Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος εκοιμήθη σήμερα, το πρωί του Σαββάτου (25/1), καθώς νοσηλευόταν διασωληνωμένος και σε ιδιαιτέρως κρίσιμη κατάσταση στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) του νοσοκομείου της Αθήνας “Ευαγγελισμός”.

Η κατάσταση της υγείας του Αναστασίου είχε επιβαρυνθεί έτι περαιτέρω από το βράδυ της Πέμπτης, όταν ο ίδιος εξεδήλωσε αιφνίδια και ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, η οποία, σύμφωνα με πολύ καλά πληροφορημένες πηγές του parapolitika.gr  σήμανε “κόκκινο συναγερμό” στην ΜΕΘ του “Ευαγγελισμού”.

Σημειώνεται ότι ο Αναστάσιος αντιμετώπιζε εδώ και πολλές ημέρες πολύ σοβαρά προβλήματα σε διάφορα ζωτικά του όργανα, ενώ οι εντατικολόγοι και οι νοσηλευτές της ΜΕΘ του “Ευαγγελισμού” κατέβαλλαν όλο αυτό το χρονικό διάστημα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον κρατήσουν στη ζωή.



Η ανακοίνωση της Ορθόξου Εκκλησίας Αλβανίας για την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου

«Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας αναγγέλλει την εις Κύριον εκδημία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρού Αναστασίου.

Ο Μακαριώτατος εκοιμήθη σήμερα, 25 Ιανουαρίου 2025, στις 8:30 π.μ. (ώρα Ελλάδος) σε ηλικία 95 ετών, στο Νοσοκομείο «Ο Ευαγγελισμός» των Αθηνών συνεπεία πολυοργανικής ανεπαρκείας. Είχε προηγηθεί πολυήμερη νοσηλεία στο Νοσοκομείο «Υγεία» των Τιράνων.

Καλούμε το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας της Αλβανίας να προσεύχεται για την ανάπαυση της ψυχής του εκλιπόντος Προκαθημένου.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Αναστάσιος υπήρξε ο αναστηλωτής και ανακαινιστής της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανέστησε κυριολεκτικώς εκ των ερειπίων μετά την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος. Με το θεόπνευστο όραμα και την ακάματη εργασία του, ανοικοδόμησε εκ βάθρων την εκκλησιαστική ζωή, ανήγειρε εκατοντάδες ναούς, συνέστησε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και ανέδειξε νέο κλήρο, προσφέροντας αδιάλειπτη θυσιαστική διακονία επί 33 και πλέον έτη.

Αιωνία αυτού η μνήμη!»

Σημειώνεται πως μέχρι και την εκδημία του, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ήταν ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανασύστασε το 1992. Επίσης, ήταν ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Ακόμη διετέλεσε τιτουλάριος επίσκοπος και μητροπολίτης Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Τα πρώτα χρόνια και η αρχή της ιερατικής του πορείας

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος γεννήθηκε το 1929 στον Πειραιά και ήταν απόφοιτος του Β' Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, πέρασε το κατώφλι της Θεολογικής Σχολής Αθηνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952.

Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας. Το 1959 ίδρυσε και διηύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο Πορευθέντες, και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο «Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο», από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ό αιώνα.

Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα. Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από ελονοσία.

Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt, στη θρησκειολογία, την εθνολογία και την ιεραποστολική. Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου στη Γερμανία (1966-69).

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διεύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες» καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971-1975). Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972. Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986), από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1983 έως το 1987.

Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο, υπήρξε ακόμη Αντιπρόεδρος της Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978-79 και 1983-86), πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως Κυπριακού Αγώνος» του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975-84), μέλος της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986-90) και του ΔΣ του Kέντρου Μεσογειακών και Αραβικών Σπουδών (1978-82). Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1997 όταν και ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής.

Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό Πάντα τα Έθνη, το οποίο διεύθυνε από το 1981 μέχρι το 1991. Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, ανεχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιελάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.



Εκκλησιαστική και κοινωνική διακονία

Ως Ιεροκήρυκας εργάστηκε στην πνευματική εργασία μεταξύ των νέων, κυρίως των φοιτητών. Ήταν υπεύθυνος βιβλικών μελετών και φροντιστηρίων εκκλησιαστικών στελεχών· αρχηγός νεανικών και φοιτητικών κατασκηνώσεων και ιεραποστολικών προσπαθειών σε ακριτικές περιοχές (1954-60). Ίδρυσε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Kέντρο «Πορευθέντες» (1961), το οποίο διευθύνει ως σήμερα.

Με εντολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνέγραψε τα Βοηθήματα για τους διδάσκοντες στα Mέσα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας της Ελλάδος (1960-62). Το 1964 πραγματοποίησε Ιεραποστολική προσπάθεια στην Ανατολική Αφρική ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία εξυπηρέτησε ιερατικώς τους εκεί Έλληνες εργάτες και φοιτητές.

Τον Νοέμβριο του 1972 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Επίσκοπος υπό τον τίτλο της Πάλαι Ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Ανδρούσης, για την πλήρωση επισκοπικής θέσης του Γενικού Διευθυντού της «Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος». Από τη θέση αυτή προώθησε διάφορα θεολογικά, εκπαιδευτικά, οικοδομικά και εκδοτικά προγράμματα της Εκκλησίας. 

Ιδιαίτερα ανέπτυξε τον τομέα εξωτερικής ιεραποστολής με τη συνεχή συμπαράσταση στα ιεραποστολικά κλιμάκια Κορέας, Ινδίας, Αφρικής, και με την οργάνωση της Εβδομάδας Εξωτερικής Ιεραποστολής. Παραιτήθηκε όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων στις 24 Ιουνίου 1992.

Διετέλεσε εντεταλμένος Σύμβουλος του ΔΣ Ανωτέρας Σχολής Κοινωνικής Εργασίας-Διακονισσών (1977-84), μέλος του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1977-85), του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1977-82), του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Λέσχης Υγείας, του ΔΣ της Επιτροπής για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου (1985-91), της Επιτροπής Υποτροφιών Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» (1978-94). Ακόμη, Ήταν εταίρος της εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1994) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος «Αλεξάνδρος Ωνάσης» (1994-2005).

Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως - Ανατολικής Αφρικής

Παράλληλα είχε σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη αναγέννηση της Εξωτερικής Ιεραποστολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη δεκαετία 1981-1991, ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως - Ανατολικής Αφρικής (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Kύπρου Μακάριος», την οποία διηύθυνε επί δεκαετία.

Χειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες - κατηχητές προερχόμενους από 8 αφρικανικές φυλές συγχρόνως προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες. Μερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου ορθοδόξων ενοριών και πυρήνων και την ανέγερση δεκάδων ναών, ανήγειρε 7 ιεραποστολικούς σταθμούς, φρόντισε για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών.

Διεθνής διεκκλησιαστική δραστηριότητα

Ο Αναστάσιος διετέλεσε γενικός γραμματέας της «Εκτελεστικής Επιτροπής διά την Εξωτερικήν Ιεραποστολήν» του «Συνδέσμου» (1958-61), Αντιπρόεδρος του Διεθνούς Οργανισμού Ορθοδόξου Νεολαίας «Σύνδεσμος» (1964-77), Mέλος της Διεθνούς «Επιτροπής για ιεραποστολικές μελέτες» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ, 1963-69) και Γραμματέας για την «Ιεραποστολική έρευνα και τις σχέσεις με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες» στη Γενική Γραμματεία του ΠΣE (Γενεύη, 1969-71). Έλαβε μέρος στις Συνελεύσεις Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού (Μεξικό 1963, Μπανγκόκ 1973, Μελβούρνη 1980, Σαν Αντόνιο 1989) και τις Συνελεύσεις του ΠΣΕ (Ουψάλα 1968, Ναϊρόμπι 1975, Βανκούβερ 1983, Καμπέρα 1991, Χαράρε 1998, Πόρτο Αλέγκρε 2006).

Ήταν μέλος πολλών διεθνών επιστημονικών επιτροπών, όπως: της «Γερμανικής Εταιρείας για την Ιεραποστολική», της «Διεθνούς Εταιρείας Ιεραποστολικών Μελετών», της Διαχριστιανικής Επιτροπής ΠΣE για το διάλογο με άλλες θρησκείες και ιδεολογίες (1975-83), της Μικτής Επιτροπής του «Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών» και της Συνελεύσεως των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων «Islam in Europe» Committee (1989-91) και του «Διεθνούς Συμβουλίου» του World Conference on Religion and Peace (1985-1994).

Από το 1959 μετείχε ενεργά σε αρκετά διεθνή συνέδρια, διορθόδοξες, διαχριστιανικές και διαθρησκειακές συσκέψεις, εκπροσωπώντας την Εκκλησία ή την επιστήμη σε διαφόρους διεθνείς Οργανισμούς.

Έχει δώσει διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστημιακά κέντρα του εξωτερικού, σχετικά με τη σύγχρονη χριστιανική σκέψη, τον διαθρησκειακό διάλογο, την παγκόσμια αλληλεγγύη και ειρήνη.

Είναι επίτιμο μέλος του Kuratorium του Ρωμαιοκαθολικού Ιδρύματος Pro Oriente, Βιέννη (1989), Πρόεδρος-Συντονιστής της Commission on World Mission and Evangelism του ΠΣE (1984-1991), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣE (1998 - 2006) και της Επιτροπής «Πίστις και Tάξις» (2000 - 2006).

Ακόμη ήταν μέλος των European Council of Religious Leaders/Religions for Peace (ECRL) (2001) και Council of 100, Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, Νταβός (2003), αντιπρόεδρος της Conference of European Churches (2003), Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (2006) και Επίτιμος Πρόεδρος της «Παγκοσμίου Διασκέψεως των Θρησκειών για την Ειρήνη».

Τιμητικές διακρίσεις

Ήταν ανεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1993 έως το 2005 και έκτοτε ήταν επίτιμο μέλος της. Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir's Theological Seminary (2003)και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη είναι επίτιμο μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001).

Έχει λάβει Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτατη θεολογική διάκριση) του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003). Ακόμη έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (1996), του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και όλων των Τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1998), του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επίσης έχει λάβει το Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Τέλος, έχει υπάρξει επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007), του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008), του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009)

Επίσης, έχει παρασημοποιηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, το Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, το Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α΄ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, το Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α΄ του Πατριαρχείου Ρωσίας, το Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας, το Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, το χρυσό Σταυρό μετά δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το Αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το χρυσο κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας μεταξύ άλλων.

Στις 14 Φεβρουαρίου 2020 το Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα Φοκολιάρ, με 140.000 μέλη σε 180 χώρες, του απένειμε το διεθνές βραβείο «Κλάους Χέμερλε» (ο οποίος ήταν Επίσκοπος Άαχεν και καθηγητής Φιλοσοφίας των Θρησκειών) αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη συμβολή του στην εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας των θρησκευτικών κοινοτήτων σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία.

Λίγα από τα λόγια του Μακαριωτάτου κατά τη βράβευσή του: «Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό, που τορπιλίζει την ειρηνική συμβίωση, είναι η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία. Μιας πολυδιάστατης αγάπης, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση καλείται να συμβάλει η υγιής θρησκευτική συνείδηση».

Όταν βρέθηκε στο πλευρό των φοιτητών τον Φλεβάρη του '73

Σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η χούντα, στις 10 Μαΐου 1967, με τον τρίτο κατά σειρά αναγκαστικό νόμο προχώρησε στην κατάργηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ουσιαστικά οι «Απριλιανοί» κατάργησαν την Ιερά Σύνοδο και επέβαλαν μία «Αριστίνδην Σύνοδο» η οποία αποτελούνταν από οκτώ μητροπολίτες οι οποίοι στήριζαν ανοιχτά το καθεστώς και οι οποίοι διορίσθηκαν ήδη την επομένη ημέρα με βασιλικό διάταγμα.

Παρά το γεγονός ότι πολλοί πιστεύουν ότι όλος ο κλήρος ήταν με το μέρος της χούντας, κάτι τέτοιο δεν ισχύει καθώς σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν ιερείς οι οποίοι αντιστάθηκαν. Ένας εξ' αυτών ήταν και ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, ο ο οποίος πρωταγωνίστησε σε μία ιστορία που δεν είναι ευρέως γνωστή και εκτυλίχθηκε τον Φλεβάρη του 73, όταν χιλιάδες φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής, ένα γεγονός που ήταν ο προάγγελος της αιματοβαμμένης εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς.

Τις απογευματινές ώρες της 21ης Φλεβάρη και ενώ η περιοχή γύρω από τη Νομική βρισκόταν υπό την ασφυκτική πίεση ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων τρεις άνθρωποι έκαναν την εμφάνισή τους, χωρίς να λογαριάζουν ότι αυτή τους η πράξη θα μπορούσε να τους οδηγήσει στο κολαστήρια των κελιών του ΕΑΤ - ΕΣΑ. Τα πρόσωπα αυτά ήταν ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος - Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος - που τότε ήταν καθηγητής θεολογίας, ο ιερέας Χρήστος Χριστοδούλου και ο διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης. Οι τρεις ιερωμένοι έχοντας στα χέρια τους τσάντες γεμάτες από τρόφιμα έφτασαν στη Σόλωνος ζητώντας να περάσουν. Οι αστυνομικοί όχι μόνο δεν τους άφησαν αλλά τους απώθησαν με την άσκηση σωματικής βίας. Παρόλα αυτά δεν το έβαλαν κάτω.

Απομακρύνθηκαν για λίγο και πήγαν κάπου όπου δεν τους έβλεπαν οι αστυνομικοί. Ακολούθως έκρυψαν μερικά καρβέλια ψωμί κάτω από τα ράσα τους και στη συνέχεια επέστρεψαν στο αστυνομικό μπλόκο. Αυτή τη φορά τους άφησαν να περάσουν και όπως ανέφερε σε παλαιότερη διήγησή του, ο Διονύσης Μαυρογένης που ήταν ένας εκ των πρωτεργατών του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος - μάλιστα μετά τα γεγονότα και έως την Μεταπολίτευση κρυβόταν στα κρητικά όρη καθώς καταζητούνταν για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας - είχε δηλώσει πως «μέσα από μια τρύπα που είχαν ανοίξει οι φοιτητές και που ένωνε το νεκροτομείο με το αμφιθέατρο, μας έδωσαν τα τρόφιμα. Οι παπάδες αυτοί στάθηκαν πάντα στο πλευρό μας».



Ένα ακόμη πρόσωπο που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα της Νομικής αλλά και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Νίκος Μπίστης είχε πει πως «και τρόφιμα μας έδωσαν και μας εμψύχωσαν», ενώ από την πλευρά του ο Μηνάς Παπάζογλου που τότε ήταν δημοσιογράφος της εφημερίδας «Τα Νέα» και βρισκόταν πολύ κοντά στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, είχε αποκαλύψει πως ο Αναστάσιος με κάποιο τρόπο είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι την ταράτσα της Νομικής προκειμένου να δείξει την αλληλεγγύη του στους εξεγερμένους φοιτητές.

Όταν η κατάληψη της Νομικής έλαβε τέλος, το καθεστώς συνέλαβε εκατοντάδες φοιτητές. Ο κ. Αναστάσιος μαζί με τους γονείς των συλληφθέντων φοιτητών καθημερινά βρισκόταν έξω από το ΕΑΤ - ΕΣΑ τόσο για συμπαράσταση όσο και για να διαμαρτυρηθούν για τις συνθήκες κράτησης των φοιτητών. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να επισημανθεί ότι ο διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης συνελήφθη από τη χούντα και βασανίστηκε φρικτά για την αντιδικτατορική του δράση.

Μάλιστα τον Ιούνιο του 1974, λίγες μέρες πριν την πτώση της χούντας, ο Τιμόθεος Λαγουδάκης έχασε τη ζωή του σε ένα... περίεργο τροχαίο. Στο ίδιο δυστύχημα σκοτώθηκε και ο κληρικός Παντελεήμονας Κατσούλης. Ο θάνατος του Τιμόθεου Λαγουδάκη έχει καταγραφεί στο βιβλίο «Θάνατοι στη χούντα - Δολοφονίες, αντιδικτατορική δράση, ύποπτοι θάνατοι κατά την περίοδο 1967-1974», του Δημήτρη Βεριώνη.