Ανατροπή-σοκ για τους πλειστηριασµούς: Πώς µία υπερχρεωµένη δανειολήπτρια κατάφερε να επιτύχει την ακύρωση της διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε εις βάρος της
Το σκεπτικό της απόφασης
Η αιτιολογία της ακυρότητας έγκειται στο ότι δεν υπογράφηκε από νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, αλλά από τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν διέθετε πληρεξουσιότητα
Ανατροπή µπορεί να φέρει στις περιπτώσεις των αναγκαστικών κατασχέσεων και να τινάξει στον «αέρα» πλειστηριασµούς, που προέρχονται από χρέη σε τράπεζες, µία πληµµέλεια που διέγνωσε το Μονοµελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων µε πρόσφατη απόφασή του (υπ’ αριθµόν 24/2025), η οποία εκδόθηκε προ ηµερών και αφορά τις εκδόσεις των διαταγών πληρωµής.
Πρόκειται για µία απόφαση που ενδεχοµένως να αποτελέσει «πέπλο» προστασίας ενδεχοµένως για δανειολήπτες που µπορούν να βρεθούν αντιµέτωποι µε το ενδεχόµενο του εκπλειστηριασµού των περιουσιακών τους στοιχείων.
Στην προσφυγή της, στις δικαστικές αρχές, σε βάρος της εταιρείας απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, η οποία είχε αναλάβει και τη διαχείριση της δανειακής της σύµβασης, η δανειολήπτρια κατήγγειλε ότι στην περίπτωσή της δεν τηρήθηκαν όλες οι νόµιµες διαδικασίες. Συγκεκριµένα, στην αίτηση ανακοπής της διαταγής πληρωµής, την οποία κατέθεσε, η υπερχρεωµένη δανειολήπτρια ανέφερε ότι «η καταγγελία της ένδικης δανειακής σύµβασης είναι άκυρη, καθόσον δεν υπογράφηκε από νόµιµο εκπρόσωπο της εταιρείας, αλλά από τρίτο φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν διέθετε τη σχετική πληρεξουσιότητα και δεν επέδειξε το πληρεξούσιο έγγραφο, δυνάµει του οποίου εξουσιοδοτήθηκε να προβεί για λογαριασµό της στην ως άνω καταγγελία».
Επιπλέον, τόνιζε ότι συνεπεία της ακυρότητας αυτής της καταγγελίας «το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωµής δεν ήταν ληξιπρόθεσµο και απαιτητό, και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόµενες πράξεις».
Το Μονοµελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, εξετάζοντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης και κυρίως εάν στην περίπτωση της συγκεκριµένης δανειολήπτριας, η οποία βρέθηκε πολύ κοντά στο ενδεχόµενο του εκπλειστηριασµού του ακινήτου της, τηρήθηκαν όλες οι νόµιµες διαδικασίες, ανέλυσε όλο το υφιστάµενο νοµοθετικό πλαίσιο.
Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση διά της οποίας συντελείται µονοµερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ µέρους προσώπου, που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, µπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει για τον λόγο αυτόν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση». Μάλιστα, το δικαστήριο τονίζει στο σκεπτικό της απόφασής του, ότι «η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται µε µεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόµενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόµενα αποτελέσµατα της πράξεως και µάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως.
Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις».
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ο δανειολήπτης «δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η µονοµερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Περαιτέρω, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 Α.Κ. η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται µε πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούµενο που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούµενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά».
Στην περίπτωση της δανειολήπτριας που προσέφυγε στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων κρίθηκε ότι «δεν επιδείχθηκε στην ανακόπτουσα το απαιτούµενο πληρεξούσιο έγγραφο, σύµφωνα µε το οποίο το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο, που φέρονταν ως νόµιµη εκπρόσωπος της αρχικής πιστούχου, τραπεζικής εταιρείας, δικαιούνταν να καταγγείλει τη σύµβαση για λογαριασµό της τελευταίας».
Μάλιστα, η εταιρεία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις «δεν απέδειξε την ύπαρξη εξουσίας του ανωτέρω προσώπου να προβαίνει σε καταγγελίες δανειακών συµβάσεων και ειδικότερα στην επίδικη καταγγελία, γεγονός, άλλωστε, που δεν αρνείται ειδικά µε τις προτάσεις της».
Το δικαστήριο κατέληξε συνεπώς ότι «επήλθε ακυρότητα της καταγγελίας της ένδικης σύµβασης, εφόσον αυτή έλαβε χώρα χωρίς να επιδειχθεί στην ανακόπτουσα το σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Κατόπιν τούτων, εφόσον η καταγγελία είναι άκυρη, η δανειακή σύµβαση θεωρείται ότι δεν καταγγέλθηκε και συνεπώς το κατάλοιπο αυτής δεν κατέστη ληξιπρόθεσµο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας η διαταγή πληρωµής, επί της οποίας εδράζονται οι ανακοπτόµενες πράξεις εκτέλεσης».
Το δικαστήριο στο διατακτικό της απόφασής του ακύρωσε τη διαταγή πληρωµής η οποία είχε εκδοθεί από το Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών και την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»
Πρόκειται για µία απόφαση που ενδεχοµένως να αποτελέσει «πέπλο» προστασίας ενδεχοµένως για δανειολήπτες που µπορούν να βρεθούν αντιµέτωποι µε το ενδεχόµενο του εκπλειστηριασµού των περιουσιακών τους στοιχείων.
Ανατροπή-σοκ για τους πλειστηριασµούς: Απειλήθηκε δέκα χρόνια µετά την καταγγελία του δανείου της για έκδοση διαταγής πλειστηριασµού του ακινήτου της
Στην προκειµένη περίπτωση η δανειολήπτρια, η οποία προσέφυγε στις δικαστικές αρχές, απειλήθηκε δέκα χρόνια µετά την καταγγελία του δανείου της για έκδοση διαταγής πλειστηριασµού του ακινήτου της. Η αντίδρασή της ήταν άµεση και εκµεταλλευόµενη τις νοµοθετικές διατάξεις για τις συγκεκριµένες περιπτώσεις κατάφερε να επιτύχει, µέσω της δικαστικής οδού, την ακύρωση της διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε σε βάρος της, δέκα χρόνια µετά την καταγγελία της σύµβασης του δανείου της.Στην προσφυγή της, στις δικαστικές αρχές, σε βάρος της εταιρείας απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, η οποία είχε αναλάβει και τη διαχείριση της δανειακής της σύµβασης, η δανειολήπτρια κατήγγειλε ότι στην περίπτωσή της δεν τηρήθηκαν όλες οι νόµιµες διαδικασίες. Συγκεκριµένα, στην αίτηση ανακοπής της διαταγής πληρωµής, την οποία κατέθεσε, η υπερχρεωµένη δανειολήπτρια ανέφερε ότι «η καταγγελία της ένδικης δανειακής σύµβασης είναι άκυρη, καθόσον δεν υπογράφηκε από νόµιµο εκπρόσωπο της εταιρείας, αλλά από τρίτο φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν διέθετε τη σχετική πληρεξουσιότητα και δεν επέδειξε το πληρεξούσιο έγγραφο, δυνάµει του οποίου εξουσιοδοτήθηκε να προβεί για λογαριασµό της στην ως άνω καταγγελία».
Επιπλέον, τόνιζε ότι συνεπεία της ακυρότητας αυτής της καταγγελίας «το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωµής δεν ήταν ληξιπρόθεσµο και απαιτητό, και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόµενες πράξεις».
Το Μονοµελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, εξετάζοντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης και κυρίως εάν στην περίπτωση της συγκεκριµένης δανειολήπτριας, η οποία βρέθηκε πολύ κοντά στο ενδεχόµενο του εκπλειστηριασµού του ακινήτου της, τηρήθηκαν όλες οι νόµιµες διαδικασίες, ανέλυσε όλο το υφιστάµενο νοµοθετικό πλαίσιο.
Επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου
Οπως τονίζεται στη δικαστική απόφαση, «µονοµερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον, χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου, είναι άκυρη, αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση διά της οποίας συντελείται µονοµερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ µέρους προσώπου, που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, µπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει για τον λόγο αυτόν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση». Μάλιστα, το δικαστήριο τονίζει στο σκεπτικό της απόφασής του, ότι «η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται µε µεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόµενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόµενα αποτελέσµατα της πράξεως και µάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως.
Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις».
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ο δανειολήπτης «δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η µονοµερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Περαιτέρω, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 Α.Κ. η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται µε πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούµενο που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούµενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά».
Στην περίπτωση της δανειολήπτριας που προσέφυγε στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων κρίθηκε ότι «δεν επιδείχθηκε στην ανακόπτουσα το απαιτούµενο πληρεξούσιο έγγραφο, σύµφωνα µε το οποίο το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο, που φέρονταν ως νόµιµη εκπρόσωπος της αρχικής πιστούχου, τραπεζικής εταιρείας, δικαιούνταν να καταγγείλει τη σύµβαση για λογαριασµό της τελευταίας».
Μάλιστα, η εταιρεία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις «δεν απέδειξε την ύπαρξη εξουσίας του ανωτέρω προσώπου να προβαίνει σε καταγγελίες δανειακών συµβάσεων και ειδικότερα στην επίδικη καταγγελία, γεγονός, άλλωστε, που δεν αρνείται ειδικά µε τις προτάσεις της».
Το δικαστήριο κατέληξε συνεπώς ότι «επήλθε ακυρότητα της καταγγελίας της ένδικης σύµβασης, εφόσον αυτή έλαβε χώρα χωρίς να επιδειχθεί στην ανακόπτουσα το σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Κατόπιν τούτων, εφόσον η καταγγελία είναι άκυρη, η δανειακή σύµβαση θεωρείται ότι δεν καταγγέλθηκε και συνεπώς το κατάλοιπο αυτής δεν κατέστη ληξιπρόθεσµο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας η διαταγή πληρωµής, επί της οποίας εδράζονται οι ανακοπτόµενες πράξεις εκτέλεσης».
Το δικαστήριο στο διατακτικό της απόφασής του ακύρωσε τη διαταγή πληρωµής η οποία είχε εκδοθεί από το Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών και την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»