Το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τις υποθέσεις εξαφανίσεων έχει πάντοτε μια ακαταμάχητη δύναμη να κεντρίζει το ενδιαφέρον του κόσμου, ο οποίος παρακολουθεί με αγωνία κάθε νέα πληροφορία που έρχεται στο φως της δημοσιότητας και ενδέχεται να συμβάλει στη διαλεύκανσή τους.

*Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Καλογήρου: Ο Όσιος Δαυίδ, η βαθιά πίστη και οι τραγικές συμπτώσεις

Μια τέτοια περίπτωση εξαφάνισης αποτέλεσε και αυτή του Βασίλη Καλογήρου, τα ίχνη του οποίου χάθηκαν στις 30 Δεκεμβρίου του 2024 και τελικά εντοπίστηκε νεκρός σε ένα δυσπρόσιτο σημείο στον Τύρναβο, περίπου 50 ημέρες μετά.

Την ώρα που οι έρευνες για τις συνθήκες θανάτου του βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, με τους γονείς του να υποστηρίζουν πως πρόκειται για απαγωγή και εγκληματική ενέργεια, ο ιδιωτικός ερευνητής Γιώργος Τσούκαλης, που έχει αναλάβει την υπόθεση, μιλώντας στα «Π» κάνει λόγο για μια περίπτωση εξαφάνισης που, ενώ αρχικά φάνηκε εξαιρετικά μυστηριώδης, όλα δείχνουν πως τελικά θα αποδειχθεί αρκετά απλή, μετά τα αποτελέσματα των τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων, καθώς και την άρση του απορρήτου των τηλεφώνων για τα άτομα που κινήθηκαν αυτές τις 50 ημέρες αγωνίας στην περιοχή όπου βρέθηκε η σορός.

Όπως μας λέει, όλα τα σενάρια είναι ακόμη ανοιχτά, ενώ θυμάται και άλλες πολύκροτες υποθέσεις εξαφανίσεων με τις οποίες είχε καταπιαστεί και συγκλόνισαν την Ελλάδα, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές τους.


Γιώργος Τσούκαλης για μικρό Άλεξ στη Βέροια: "Τα στόματα στην επαρχία ήταν κλειστά"

Ήταν 3 Φεβρουαρίου του 2006, όταν ο 11χρονος Άλεξ Μεσχισβίλι, με καταγωγή από τη Γεωργία, εξαφανίστηκε από την περιοχή της Βέροιας λίγο μετά το τέλος της προπόνησής του στο μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο της Ελιάς.

Καθώς οι ώρες περνούσαν και ο 11χρο νος δεν επέστρεφε στο σπίτι, η μητέρα του, Νατέλα Ιτσουαΐτζε, και ο πατριός του βγήκαν ανήσυχοι στους δρόμους και ρωτούσαν μήπως κάποιος είχε δει τον Άλεξ τους.

Έπειτα από πολλές ώρες μάταιης αναζήτησης στο χωριό, η Νατέλα απευθύνθηκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και δήλωσε την εξαφάνιση του γιου της.

Αφού μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα με συνεχείς έρευνες και ανακρίσεις, αποδείχθηκε πως μια ομάδα «νταήδων», που αποτελούνταν από δύο αγόρια ελληνικής καταγωγής, έναν Αλβανό, έναν Βορειοηπειρώτη και έναν Ρουμάνο, ηλικίας 11 έως 13 ετών, ευθυνόταν για τον θανάσιμο τραυματισμό του Άλεξ, με τον Βορειοηπειρώτη κατηγορούμενο να αποκαλύπτει πρώτος με λεπτομέρειες όλα όσα συνέβη σαν τη μοιραία νύχτα.

«Πρόκειται για την πιο πολύκροτη υπόθεση εκείνης της εποχής, για την οποία είχα κάνει 28 ταξίδια στη Βέροια, τα περισσότερα αυθημερόν. Ταλαιπωρήθηκα πολύ να βρω μάρτυρες, γιατί όλα τα στόμα τα ήταν κλειστά στην επαρχία και τα μέσα ήταν ελάχιστα», σημειώνει ο κ. Τσούκαλης.

«Κάποια στιγμή ζήτησε να με δει η μητέρα του Βορειοηπειρώτη, που ήταν και ο πρώτος που μίλησε, κι έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της υπόθεσης. Ένα βράδυ, αφού πήγε η μητέρα του και κατέθεσε στην Αστυνομία, μας έκανε ένα σχεδιάγραμμα της Μπαρμπούτας, της περιοχής όπου άφησαν τα παιδιά μέσα σε ένα καρότσι το πτώμα του Άλεξ, σύμφωνα με τις μαρτυρίες.

Ενώ, λοιπόν, κατευθυνόμουν προς την Αθήνα, γύρισα πίσω 3 τη νύχτα, πήγα βρήκα τον διοικητή Ασφαλείας και τον δικηγόρο της Νατέλα, τον Πυθαγόρα Ιερόπουλο, και πήγαμε στο σημείο που έδειχνε το σχεδιάγραμμα.

Την επόμενη ημέρα, το παιδί είπε κάποιες λεπτομέρειες στη μητέρα του και κλείσαμε ένα ραντεβού εγώ, η Νατέλα, ο σύζυγός της και η μητέρα του Βορειοηπειρώτη και μας περιέγραψε πώς έγινε το περιστατικό. Έπειτα, κατέθεσε ο Αλβανός, μαζί με την αδελφή και τη μητέρα του. Στην πορεία κάλεσαν όλα τα παιδιά για κατάθεση, με τον Ρουμάνο και τα Ελληνόπουλα να μην παραδέχονται τίποτα. Βέβαια, το δικαστήριο έγινε και τα παιδιά δικάστηκαν υπό δικαστική επιμέλεια, ενώ ο παππούς των Ελλήνων κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια κάθειρξη με αναστολή.

Ωστόσο, η σορός του άτυχου Άλεξ δεν βρέθηκε ποτέ. Είτε την πήρε το ποτάμι και κατέληξε στη θάλασσα είτε την έκαψαν, γιατί τότε ξέσπασε μια φωτιά στη χωματερή της περιοχής, η οποία ήταν εξαιρετικά ύποπτη. Κι αυτό γιατί πυρκαγιά από αυτανάφλεξη στη χιονισμένη Βέροια δεν μπορεί να υπάρξει. Τέλος, υπήρχαν πληροφορίες που ήθελαν τον παππού των Ελλήνων να πήρε και να εξαφάνισε τη σορό», συμπληρώνει ο γνωστός ιδιωτικός ερευνητής.


Βαγγέλης Γιακουμάκης: "Ένα πολύ καλό παιδί, που υπέφερε τα πάνδεινα"

Ακόμα μία εξαφάνιση που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και ανέδειξε τις μεγάλες διαστάσεις που είχε λάβει από τότε το bullying στη χώρα μας είναι αυτή του Βαγγέλη Γιακουμάκη, του 20χρονου φοιτητή, κρητικής καταγωγής, που σπούδαζε στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στις 6 Φεβρουαρίου του 2015.

Η πρώτη που αντιλήφθηκε την εξαφάνισή του ήταν η μητέρα του, Μαρία, η οποία τηλεφωνούσε στο κινητό του, αλλά δεν λάμβανε καμία απάντηση.

Αφού κάλεσε συμφοιτητές του χωρίς κανένα αποτέλεσμα, απευθύνθηκε στις αστυνομικές Αρχές, με τις έρευνες να ξε κινούν αμέσως και να επικεντρώνονται αρχικά μόνο στην ευρύτερη περιοχή της σχολής, αλλά αργότερα επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα. Μάλιστα, κατόπιν εισαγγελικής εντολής, ξεκίνησε στα τηλεοπτικά δίκτυα και η προβολή κάρτας με τα στοιχεία του 20χρονου φοιτητή για τη διευκόλυνση των ερευνών εντοπισμού του, με πολλές μαρτυρίες να τον θέλουν να βρίσκεται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας.

Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης ακόμα και του παραμικρού στοιχείου που θα οδηγούσε στα ίχνη του Βαγγέλη, αποκαλύφθηκαν τα σοκαριστικά περιστατικά βίας και εκφοβισμού εναντίον του από συμπατριώτες του, τα οποία θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την εξαφάνισή του και τελικά για τον θάνατό του και εξόργισαν την κοινή γνώμη.

Ο τραγικός επίλογος της ιστορίας γράφτηκε περίπου 40 ημέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 15 Μαρτίου του 2015, με τη σορό του Βαγγέλη Γιακουμάκη να εντοπίζεται 800 μέτρα μακριά από τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων και τον θάνατό του να αποδίδεται σε αυτοχειρία, καθώς βρέθηκαν τραύματα από μαχαίρι στο χέρι του.

Όπως επισημαίνει ο κ. Τσούκαλης, «πρόκειται για τη δεύτερη συνταρακτικότερη υπόθεση εξαφάνισης που είχα το θλιβερό προνόμιο να έχω αναλάβει. Μάλιστα, η εικόνα που αντίκρισα, όταν εντοπίσαμε τη σορό του, έχει χαραχτεί σαν ανεξίτηλο τατουάζ στη μνήμη μου. Ήταν ένα παιδί που υπέφερε τα πάνδεινα στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων από συμπατριώτες του. Δυστυχώς, βρήκαμε νεκρό ένα χαρούμενο παιδί από καλή οικογένεια και όλοι αυτοί καταδικάστηκαν σε κάθειρξη μόλις λίγων μηνών με αναστολή, γιατί έτσι λέει η νομοθεσία μας. Θυμάμαι πως όταν πήρα από κάποιον μάρτυρα το βίντεο με τα βασανιστήρια που υπέφερε ο Βαγγέλης, πήγα και ενημέρωσα τον τότε υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Γιάννη Πανούση, και αμέσως μετά το κατέθεσα στη ΓΑΔΑ και αποτέλεσε μέρος της δικογραφίας».

Η συγκεκριμένη ιστορία αποτέλεσε γερή γροθιά στην καρδιά της ελληνικής κοινωνίας και θεωρείται από εκείνες που μεγάλωσαν το κίνημα και τις ενέργειες κατά του εκφοβισμού, τόσο στα σχολεία όσο και γενικότερα στους χώρους εργασίας.


Έγκλημα στο πάρκο Πικιώνη: "Η υπόθεση φώναζε εξαρχής ποιος είναι ο ένοχος"

Τον Σεπτέμβριο του 2008 έγινε γνωστή η εξαφάνιση της σολίστ, με διεθνείς διακρίσεις, Παναγιώτας Μαζαράκη από την περιοχή της Φιλοθέης, η οποία αποδείχθηκε υπόθεση γυναικοκτονίας.

Συγκεκριμένα, ο σύζυγός της και καθηγητής μουσικής, Γιάννης Κατσιλάμπρος, σκότωσε, έθαψε και τσιμέντωσε τη σύζυγό του στο Πάρκο Πικιώνη της Φιλοθέης.

Στις 15 Σεπτεμβρίου ξέσπασε έντονος καυγάς ανάμεσα στο ζευγάρι, που έμελλε να είναι και ο τελευταίος του, όταν η Παναγιώτα ζήτησε από τον Γιάννη να χωρίσουν, καθώς δεν άντε χε άλλο τις συνεχείς διαμάχες τους. Εκείνος, αφού άρπαξε το σίδερο και της χτύπησε το κεφάλι, της έριξε μια γροθιά στο διάφραγμα και την άφησε αναίσθητη.

Στη συνέχεια τη μετέφερε στην μπανιέρα, όπου και την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια.

Έπειτα, τύλιξε το άψυχο σώμα της με ένα λευκό σεντόνι, το έβαλε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και το πέταξε σε έναν κάδο σκουπιδιών στην Παιανία.

Λίγες ώρες αργότερα, φοβούμενος ότι μπορεί να βρεθεί εύκολα, επέστρεψε, πήρε τη σορό και τη μετέφερε στο Πάρκο Πικιώνη, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους.

Εκεί, την έθαψε και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο και πέτρες. Από την επόμενη μέρα άρχισε να παίζει θέατρο στα πεθερικά και στον πατέρα του, ισχυριζόμενος ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε.

Ωστόσο, ο πατέρας του και καθηγητής Ιατρικής από κάποια μισόλογα του γιου του δεν άργησε να καταλάβει τι πραγματικά είχε συμβεί. Έπεισε τότε τον γιο του να πάει στις αστυνομικές Αρχές μαζί με τον δικηγόρο του και να κατα θέσει την αλήθεια, όπως και έγινε.

Σύμφωνα με τον κ. Τσούκαλη, «ο ίδιος ο Γιάννης Κατσιλάμπρος ήταν αυτός που με κάλεσε στο σπίτι να αναλάβω την υπόθεση, για να δημιουργήσει άλλοθι. Κι όταν άρχισα να του κάνω κάποιες ερωτήσεις, παρουσία της οικογένειας της Παναγιώτας, εκείνος εκνευρίστηκε, ενώ η μητέρα της άτυχης κοπέλας μού έκλεισε το μάτι και ήταν σαν να μου είπε: “Παιδί μου, κάνε ό,τι μπορείς”. Μάλιστα, για να τον προκαλέσω, ανέφερα πως “αν είναι όπως τα λέει ο γαμπρός σας, μην ανησυχείτε”, με εκείνον να γίνεται έξαλλος και να ανταπαντά: “Τι είναι αυτά που λες; Όπως τα λέω είναι”. Παράλληλα, έπεφτε συνεχώς σε αντιφάσεις. Μάλιστα, ένα πρωί που ήμουν στο γραφείο μου, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: “Μην ξεκινήσετε την έρευνα, γιατί δεν έχω τα χρήμα τα”. “Δεν πειράζει, σας έχω εμπιστοσύνη, άλλωστε μου έδωσε και εντολή η μητέρα της Παναγιώτας”, του απάντησα, κι εκείνος άρχισε να φωνάζει “όχι, θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ”. Ύστερα από λίγη ώρα, με ξαναπήρε τηλέφωνο και με έβριζε. Ήταν μία από τις υποθέσεις που φώναζαν εξαρχής ποιος είναι ο ένοχος».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» την 1η/03/2025