Κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας: Κατηγορούνται 50 άτομα - Οι έρευνες σε 40 σπίτια, ο θησαυρός και τα "μπιχλιμπίδια"
Τι βρέθηκε στην κατοχή τους
Το ηγετικό στέλεχος του ενός κυκλώματος που ήταν σεσημασμένο για ίδια αδικήματα, εκμεταλλευόταν τις διασυνδέσεις του με αρχαιοκάπηλους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας
Στο σύνολό τους 50 άτομα συμμετείχαν στα τρίακυκλώματααρχαιοκαπηλίας που εξαρθρώθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα. Πραγματοποιήθηκαν έρευνες σε 40σπίτια και επαγγελματικούς χώρους και κατασχέθηκαν πλήθοςαρχαίων.
Τα τρία κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας εξιχνίασε η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος. Τα αρχαία τα πουλούσαν σε περιοχές της Κεντρικής και ΔυτικήςΜακεδονίας καθώς και της Θεσσαλίας.
Η μεγάλη αστυνομική επιχείρηση έγινε την Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025 όπου συνελήφθησαν23 άτομα, μέλη του κυκλώματος. Η αστυνομία εδώ και μήνες ασχολούνταν με την υπόθεση για την οποία κατηγορούνται συνολικά 50 άτομα.
Ο τρόπος δράσης τους (modus operandi), ο οποίος για τα δύο κυκλώματα ήταν πανομοιότυπος, εστίαζε σε παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, λαθρανασκαφές, υπεξαίρεση, αποδοχή και διάθεση αρχαίων μνημείων, προϊόντων εγκλήματος, και την εξαγωγή μνημείων εκτός ελληνικής επικράτειας, με σκοπό την πώληση αυτών.
Οσον αφορά στο τρίτο κύκλωμα ασχολούνταν κυρίως με έρευνα για θησαυρούς, όπως λίρες και λοιπά πολύτιμααντικείμενα.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, πραγματοποιούσαν αναζήτηση αρχαίων, είτε μέσω διενέργειας παράνομωναρχαιολογικώνερευνών και λαθροανασκαφών από τα ίδια τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ή από άλλα συνεργαζόμενα πρόσωπα, είτε μέσω εντοπισμού ατόμων που τα έχουν ιδιοποιηθεί παρανόμως και επιθυμούν να προβούν στην πώληση αυτών.
Πλήθος αρχαίων είχαν στην κατοχή τους τα μέλη των κυκλωμάτων
Αναλυτικά, σχετικά με το πρώτο κύκλωμα σε περίπτωση εντοπισμού τέτοιων αντικειμένων, μέλος επιφορτισμένο με το ρόλο αυτό, προέβαινε στη φωτογράφισή τους και έστελνε το φωτογραφικό υλικό, μέσω διαδικτυακής εφαρμογής στο ηγετικόστέλεχος, προκειμένου να κριθεί τυχόν περαιτέρω εκμετάλλευση και αξιοποίησή τους.
Στη συνέχεια, το ηγετικό στέλεχος, το οποίο είναι σεσημασμένο για ίδια αδικήματα, εκμεταλλευόταν τις διασυνδέσεις του με αρχαιοκάπηλους από διάφορες περιοχές της Ελλάδα με σκοπό να προωθήσουν τα αρχαία αντικείμενα τόσο στο εσωτερικό της Χώρας, όσο και στο εξωτερικό.
Εφόσον υπήρχε συμφωνία για το κόστος αγοράς, καταβάλλονταν το χρηματικόποσό, με σκοπό την μετέπειτα πώληση σε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε υψηλότερη αξία, από αυτή που είχαν ήδη αγοραστεί, έχοντας οικονομικό όφελος.
Τα μέλη του κυκλώματος για να αποφύγουν τυχόν εντοπισμό τους, εφάρμοζαν τεχνικές αντιπαρακολούθησης ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν συνθηματική και κωδικοποιημένηορολογία, όπως ενδεικτικά «μπιχλιμπίδια» για τα αρχαία νομίσματα, «μπερεκέτια» για τα ευρήματα από ανασκαφές, «μαύρα» για χάλκινα αρχαία νομίσματα τα οποία παρουσίαζαν σημάδια διάβρωσης ή «κάτι ψιλά» αν τα αρχαία είχαν μικρή εμπορική αξία.
Επίσης, προς επίτευξη του σκοπού τους, όλα τα μέλη:
συνεισέφεραν πληροφοριακά, εντοπίζοντας περιοχές με αρχαιολογικό ενδιαφέρον,
στρατολογούσαν νέαάτομα («ψαχτήρια»), τα οποία αναλάμβαναν τη διεξαγωγή παράνομων αρχαιολογικών ερευνών, προς ανεύρεση αρχαίων μνημείων,
αναζητούσαν άλλα πρόσωπα που είχαν στην κατοχή τους αρχαία μνημεία, αποσκοπώντας στη διαπραγμάτευση αγοράς αυτών και
χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένοεξοπλισμό, για την ανεύρεση αρχαιοτήτων, εφάρμοζαν τεχνικές επιφανειακού σκαψίματος και εξέταζαν περιοχές με εκτεθειμένα μνημεία.
Μάλιστα, στο πλαίσιο της έρευνας, εξιχνιάστηκε και η υπόθεση κατάσχεσης -2.465- αρχαίων μνημείων με τη σύλληψη αλλοδαπού υπηκόου, με την οποία τεκμηριώθηκε ότι μεγάλος αριθμός των αντικειμένων πωλήθηκε από τον διευθύνοντα της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης.
Οσον αφορά στο δεύτερο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας, πέραν της προαναφερόμενης μεθοδολογίας, χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή υπαλλήλουΕφορείαςΑρχαιοτήτων, ο οποίος ως ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης, καθοδηγούσε, λόγω της ενασχόλησής του με το χώρο της αρχαιολογίας, την υπόλοιπη ομάδα σε στοχευμένεςέρευνες και ανασκαφές.
Τέλος, ως προς την τρίτη εγκληματική οργάνωση, χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για λαθρανασκαφές στον Τύμβο Καστά και την ευρύτερη περιοχή της Αμφίπολης.
Κοινό στοιχείο και των τριών κυκλωμάτων αποτελεί η εκτεταμένη χρήση εξειδικευμένουεξοπλισμούανίχνευσηςμετάλλων και διασκόπησηςεδάφους, του οποίου τα μέλη τύγχαναν άριστοι χειριστές.
Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν -40- έρευνες σε σπίτια και επαγγελματικούς χώρους, από τις οποίες κατασχέθηκε πλήθος αντικειμένων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και λοιπών αντικειμένων, που εμπίπτουν στη νομοθεσία περί πολιτιστικής κληρονομιάς και αρχαιοτήτων. Ενδεικτικά, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
χιλιάδες νομίσματα (χρυσά, χάλκινα και ασημένια διαφόρων περιόδων) και μεταλλικά αντικείμενα μικρών διαστάσεων, μεταξύ άλλων, μολύβδινοι πεσσοί σφενδόνης, χάλκινες πόρπες, αιχμές βελών, τμήματα βάσεων αγγείων,
θρησκευτικές εικόνες,
δεκάδες συσκευές εντοπισμού και ανίχνευσης μετάλλων, καθώς και διασκόπησης εδάφους.
όπλα (διόπτρα, περίστροφο, πιστόλι κρότου),
Ι.Χ.Ε. τύπου 4Χ4,
πλήθος κινητών τηλεφώνων και
2 μονόλιμπρα εκρηκτικής ύλης Τ.Ν.Τ., μικτού συνολικού 879 γραμμαρίων, αυτοσχέδια χάρτινη συσκευασία περιέχουσα Τ.Ν.Τ. βάρους 63 γραμμαρίων, τα οποία χρησιμοποιούνταν από μέλος της οργάνωσης για την πραγματοποίηση εκρήξεων, με απώτερο σκοπό τις ανασκαφές.
Τα κατασχεθέντααρχαίαμνημεία και οι εικόνες θα αποσταλούν στην αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων για φύλαξη και τελική εκτίμηση- αξιολόγηση, ενώ τα κατασχεθέντα όπλα θα αποσταλούν στις αρμόδιες Υπηρεσίες Στρατού για φύλαξη.
Οι συλληφθέντες, οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.