αποικιών στη Μεσόγειο τις τελευταίες δεκαετίες. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι μέχρι και τη δεκαετία του 1980, οι καταγραφές των Φλαμίνγκο στην Ελλάδα ήταν πολύ σπάνιες, με πολύ μικρές ομάδες να παρατηρούνται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση παρουσιάζουν και οι πληθυσμοί του Νανόκυκνου τα τελευταία δεκαπέντε έτη: από τα 30 άτομα που παρατηρήθηκαν το 2005, το είδος παρουσιάζει γεωμετρική αύξηση χρόνο με το χρόνο. Το 2010 παρατηρήθηκαν 2.200 άτομα, το 2016, 8.400, ενώ το 2022 καταμετρήθηκαν περί τα 11.000 πουλιά, αριθμός ρεκόρ για την περιοχή.
Κατά την πρόσφατη 43η Διεθνή καταγραφή που υλοποιήθηκε από το προσωπικό της Μονάδας Διαχείρισης αυτόν τον μήνα (Δεκέμβριο 2024), καταγράφηκαν στην περιοχή πάνω από 8.300 Νανόκυκνοι, αριθμός πολύ ικανοποιητικός για την εποχή.
Ο Νανόκυκνος είναι ο μικρότερος από τα τρία είδη κύκνων που απαντώνται στην Ευρώπη. Αναπαράγεται κυρίως στην αρκτική Τούνδρα, την οποία εγκαταλείπει το φθινόπωρο για να κατευθυνθεί μια ευρεία περιοχή, από τη Δυτική Ευρώπη έως την Ιαπωνία για να διαχειμάσει.
Παρά την σημαντική αύξηση που παρατηρείται στο Δέλτα Έβρου, ο ευρωπαϊκός διαχειμάζων πληθυσμός παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλη μείωση την τελευταία εικοσιπενταετία και το είδος να κατατάσσεται πλέον στην κατηγορία κινδύνου Τρωτό (Vulnerable).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Νανόκυκνοι χρησιμοποιούν τόσο την ελληνική, όσο και την τουρκική πλευρά του Δέλτα, καθώς η πρώτη αποτελεί ένα ασφαλές καταφύγιο, κυρίως για κούρνιασμα, ενώ η δεύτερη κρίνεται ως μια περιοχή πλούσια σε τροφή, εξαιτίας των μεγάλων εκτάσεων με καλλιέργειες ρυζιού.
Πληροφορίες: e-evros.gr
Δέλτα Έβρου: Αύξηση των πληθυσμών του Νανόκυκνου
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι επιστήμονες παρατηρούν με ενδιαφέρον την αύξηση των πληθυσμών, ειδικά των Φοινικόπτερων, των γνωστών σε όλους μας και ως Φλαμίνγκο, καθώς και των Νανόκυκνων.Η εν λόγω αύξηση συνδέεται με μια ευρύτερη αύξηση του πληθυσμού και των αναπαραγωγικών αποικιών στη Μεσόγειο τις τελευταίες δεκαετίες. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι μέχρι και τη δεκαετία του 1980, οι καταγραφές των Φλαμίνγκο στην Ελλάδα ήταν πολύ σπάνιες, με πολύ μικρές ομάδες να παρατηρούνται σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση παρουσιάζουν και οι πληθυσμοί του Νανόκυκνου τα τελευταία δεκαπέντε έτη: από τα 30 άτομα που παρατηρήθηκαν το 2005, το είδος παρουσιάζει γεωμετρική αύξηση χρόνο με το χρόνο. Το 2010 παρατηρήθηκαν 2.200 άτομα, το 2016, 8.400, ενώ το 2022 καταμετρήθηκαν περί τα 11.000 πουλιά, αριθμός ρεκόρ για την περιοχή.
Κατά την πρόσφατη 43η Διεθνή καταγραφή που υλοποιήθηκε από το προσωπικό της Μονάδας Διαχείρισης αυτόν τον μήνα (Δεκέμβριο 2024), καταγράφηκαν στην περιοχή πάνω από 8.300 Νανόκυκνοι, αριθμός πολύ ικανοποιητικός για την εποχή.
Ο Νανόκυκνος είναι ο μικρότερος από τα τρία είδη κύκνων που απαντώνται στην Ευρώπη. Αναπαράγεται κυρίως στην αρκτική Τούνδρα, την οποία εγκαταλείπει το φθινόπωρο για να κατευθυνθεί μια ευρεία περιοχή, από τη Δυτική Ευρώπη έως την Ιαπωνία για να διαχειμάσει.
Παρά την σημαντική αύξηση που παρατηρείται στο Δέλτα Έβρου, ο ευρωπαϊκός διαχειμάζων πληθυσμός παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλη μείωση την τελευταία εικοσιπενταετία και το είδος να κατατάσσεται πλέον στην κατηγορία κινδύνου Τρωτό (Vulnerable).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Νανόκυκνοι χρησιμοποιούν τόσο την ελληνική, όσο και την τουρκική πλευρά του Δέλτα, καθώς η πρώτη αποτελεί ένα ασφαλές καταφύγιο, κυρίως για κούρνιασμα, ενώ η δεύτερη κρίνεται ως μια περιοχή πλούσια σε τροφή, εξαιτίας των μεγάλων εκτάσεων με καλλιέργειες ρυζιού.