Το 2024 ήταν µια χρονιά σηµαντικών γεωπολιτικών εξελίξεων. Μία εξ αυτών έλαβε χώρα τις τελευταίες εβδοµάδες του παρελθόντος έτους, µε την αιφνίδια κατάρρευση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασάντ.

Η συγκεκριµένη περιοχή υπήρξε διαχρονικά το σταυροδρόµι διαφόρων πολιτισµών, που έχουν αφήσει βαθιά το αποτύπωµά τους. Η Συρία αποτελεί ένα παλίµψηστο θρησκειών, εθνοτήτων και λαών. Τον 20ό αιώνα, η επιρροή του Παρισιού και της Μόσχας στη ∆αµασκό υπήρξε µεγάλη. Πιο συγκεκριµένα, τις τελευταίες δεκαετίες, η Συρία εθεωρείτο βασικός πυλώνας της σοβιετικής (και εν συνεχεία ρωσικής) στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο. Προς τούτο, µετά το 2015, ο πρόεδρος Βλαντιµίρ Πούτιν ενίσχυσε στρατιωτικά το καθεστώς Ασαντ, το οποίο λάµβανε ήδη σηµαντική βοήθεια και από την Τεχεράνη. Μολαταύτα, η εσωτερική αποσάθρωση του καθεστώτος και οι παρασκηνιακές συµφωνίες (εντός και, πιθανότατα, εκτός Συρίας) οδήγησαν στην εξουσία µια ετερόκλητη συµµαχία, µε κύριο παράγοντα τους ισλαµιστές. Οι τελευταίοι είχαν ενισχυθεί από την Τουρκία (και από το Κατάρ), καλούνται δε τώρα να «ξεπληρώσουν τα οφειλόµενα». Οι Τούρκοι «διαρρέουν» στα ΜΜΕ ότι θέλουν να χαράξουν ΑΟΖ µε τη Συρία, κατά παράβαση του ∆ικαίου της Θάλασσας, καταπατώντας τα κυριαρχικά δικαιώµατα της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας. Είναι πρόδηλο ότι η Τουρκία θέλει να δορυφοροποιήσει τη Συρία, εκµηδενίζοντας κατά τον τρόπο αυτό έναν µακροχρόνιο ανταγωνιστή της. Υπενθυµίζεται η στάση του Χαφέζ αλ Ασαντ στην ελληνοτουρκική κρίση του 1987 και οι διαβεβαιώσεις που αυτός παρείχε στον Ανδρέα Παπανδρέου. Πάντως, ο υιός του επέλεξε να προσεγγίσει το «ψευδοκράτος» στην κατεχόµενη Κύπρο. Επίσης, η Αγκυρα θέλει να εξουδετερώσει τους Κούρδους, που έχουν δύο σηµαντικά «όπλα» στα φαρέτρα τους. Το πρώτο είναι οι χιλιάδες φυλακισµένοι άνδρες του ISIS, που βρίσκονται στις περιοχές τους, η απελευθέρωση των οποίων είναι απευκταία για την Ουάσινγκτον. Το δεύτερο είναι τα κοιτάσµατα πετρελαίου, τα µόνα που, υπό προϋποθέσεις, µπορούν να φέρουν ζεστό χρήµα στα άδεια ταµεία της ∆αµασκού.

Οι τζιχαντιστές πρέπει είτε να έρθουν σε συνεννόηση µε τους Κούρδους είτε να τους καθυποτάξουν στρατιωτικά. Φαίνεται ότι µάχες διεξάγονται ήδη µεταξύ φιλοτουρκικών οµάδων (στις οποίες συµπεριλαµβάνονται µισθοφόροι) και Κούρδων της Συρίας. Οι τελευταίοι µπορούν να βασιστούν µόνο στους Αµερικανούς (για πόσο;) και τους Ισραηλινούς. Το Τελ Αβίβ θέλει να δηµιουργήσει ένα (έστω αυτόνοµο) κουρδικό κράτος, που θα λειτουργεί ως ανάχωµα σε κάθε προσπάθεια της Τεχεράνης να επανασυστήσει τον λεγόµενο «Αξονα της Αντίστασης» (που περνάει από το σιιτικό Ιράκ και, µέσω της Συρίας, φθάνει στη «Χεζµπολάχ» του Λιβάνου). Επιπλέον, ουδείς Ισραηλινός θα ήθελε να έχει τζιχαντιστές στα σύνορά του, ενώ η κυβέρνηση Νετανιάχου αντιλαµβάνεται τις προοπτικές που ανοίγονται από την πτώση του καθεστώτος Ασαντ. Το τελευταίο γεγονός συνιστά ακόµα µία επιτυχία για το Ισραήλ, µετά τα καίρια πλήγµατα που κατάφερε στη «Χαµάς» και τη «Χεζµπολάχ». Σηµειωτέον ότι το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό του νέου υπουργού Εξωτερικών της Συρίας ήταν στο Ριάντ, που είχε στηρίξει αρχικώς τη συριακή αντιπολίτευση, αλλά µετά εξοµάλυνε τις σχέσεις του µε τον Ασαντ και συνέβαλε στην επάνοδο της Συρίας στους κόλπους του «Αραβικού Συνδέσµου» (το 2024). Τέλος, είναι άγνωστο πώς θα κινηθούν τόσο η ευρωπαϊκή διπλωµατία όσο και η κυβέρνηση Τραµπ, µετά την 20ή Ιανουαρίου, ενώ ουδείς µπορεί να αγνοήσει τη Μόσχα, που είχε δύο βάσεις στη Συρία επί Ασαντ.

*Άρθρο τoυ δρος Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου διεθνολόγου, καθηγητή στρατιωτικών σχολών

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»