Η εβδομάδα των παθών κράτησε έντεκα μήνες για τον συγγραφέα νεανικών και εφηβικών βιβλίων, Βασίλη Παπαθεοδώρου. Για την ακρίβεια, 343 ημέρες, όσα ακριβώς ήταν και τα εικοσιτετράωρα που πέρασε προφυλακισμένος στις Φυλακές Τρίπολης, με την κατηγορία της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας.

Ο γολγοθάς που ξεπρόβαλε ξαφνικά μπροστά στον πολυβραβευμένο συγγραφέα, τον Νοέμβριο του 2022, τα είχε όλα: τα «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν», τον σταυρό στη συνέχεια με τη γρήγορη προφυλάκιση και κατόπιν έναν αβέβαιο, ανηφορικό δρόμο προς την ανάσταση που ήρθε τελικά τον Μάιο του 2024, όταν
το δικαστήριο, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση, τον κήρυξε αθώο.

Ο ίδιος έκανε γνωστή την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, καθώς περίμενε, όπως είπε, να καθαρογραφεί για να πάρει το σκεπτικό στα χέρια του. Σύμφωνα με αυτό, το υλικό που βρέθηκε στην κατοχή του, όπως εξαρχής υποστήριζε ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, το είχε αποκλειστικά για τη συγγραφή βιβλίου του με αντίστοιχο περιεχόμενο.

Χάρτινος επιτάφιος

Η Μεγάλη Εβδομάδα του 2023 βρήκε τον συγγραφέα έγκλειστο στις φυλακές της Τρίπολης. Αφορμή για τη συζήτηση μαζί του στάθηκε μία συγκλονιστική
του ανάρτηση χθες το πρωί στο facebook, στην οποία θυμήθηκε έναν διαφορετικό Επιτάφιο, πίσω από τα κάγκελα, όταν, όπως έγραψε, ένιωσε ίσως για
πρώτη φορά «ότι Σταύρωση ελευθερία, η επιστροφή, η οικογένεια». Η περιγραφή του είναι κάτι παραπάνω από ανατριχιαστική:

«Τη Μεγάλη Παρασκευή οι κρατούμενοι είχαν τον δικό τους Επιτάφιο: Μια φωτοτυπία, ένα Α4, με την παράσταση του Επιταφίου, που την περιφέραμε στο προαύλιο γύρω από το τετράγωνο πεζούλι με τον πλάτανο. Γύρω-γύρω, πολλές φορές. Και ψάλαμε τα Εγκώμια. Οι Μουσουλμάνοι στέκονταν παράμερα κοιτώντας μας με σοβαρότητα. […]Ακολούθησα κι εγώ αυτό τον αυτοσχέδιο Επιτάφιο.

Καθώς έψελνα, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ίσως ήμουν ο μόνος που έκλαιγε. Προσπαθούσα να πάρω ανάσα για να συνεχίσω να ψέλνω και να ισιώσει η φωνή, αλλά δεν τα κατάφερνα καλά, έτρεμε. Έτρεμα. Δεν μπορούσα να το σταματήσω. […]Το ‘’προσδοκώ Ανάσταση νεκρών’’ είχε πλέον μια άλλη, εντελώς διαφορετική σημασία για μένα. Είναι κάτι που δεν πρέπει απλά να το προσδοκάς, αλλά να πολεμήσεις γι’ αυτό». Όπως είπε στην «Απογευματινή» ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, συγκρατούμενοί του στην Τρίπολη ήταν και δύο ιερείς: «Είχαν ζητήσει μία φωτοτυπία σε Α4 και κάποιες άλλες με τα εγκώμια. Και πηγαίναμε γύρω γύρω από το πεζούλι, πάνω από 30 φορές, μέχρι να τελειώσουν τα εγκώμια».

Η παραμονή του στη φυλακή, του έμαθε πολλά για τη ζωή μέσα και έξω από αυτήν. Και όταν ήρθε η ώρα της αποφυλάκισης, δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι αποκαλύφθηκαν μπροστά του. Από τη μία οι παλιοί συγκρατούμενοί του που του τηλεφωνούσαν για να του πουν πόσο αισθητή ήταν η απουσία του καθώς, όπως ανέφερε στην «Α», πολλοί ήταν εκείνοι που τον πλησίαζαν για να συζητήσουν μαζί του και «να τους ηρεμήσω το μυαλό», και από την άλλη, κάποιοι λίγοι συνάδελφοί του, που ακόμα και σήμερα «προτιμούν να με θεωρούν μη αθώο».

Και αναρωτήθηκε: «Γιατί να είναι τόσο εύκολο να υιοθετείς και να καταγγέλλεις το αναπόδεικτα κακό, αλλά να είσαι τόσο φειδωλός άμα υπάρχει μία καλή είδηση, αποδεδειγμένα καλή;». Όπως είπε πάντως, αισθάνεται δικαιωμένος, επειδή οι εκπαιδευτικοί στην πλειονότητά τους αλλά και τα παιδιά, -οι αναγνώστες-, τον υποστηρίζουν και «δεν προδόθηκαν από αυτή μου την περιπέτεια».

Διαπόμπευση

«Στη φυλακή αισθάνθηκα ασφάλεια», θα πει ο Βασίλης Παπαθεοδώρου προκαλώντας προβληματισμό για το τι κοινωνία γινόμαστε ή έχουμε ήδη γίνει. «Κάποιες φορές μέσα στη φυλακή φοβόμουν, και σκεφτόμουν ότι αν ήμουν τώρα έξω, θα με είχαν διαπομπεύσει. Ειδικά με όλα αυτά που γράφονταν και
μου μεταφέρονταν. Αυτό που με κράτησε είναι ότι αποστασιοποιήθηκα από τον εαυτό μου.

Είπα ‘’αυτός είναι ένας ήρωας μυθιστορήματος, βρες έναν τρόπο να τον γλιτώσεις’’. Δεν έδωσα στον εαυτό μου την πολυτέλεια να κλαίει από την πρώτη στιγμή ή να απελπίζεται. Είχα πίστη. Υπάρχει νομοθεσία, δεν είναι δυνατόν να μην το δουν στο τέλος». Αναφερόμενος στον διασυρμό που υπέστη στα social media, ήταν πικρά ξεκάθαρος: «Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε διαγωνισμό για το ποιος είναι πιο εξοργισμένος, πιο σοκαρισμένος, ακούγοντας μία είδηση.

Ποιος θα πει τις μεγαλύτερες κατάρες και ύβρεις. Δεν είναι διαγωνισμός. Παίζονται ανθρώπινες ζωές εδώ πέρα. Τη χειρότερη εκδίκηση τη φέρουν οι απ’ έξω που χωρίς να γνωρίζουν τίποτα σπεύδουν να κατακεραυνώσουν. Επιβαρύνουν τη διαδικασία στο δικαστήριο. Μία δίκη δεν ξεκινάει από το μηδέν. Ξεκινάει από το μείον, μείον δεν ξέρω κι εγώ πόσο..».

* Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»