«Δεν πρέπει να “πυροβολούµε”, µονίµως και αποκλειστικά, τους γονείς για τις ευθύνες σχετικά µε τη διευρυνόµενη εξάρτηση των ανηλίκων από το ∆ιαδίκτυο και τα social media. Οι γονείς καταβάλλουν προσπάθειες προκειµένου να προσφέρουν ό,τι καλύτερο στα παιδιά τους, δεδοµένων των γνώσεων και των δεξιοτήτων που διαθέτουν οι ίδιοι». Αυτό τονίζει, µε ιδιαίτερη έµφαση, στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο διακεκριµένος διεθνώς Ελληνας καθηγητής Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου του Μιλάνου Bicocca Αντώνης Ντακανάλης, ο οποίος µας εξηγεί επίσης ότι η εξάρτηση των ανηλίκων από το ∆ιαδίκτυο και τα social media µπορεί να θεραπευθεί και οι σχετικές µεταβολές στον εγκέφαλο των µικρών παιδιών µπορούν να αναταχθούν.


Κύριε καθηγητά, υπάρχει η έννοια και η κλινική κατάσταση της «ανήκεστου βλάβης» στον εγκέφαλο των ανηλίκων που είναι βαριά εξαρτηµένοι από το ∆ιαδίκτυο και τα social media;

Ο εγκέφαλος λειτουργεί µέσω «µονοπατιών», που µεταφέρουν πληροφορίες. Αυτά τα νευρωνικά µονοπάτια διαµορφώνονται και ενισχύονται όσο περισσότερο χρησιµοποιούνται. Ετσι, όταν ένα παιδί «κολλάει» σε µια οθόνη, ο εγκέφαλός του προσαρµόζεται σε αυτό το περιβάλλον. Τα έντονα ερεθίσµατα των οθονών, που µεταξύ άλλων είναι σχεδιασµένα να είναι ελκυστικά και να προκαλούν ευχαρίστηση, ωθώντας τα παιδιά να επαναλάβουν την εµπειρία ξανά και ξανά, αναδιαµορφώνουν ουσιαστικά τον εγκέφαλο. Αλλάζουν τον τρόπο, δηλαδή, που ο παιδικός εγκέφαλος λειτουργεί, ενισχύοντας τα νευρωνικά µονοπάτια που σχετίζονται µε την ανταµοιβή και την επεξεργασία των οπτικών ερεθισµάτων, των ήχων και των γρήγορων αλλαγών. Ως αποτέλεσµα, τα παιδιά δυσκολεύονται να εστιάσουν σε ένα θέµα για πολλή ώρα, να ελέγξουν τις παρορµήσεις τους, να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν ουσιαστικά µε τους άλλους. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο εγκέφαλος είναι νευροπλαστικός, όταν σταµατήσει η αλόγιστη χρήση, επανέρχεται! Αυτό που µε ανησυχεί όµως είναι ότι τα παιδιά χάνουν κάποια αναπτυξιακά στάδια που είναι κρίσιµα για την εξέλιξή τους. Οταν το παιδί δεν µορφωθεί στην κατάλληλη ηλικία ή δεν µάθει να αλληλεπιδρά ουσιαστικά µε τους άλλους, αργότερα τα πράγµατα δυσκολεύουν, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι η προσπάθεια καθίσταται αδύνατη.


Εκτιµάτε ότι είναι κοντά χρονικά εκείνη η στιγµή κατά την οποία θα αρχίσουν να δηµιουργούνται στη χώρα µας εξειδικευµένες κλινικές απεξάρτησης από το ∆ιαδίκτυο; Υπάρχουν τέτοιες κλινικές στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ;

Αυτή τη στιγµή στην Ελλάδα 6 έφηβοι στους 10 είναι εθισµένοι στο Ιντερνετ! Εκ πείρας σάς λέω ότι, ακόµα και αν ο ψηφιακός εθισµός είναι βαθιά ριζωµένος, µε τις κατάλληλες στρατηγικές και υποστήριξη µπορεί να ξεπεραστεί. Φυσικά, αυτό απαιτεί καθοδήγηση από έναν έµπειρο ειδικό, που µεταξύ άλλων θα βοηθήσει το άτοµο να αναπτύξει υγιείς συνήθειες και να ξεπεράσει τον εθισµό αποτελεσµατικά και εξατοµικευµένα. Αυτή την τεχνογνωσία πρέπει να µεταφέρουµε άµεσα και ταχύτατα στην Ελλάδα, έτσι ώστε όλα τα κέντρα, ιδιωτικά και δηµόσια, που ασχολούνται µε την αντιµετώπιση των εξαρτήσεων να διαθέτουν, όπως στο εξωτερικό, εξειδικευµένα τµήµατα, που προσφέρουν επιστηµονικά τεκµηριωµένα προγράµµατα απεξάρτησης.


Εικάζετε ότι οδεύουµε ακόµα και σε ψυχοφαρµακευτικές παρεµβάσεις, για να επιτύχουµε τέτοιες θεραπείες απεξάρτησης από το ∆ιαδίκτυο, καθώς υπάρχει ήδη εµπορικό κίνητρο για τη φαρµακοβιοµηχανία, δεδοµένου του πολύ µεγάλου αριθµού νεαρών ατόµων µε τέτοιου τύπου εξαρτήσεις, ή θα παραµείνουµε για χρόνια στις κλασικές µεθόδους της ψυχοθεραπείας;

Ο εξαρτηµένος εγκέφαλος λειτουργεί µε τον ίδιο τρόπο, είτε πρόκειται για εξάρτηση από το ∆ιαδίκτυο είτε για άλλου είδους εξάρτηση. Ηδη χρησιµοποιούνται φάρµακα και είναι πιθανό να αναπτυχθούν νέα στο µέλλον. Ωστόσο, η απεξάρτηση από το ∆ιαδίκτυο θα συνεχίσει να απαιτεί µια πολυδιάστατη προσέγγιση, που θα ενσωµατώνει ψυχοθεραπεία, εκπαίδευση, ψηφιακή αποτοξίνωση και, όταν είναι απαραίτητο, φαρµακο λογική υποστήριξη για την αντιµετώπιση συµπτωµάτων και υποκείµενων συννοσηροτήτων.


Κατά τη γνώµη σας, ποιο είναι το ποσοστό κατά το οποίο ευθύνονται οι γονείς και το σχολείο για την εξάρτηση ενός ανηλίκου από το ∆ιαδίκτυο και τα social media; Σας ρωτώ γιατί υπάρχει µεγάλη συζήτηση στη χώρα µας για τις ευθύνες των γονέων, κυρίως.

Ξέρετε, η Ψυχιατρική δεν είναι Μαθηµατικά, όπου ένα και ένα κάνει µόνο δύο και τίποτα άλλο, ούτε είναι σωστό να «πυροβολούµε» για τα πάντα τους γονείς και τον ρόλο τους, που είναι σήµερα πιο σύνθετος και δύσκολος, κυρίως λόγω των social media. Οι περισσότεροι γονείς κάνουν τις περισσότερες φορές το καλύτερο που µπορούν, ανάλογα µε τις γνώσεις, το κοινωνικοοικονοµικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται και, φυσικά, τις προσωπικές τους αντοχές. Οι ψηφιακές εφαρµογές είναι κατασκευασµένες, σχεδιασµένες για να κρατούν τον χρήστη «κολληµένο» και βγήκαν στην αγορά για ευρεία χρήση χωρίς να έχουν γίνει µελέτες για την ασφαλή χρήση, όπως για παράδειγµα γίνεται εδώ και χρόνια για τα παιχνίδια ή τα φάρµακα. Η νοµοθεσία και η έρευνα αυτή τη στιγµή ακολουθούν ασθµαίνοντας την τεχνολογία που τρέχει, για να προλάβουν να ρυθµίσουν ό,τι πρέπει να ρυθµιστεί. ∆εν υπάρχουν ποσοστά ευθύνης, ούτε έχει νόηµα να υπάρξουν, ούτε µπορούν να υπάρξουν, όσες µελέτες και να γίνουν. Η ίδια χρήση µπορεί να µην επηρεάσει κάποια παιδιά, αλλά µπορεί να κάνει κακό σε άλλα, που είναι πιο ευάλωτα. Πολλές φορές είναι και θέµα τύχης ή, ορθότερα, στατιστικής, όπως είναι τα περισσότερα πράγµατα στη ζωή. Κάποιο παιδί µπορεί να υποστεί cyberbullying, άλλα όχι. Οι γονείς µπορούν σίγουρα να κάνουν πολλά, σε καµία περίπτωση όµως δεν ευθύνονται για τα πάντα, ούτε µπορούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους και να τα βοηθήσουν να αναπτύξουν µια υγιή σχέση µε το ∆ιαδίκτυο χωρίς την αρωγή των εκπαιδευτικών, των εταιρειών τεχνολογίας, της επιστηµονικής κοινότητας και της Πολιτείας!