Του Πάνου Μπαΐλη

«Έξω από την πόρτα του Αγίου Πέτρου συνωστίζονταν διάφοροι, περιμένοντας την κρίση του. Εάν, δηλαδή, θα πάνε στον παράδεισο ή στην κόλαση. Μεταξύ αυτών, ένας οδηγός λεωφορείου, ένας οδηγός νταλίκας και ένας ιεροκήρυκας. Πέρασε πρώτος ο οδηγός του λεωφορείου και χωρίς πολλά-πολλά διέβη την πύλη του παραδείσου. Το ίδιο έγινε λίγο αργότερα με τον οδηγό νταλίκας. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη, ο ιεροκήρυκας ανακουφίστηκε, θεωρώντας βέβαιο ότι και αυτός θα είχε την ίδια τύχη. Στάθηκε μπροστά στον Άγιο Πέτρο και του είπε ότι είναι ιεροκήρυκας.

- Α, ωραία, εσύ πας στην κόλαση.

- Μα, άγιέ μου, περάσατε στον παράδεισο δύο οδηγούς, που βρίζουν, που πίνουν, που...

- Αγαπητέ μου, αυτοί όταν τρέχουν στον δρόμο όλοι προσεύχονται στον Θεό να σωθούν. Οταν μιλάς εσύ, οι περισσότεροι φεύγουν από την εκκλησία. Αρα οι οδηγοί μου αυξάνουν τους πιστούς, ενώ εσύ τους διώχνεις».

Αυτό ήταν το πλέον αντιπροσωπευτικό και αγαπημένο ανέκδοτο του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, αλλά και το πλέον αποκαλυπτικό για το πώς ο ιεράρχης αντιλαμβανόταν την προσφορά προς την Ορθοδοξία, την οποία ουδέποτε περιόρισε στους κληρικούς.

Δείχνει, παράλληλα, τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να απευθύνεται στους πιστούς -ήταν και ο ίδιος ιεροκήρυκας-, ώστε να έρθουν πιο κοντά στην Εκκλησία. Άλλωστε, το ιστορικό -πια- κάλεσμά του στους νέους να πηγαίνουν στους ναούς όπως είναι, ακόμη και με τα σκουλαρίκια, δείχνει με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι δεν έδινε σημασία στους τύπους, αλλά στην ουσία, συνδυάζοντας το θεολογικό και το κοσμικό.

Για τον λόγο αυτό από την πρώτη στιγμή που εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος τάραξε τα νερά και εξελίχθηκε σε έναν ηγέτη που πέρασε στην Ιστορία με τα λόγια και τα έργα του.

Τα δέκα χρόνια που έμεινε στο τιμόνι της Εκκλησίας της Ελλάδος κατάφερε με τον λόγο του και τις θέσεις τους να λατρευτεί από τους πολλούς, αλλά και να επικριθεί. Θαυμαστές και επικριτές του καθημερινά έδιναν τον δικό τους ακήρυχτο πόλεμο, που μεταφερόταν στα μέσα ενημέρωσης, τους ναούς, τη Βουλή και τα υπουργεία, προσδίδοντας στην όλη πορεία του την αίγλη του σταρ.

Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, εκείνος «έλαμψε διά της παρουσίας του», παρεμβαίνοντας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, χωρίς να διστάζει να τα βάλει με τους ισχυρούς της Ευρώπης, των ΗΠΑ και όλους τους παράγοντες στο εσωτερικό της χώρας, όπου και αν ανήκαν αυτοί.

Ανέμισε ως και το λάβαρο της Επανάστασης του 1821, που έφερε από την Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας στο Σύνταγμα, στη «μάχη» για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, απευθυνόμενος σε μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις που έγιναν ποτέ στην Αθήνα.

Εννέα χρόνια από την κοίμηση του (σ.σ.: το ημερολόγιο έδειχνε 28 Ιανουαρίου του 2008), πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι τότε ο λόγος του ήταν και προφητικός και πατριωτικός. Είτε συμφωνεί κάποιος με αυτή τη διαπίστωση είτε όχι, το βέβαιο είναι ότι ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος πέρασε στην Ιστορία ως μια πληθωρική προσωπικότητα, που ήθελε να είναι μέσα στη ζωή και κοντά στον Έλληνα, με στόχο να διασώσει την Ορθοδοξία και το Έθνος, όπως αυτός αντιλαμβανόταν αυτές τις έννοιες, χωρίς να κάνει πίσω.

Επέλεξε τη ρήξη από τον συμβιβασμό, δημιουργώντας -άθελά του- ένα ιδιότυπο κίνημα και φέρνοντας την Εκκλησία στο επίκεντρο. Κάποια στιγμή, βεβαίως, συγκρούστηκε και με το Φανάρι, αλλά και πολλούς αρχιερείς-μέλη της Ιεράς Συνόδου. Ωστόσο, ποτέ δεν ήρθε σε αντιπαράθεση με τον λαό, παρά μόνο αντιτάχθηκε σε πολιτικές επιλογές ηγετών και θέσεις αυτών που θεωρούνταν «πνευματικοί ηγέτες». Χρησιμοποιούσε, δε, πολύ σκληρές εκφράσεις, όπως «γραικύλοι» και «ψευτοκουλτουριάρηδες», προκαλώντας πανικό στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία του αφιέρωσαν τον περισσότερο χρόνο από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο – πολιτικό ή μη.

 

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος πέρασε στην Ιστορία ως μια πληθωρική προσωπικότητα, που ήθελε να είναι μέσα στη ζωή και κοντά στον Έλληνα, με στόχο να διασώσει την Ορθοδοξία και το Έθνος, όπως αυτός αντιλαμβανόταν αυτές τις έννοιες, χωρίς να κάνει πίσω

Κάποιες φορές ίσως υπερέβαλλε, αλλά αυτό δεν τον απασχολούσε. Η «απογείωσή» του μπροστά στα μικρόφωνα και ο φλογερός του λόγος τού επέτρεπαν τις υπερβολές, οι οποίες προκαλούσαν έντονες αντιπαραθέσεις.

Δεν γινόταν, όμως, αλλιώς. Ο Χριστόδουλος έζησε έντονα όλες τις φάσεις της πορείας του, ακολουθώντας τη «γραμμή» της καρδιάς του. Μια... γραμμή που θα έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια και στην πατρίδα και την Εκκλησία.

Από την Ξάνθη έως την Αρχιεπισκοπή

Ο Χριστόδουλος γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 17 Ιανουαρίου του 1939. Το κοσμικό του όνομα ήταν Χρήστος Παρασκευαΐδης. Οι γονείς του, Κωνσταντίνος και Βασιλική, ήταν πρόσφυγες και κατάγονταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης, αλλά, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης, εγκαταστάθηκαν στην Ξάνθη. Σε ηλικία 2 ετών, λόγω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η οικογένεια μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα, όπου ο Χριστόδουλος έζησε έως τα 35 του χρόνια. Ιδιαίτερα ευφυής, μαθήτευσε στο Δημοτικό Σχολείο «Αδ. Κοραής» και στη συνέχεια στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων, με άριστες επιδόσεις. Το 1962 έλαβε το πτυχίο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με άριστα και πέντε χρόνια αργότερα, το 1967, αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή, επίσης με άριστα. Προικισμένος με φωνητικά προσόντα, σπούδασε και βυζαντινή μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Ιστορική και Κανονική Θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού Ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι», και ονομάστηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου, με βαθμό άριστα.

Επίσης, ήταν πτυχιούχος γνώστης της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας και καλός γνώστης της ιταλικής και της γερμανικής. Ανακηρύχθηκε, δε, επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου το 2003 και Λατερανού το 2006.

Η μεγάλη στροφή στη ζωή του έγινε το 1957, όταν σε ηλικία μόλις 18 ετών ήταν ψάλτης στον Ι.Ν. Αγίας Ζώνης Κυψέλης. Εκεί συνάντησε τον τότε διάκονο Καλλίνικο Καρούσο, μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος λειτουργούσε στον συγκεκριμένο ναό και στην πορεία εξελίχθηκε σε πνευματικό του πατέρα.

Ο Καλλίνικος του γνώρισε τον 19χρονο τότε Αθανάσιο Λενή, νυν Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο. Έναν χρόνο αργότερα, το 1958, οι τρεις κληρικοί ίδρυσαν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε έναν ιδιαίτερα ζωντανό οργανισμό, με ουσιαστικές παρεμβάσεις στη ζωή της Εκκλησίας. Η αδελφότητα έγινε γνωστή χάρη στις φιλανθρωπικές και ανθρωπιστικές δραστηριότητές της, καθώς και λόγω της οργάνωσης κατηχητικών σχολείων. Μοναχός εκάρη στις 16 Μαΐου του 1961 στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου μόλις είχε εγκατασταθεί η αδελφότητα, και στις 17 Μαΐου του ίδιου χρόνου χειροτονήθηκε διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Τρικάλων. Στη μονή Βαρλαάμ εργαζόταν ατέλειωτες ώρες, ανεβάζοντας οικοδομικά υλικά «με το καλάθι» για έργα στο μοναστήρι.

Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1965 και έπειτα τοποθετήθηκε ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, όπου έμεινε για 9 χρόνια. Κατόπιν γραπτών εξετάσεων έγινε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου επί Αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου του Α’ και ακολούθως του Σεραφείμ. Στις 18 Ιανουαρίου 1973 ιδρύθηκε στο Καπανδρίτι το Συνοδικό Μοναστήρι της Παναγίας της «Χρυσοπηγής», το οποίο υπαγόταν απευθείας στην Ιερά Σύνοδο.

 

Ο Καλλίνικος γνώρισε στον Χριστόδουλο τον 19χρονο τότε Αθανάσιο Λενή, νυν Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο. Έναν χρόνο αργότερα, το 1958, οι τρεις κληρικοί ίδρυσαν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε έναν ιδιαίτερα ζωντανό οργανισμό, με ουσιαστικές παρεμβάσεις στη ζωή της Εκκλησίας

Ο νεότερος μητροπολίτης

Το 1974 ο Χριστόδουλος εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, σε ηλικία 35 ετών, ο νεότερος στην ιεραρχία. Η ενθρόνισή του έγινε στις 4 Αυγούστου 1974, σε κλίμα ενθουσιασμού. Ένας άλλος αέρας άρχισε να πνέει στην ιστορική Μητρόπολη Δημητριάδος. Ως μητροπολίτης και εκπρόσωπος της Συνόδου, πήρε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό, ενώ έγραψε δεκάδες βιβλία θεολογικού περιεχομένου.

Στις 28 Απριλίου του 1998 εξελέγη από την ιεραρχία, με μεγάλη πλειοψηφία, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, διαδεχόμενος μία από τις πλέον χαρακτηριστικές μορφές της νεότερης ιστορίας της Εκκλησίας, τον Σεραφείμ. Η ενθρόνισή του έγινε στις 9 Μαΐου 1998, στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εξεφώνησε τον επιβατήριο λόγο του.

Στον Βόλο έμεινε 24 χρόνια, αφήνοντας πίσω του σημαντικό έργο, ιδρύοντας το «Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού» για τους ηλικιωμένους, τη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και τον Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας.

Ακόμα, καθιέρωσε για πρώτη φορά κληρικολαϊκές συνελεύσεις και δημιούργησε κατασκηνώσεις για παιδιά όλων των ηλικιών, στέκι για τη νεολαία, τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» (τον πρώτο για μητρόπολη εκτός Αθηνών) και ιδιωτικό σχολείο της Μητρόπολης. Χορήγησε υποτροφίες εκ μέρους της Ιεράς Μητρόπολης και συνεισέφερε στην αποστολή αρρώστων στο εξωτερικό. Επί των ημερών του λειτούργησε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και συγκροτήθηκαν ενώσεις για την προστασία της ελληνικής γλώσσας, σε συνεργασία με επιστήμονες της περιοχής. Ακόμα, θεμελιώθηκε ένα κτιριακό συγκρότημα, σε μια έκταση περίπου 100 στρεμμάτων, στην περιοχή Μελισσάτικα, έξω από την πόλη του Βόλου. Εκεί σήμερα, εκτός των γραφείων της Μητρόπολης, λειτουργεί συνεδριακό κέντρο. Ο Χριστόδουλος, όμως, έδινε έμφαση και στους ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πρωτοπήγε στον Βόλο υπήρχαν δώδεκα ιερείς θεολόγοι, ενώ όταν έφυγε άφησε πίσω του περίπου 80.

 

Στον Βόλο έμεινε 24 χρόνια, αφήνοντας πίσω του σημαντικό έργο, ιδρύοντας το «Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού» για τους ηλικιωμένους, τη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και τον Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας.

Στον Βόλο, όπως και αργότερα, ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία και έκανε συχνές παρεμβάσεις για την τοπική κοινωνία. Εξαιτίας ενός άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο, το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, με ψήφισμά του στις 28 Ιουνίου του 1984, τον κήρυξε «ανεπιθύμητο», καθώς θεωρήθηκε ότι «ξέφυγε από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ’ αυτών ακόμη των δημοκρατικών θεσμών».

Το 1987 ανέλαβε να τεκμηριώσει και να εκπροσωπήσει την άποψη της Εκκλησίας στα ζητήματα περί εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε θέσει ο τότε υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αντώνης Τρίτσης, ενώ ήταν ένας εκ των ομιλητών στο συλλαλητήριο την 1η Απριλίου 1987.

Ήταν η περίοδος κατά την οποία άρχισε να λάμπει για τα καλά το άστρο του. Είχε φλόγα, άνεση λόγου και επιχειρήματα. Τελικά, ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, απέσυρε το νομοσχέδιο Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία, αναγκάζοντας τον τότε υπουργό να παραιτηθεί.

Η Ιερά Σύνοδος τον όρισε εκπρόσωπό της στην Επιτροπή Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας το 1988, καθώς επίσης στο Εθνικό Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων και στο Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.

Σημαντικές παρεμβάσεις

Ως Αρχιεπίσκοπος ο Χριστόδουλος ίδρυσε 14 Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές για την επίλυση ενός ευρέως φάσματος προβλημάτων της σύγχρονης ζωής: Βιοηθική (1988), Ακαδημία Εκκλησιαστικών Τεχνών (1999), Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1999), Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας του Παιδιού και Δημογραφικού Προβλήματος (1999), Χριστιανικών Μνημείων (1999), Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας (1999), Πολιτισμικής Ταυτότητας (1999), Γυναικείων Θεμάτων (1999), Παρακολούθησης των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» (1999), Αθλητισμού (2006), Μεταναστών, Προσφύγων και Παλιννοστούντων (2006) κ.λπ.

Επίσης, κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του έλαβε τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:

•       Ίδρυσε το 1998 γραφείο αντιπροσωπίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην UNESCO, καθώς και Ειδική Συνοδική Επιτροπή Παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Θεμάτων.

•       Συνέστησε το Ίδρυμα Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στήριξης «Διακονία», το 1999, για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων, με έμφαση στους τοξικομανείς, ενώ το ίδιο περιλάμβανε και κέντρο πρόληψης.

•       Ίδρυσε τη «Στέγη Μητέρας» το ίδιο έτος για τη στήριξη ανύπανδρων μητέρων και κακοποιημένων γυναικών.

•       Ίδρυσε το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας (ΚΕΣΟ) για τη μέριμνα για τα θύματα εμπορίας και παράνομης διακίνησης προσώπων.

•       Δημιούργησε αλυσίδα βρεφονηπιακών σταθμών για τη στήριξη άπορων και πολύτεκνων οικογενειών.

•       Ανέπτυξε το Γραφείο Νεότητας, με κατασκηνώσεις, αθλητικές δραστηριότητες, ραδιόφωνο, φοιτητικές συνάξεις, σχολές βυζαντινής μουσικής, συνάξεις και άλλα.

•       Το 2002 ίδρυσε την «Αλληλεγγύη», μια μη κυβερνητική οργάνωση της Εκκλησίας (σήμερα έχει μετονομαστεί σε «Αποστολή»), προσφέροντας σημαντική βοήθεια σε φτωχούς εντός και εκτός Ελλάδος. Μεταξύ των χωρών που τους παρασχέθηκε βοήθεια (τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, τεχνολογικό υλικό, βιβλία και άλλα) ήταν η Αιθιοπία, η Αλβανία, η Αρμενία, το Αφγανιστάν, η Βουλγαρία, η Γεωργία, η Ερυθραία, η Ζιμπάμπουε, η Ιορδανία, η Ινδία, το Ιράκ, το Καζακστάν, ο Λίβανος, το Μαυροβούνιο, το Μπεσλάν (Β. Οσετία), η Ν.Α. Ασία, η Νότια Αφρική, το Ουζμπεκιστάν, η Ουκρανία, το Πακιστάν, η Παλαιστίνη, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Συρία, η Τουρκία και η Τσεχία. Στο πλαίσιο της «Αλληλεγγύης» εγκαινιάστηκε το 2005 ο ξενώνας «Στοργή», με στόχο «να φιλοξενεί, να περιθάλπει, να ανακουφίζει και να επανεντάσσει στην κοινωνία δεκάδες ταλαιπωρημένες και πληγωμένες γυναίκες και να δέχεται στους κόλπους του κάθε νέα περίπτωση οικογενειακής ή άλλης βίας».

Η επιδότηση του τρίτου παιδιού

Επί των ημερών του Χριστόδουλου καθιερώθηκε η επιδότηση τρίτου παιδιού, στα πλαίσια του «Προγράμματος στήριξης Χριστιανικών οικογενειών της Θράκης», με τη μορφή μηνιαίου επιδόματος 35.000-40.000 δραχμών ανά παιδί. Μάλιστα, σημειώθηκαν θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της αύξησης των γεννήσεων, με τον αριθμό «των γεννηθέντων ως τρίτων τέκνων... δι’ έκαστον των ετών εφαρμογής αυτού υπερδιπλάσιο των προ της εφαρμογής του προγράμματος ετών». Το πρόγραμμα αυτό συνάντησε ορισμένες αντιδράσεις, επειδή δεν παρεχόταν στους μουσουλμάνους της περιοχής. Η Ιερά Σύνοδος πήρε θέση και με επιστολή της απάντησε λέγοντας πως καταβάλλει το επίδομα μόνο στις Χριστιανικές οικογένειες, επειδή μόνο σε αυτές έχει πρόσβαση, αφού αυτές είναι μέλη της, ενώ έθιξε και ζήτημα διαρκούς απραξίας των πολέμιων του προγράμματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ληξιαρχείων, το μέτρο της Ιεράς Συνόδου βοήθησε να αυξηθεί η γεννητικότητα των Χριστιανικών οικογενειών, καθώς τα ζευγάρια που απέκτησαν τρίτο παιδί έφτασαν μέσα σε τέσσερα χρόνια τα 800, από περίπου 100. Επί των ημερών του, διοργανώθηκε πλήθος συνεδρίων και ημερίδων, είτε με τη συμμετοχή του είτε υπό την αιγίδα του, για σειρά σύγχρονων θεμάτων της Θεολογίας, όπως οι αιρέσεις, οι ιερατικές κλήσεις και η κατήχηση. Τέλος, αναβαθμίστηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελλαδικής Εκκλησίας, που απέκτησε πρόγραμμα, και εκσυγχρονίστηκαν έντυπα όπως ο «Εφημέριος» και η «Εκκλησία», ενώ εκδόθηκε και το περιοδικό «Τόλμη». Αρκετές μητροπόλεις, επίσης, απέκτησαν τη δική τους ιστοσελίδα, ενώ, αξιοποιώντας κοινοτικά κονδύλια, εκδίδουν ηλεκτρονικά πιστοποιητικά και έγγραφα.

Επί της αρχιεροσύνης του Μακαριστού Χριστόδουλου πραγματοποιήθηκε και η πρώτη επίσκεψη Πάπα στην Ελλάδα. Η επίσκεψη έγινε το 2001, όταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, είχε προσκαλέσει στην Ελλάδα τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β’. Κατά την επίσκεψη αυτή, ο Ποντίφικας, αφού προσευχήθηκε στον βράχο του Αρείου Πάγου, όπου δίδαξε ο Απόστολος Παύλος, ζήτησε δημόσια «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό, στην ελληνική γλώσσα, για τα εγκλήματα των καθολικών σε βάρος των Ορθοδόξων, αναφερόμενος στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Χριστόδουλος όλα τα χρόνια της αρχιεροσύνης του επεδίωξε και κατάφερε να έχει μια πολύ καλή σχέση με τους νέους. Υιοθετώντας μια ρητορική ιδιαίτερα «εύπεπτη» από τα παιδιά, συνήθιζε να τους λέει σε κάθε ευκαιρία: «Ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε, με το τζιν, με το σκουλαρίκι», ενώ παροιμιώδης έμεινε η φράση του: «Σας πάω».

Στις 19 Δεκεμβρίου 1999 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας χειροτόνησε τον πρώτο ιερέα στην Ελλάδα προερχόμενο από την Αφρική, τον υιό του Μοκοσάι Συλβέστρου, Θεότιμο Κασόμπο Τσάλαν. Ήταν μια πράξη που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στις τάξεις της Εκκλησίας και αντικατόπτριζε σε μεγάλο βαθμό το πόσο ανοικτός ο Αρχιεπίσκοπος ήταν σε τέτοια θέματα.

Η μάχη των ταυτοτήτων και η σύγκρουση με το Φανάρι

Το θέμα για το οποίο ο Χριστόδουλος πέρασε στην Ιστορία ήταν η κόντρα του με την κυβέρνηση Σημίτη το 2000, με αφορμή την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.

Στις 8 Μαΐου 2000, μόλις έναν μήνα μετά τις εκλογές, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Σταθόπουλος, σε συνέντευξή του σε εφημερίδα δήλωσε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντίθετη με τον Νόμο 2472/1997 για την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Στην ίδια συνέντευξη αναφέρθηκε και σε μία σειρά άλλων μέτρων που αφορούν στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, όπως ο πολιτικός γάμος, ο πολιτικός όρκος κ.ο.κ. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 16 Μαΐου, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έλαβε απόφαση με την οποία έκρινε ότι το θρήσκευμα πρέπει να απαλειφθεί από τις ταυτότητες. Έντονη ήταν η αντίδραση, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, του Χριστόδουλου, ο οποίος επιτέθηκε με σφοδρότητα κατά της απόφασης, κατηγορώντας τους εμπνευστές της ως «νεο-διανοούμενους, που θέλουν να μας επιτεθούν σαν σκυλιά και να μας κόψουν τις σάρκες». Το ζήτημα κυριάρχησε όλο το επόμενο διάστημα στη ζωή της χώρας, με κρίσεις και επικρίσεις εκατέρωθεν. Μετά τον Μ. Σταθόπουλο, που βρέθηκε στο επίκεντρο, ακολούθησε ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, ο οποίος, απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή στις 24 Μαΐου, δήλωσε αντίθετος με την αναγραφή του θρησκεύματος. Η δήλωση αυτή πυροδότησε νέες εντάσεις, με την Ιερά Σύνοδο να προχωρά σε δύο λαοσυνάξεις: μία στη Θεσσαλονίκη στις 14 Ιουνίου και μία στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου.

Η διάσταση απόψεων Εκκλησίας-Πολιτείας παρέμενε αγεφύρωτη και έτσι η Εκκλησία αποφάσισε τη συλλογή υπογραφών, αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το εν λόγω θέμα. Η συλλογή υπογραφών καλούσε στην ενεργοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων και ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000. Ύστερα από έναν περίπου χρόνο, στις 29 Αυγούστου 2001, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Το αίτημα για δημοψήφισμα δεν έγινε δεκτό. Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κώστας Καραμανλής, ήταν μεταξύ αυτών που υπέγραψαν στις 24 Σεπτεμβρίου 2000. Η αντιπαράθεση του Χριστόδουλου με την Πολιτεία τον έκανε περισσότερο δημοφιλή και αποδεκτό στον ελληνικό λαό, ο οποίος στάθηκε με κάθε τρόπο στο πλευρό του.

 

Στις 29 Αυγούστου 2001, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές για το θέμα των ταυτοτήτων στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο

Η κόντρα με το Φανάρι

Η πιο πικρή στιγμή για τον Χριστόδουλο ήταν η κόντρα του με το Φανάρι. Όλα άρχισαν το 2003, με αφορμή την εκλογή νέων μητροπολιτών σε Θεσσαλονίκη, Ελευθερούπολη και Κοζάνη. Τότε με επιστολή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, επικαλούμενος το καθεστώς που επικρατεί στις λεγόμενες νέες χώρες (σ.σ.: πρόκειται για τις περιοχές που ελευθερώθηκαν μετά το 1912), στις οποίες έχει την πνευματική δικαιοδοσία. Όπως ισχυριζόταν το Φανάρι, για τις περιοχές αυτές η Εκκλησία της Ελλάδος, βάσει του Καταστατικού Χάρτη του 1928, έχει την υποχρέωση να ενημερώνει το Πατριαρχείο όταν χηρεύει θέση και να του κοινοποιεί τον κατάλογο των προς αρχιερατεία αρχιμανδριτών, ώστε να τον επικυρώσει.

Ο Χριστόδουλος δεν δέχτηκε τις θέσεις του Φαναρίου και προχώρησε στην εκλογή, για να προκαλέσει την οργή του κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος:

•       Θεωρούσε άκυρες τις εκλογές στις Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Ελευθερουπόλεως και Κοζάνης.

•       Διέκοψε την κοινωνία, μετά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χριστοδούλου, στη λατρεία και στη διοίκηση.

•       Συνέστησε στους αντικανονικώς εκλεγμένους να μην αναλάβουν τις επαρχίες τους, διαφορετικά θα διέκοπτε και τη μετ’ αυτών κοινωνία.

•       Παρακάλεσε την έντιμη ελληνική Πολιτεία να μην εκδώσει Προεδρικά Διατάγματα, για να μη συμπράξει στην κατάλυση της κανονικής τάξεως.

•       Εξέφρασε δυσαρέσκεια και λύπη για όσους συμμετείχαν στις χειροτονίες των αντικανονικώς εκλεγέντων.

•       Προειδοποίησε ότι, αν συνεχιζόταν η «κανονική ανωμαλία», το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα αναγκαζόταν να άρει την Πατριαρχική και τη Συνοδική Πράξη του 1928.

Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε μέγα θέμα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και ένταση στις σχέσεις του Φαναρίου με του ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Παιδείας.

Η είδηση της επιβολής του επιτιμίου στεναχώρησε τον Χριστόδουλο, αλλά περισσότερο, όπως έλεγε αργότερα, τον στεναχώρησε η θέση που διατύπωσε ο κ. Βαρθολομαίος, ότι δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εργαζόταν συστηματικά για την αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Έδωσε, δηλαδή, το εμπερίστατο Πατριαρχείο στη θυγατέρα και αδελφή του Εκκλησία το σπίτι του για να το διαχειρίζεται. Και τώρα ο Μακαριότατος λέγει ότι το σπίτι είναι δικό μου ή πρέπει να γίνει δικό μου, γιατί πέρασαν πολλά χρόνια έκτοτε. Δεν το λέγει καθαρά, αλλά σαφώς αμφισβητεί την κυριότητα του ιδιοκτήτη. Και ακόμη αμφισβητεί τα προνόμια και την καθαγιασμένη αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως του συντονιστικού κέντρου των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την οικουμένη».

 

Η είδηση της επιβολής του επιτιμίου στεναχώρησε τον Χριστόδουλο, αλλά περισσότερο, όπως έλεγε αργότερα, τον στεναχώρησε η θέση που διατύπωσε ο κ. Βαρθολομαίος, ότι δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εργαζόταν συστηματικά για την αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Εκτός των τριών μητροπόλεων, θέμα είχε προκύψει για το γραφείο των Βρυξελλών, καθώς ο Βαρθολομαίος ζητούσε η αποστολή της Ελλαδικής Εκκλησίας να στεγαστεί στον χώρο που ήδη είχε το Φανάρι. Έναν πρόσθετο λόγο για ρήξη αποτέλεσε και η λειτουργία Εξαρχίας του Πατριαρχείου στην Αθήνα. Τελικά, οι δύο άντρες βρήκαν τη χρυσή τομή και οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια έντονης αντιπαράθεσης. Όλο αυτό το διάστημα ο Χριστόδουλος, ο οποίος ήταν από παλιά φίλος του Βαρθολομαίου, σε κάθε ευκαιρία εξέφραζε την πικρία του. Λίγο μετά τη λήξη της ρήξης με το Φανάρι, η υγεία του Χριστόδουλου άρχισε να δοκιμάζεται.

Η μάχη με τον καρκίνο

Toν Ιούνιο του 2007 ο Χριστόδουλος διαγνώστηκε με από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, όμως, διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο συκώτι, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας.

Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Το μόσχευμα βρέθηκε, αλλά η μεταμόσχευση δεν έγινε, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις. Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε τη θεραπεία του. Η αγωγή που ακολουθούσε είχε παρενέργειες και προκαλούσε τη σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Στα τελευταία στάδια της ασθένειάς του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.

Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 (τον ίδιο μήνα που γεννήθηκε το 1939) στις 5 το πρωί άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 69 ετών. Εκοιμήθη στην οικία του, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωσή της υγείας του. Ετάφη στις 31 Ιανουαρίου του 2008, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.

 

Στα τελευταία στάδια της ασθένειάς του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.

Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του, άφησε την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια: «Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μην ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ’ επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ό,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ό,τι κινδυνεύει».

Έτσι έκλεισε ο κύκλος ενός ανθρώπου που από μικρό παιδί βρέθηκε να υπηρετεί την Εκκλησία και να αφιερώνεται σε αυτή. Παρά την αυστηρότητα των λόγων του, όμως, ο Χριστόδουλος ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσαν τα ταξίδια, οι συζητήσεις με έξυπνους ανθρώπους (όσοι τον έζησαν από κοντά έχουν να λένε για την απέχθειά του προς τους λιγότερο εύστροφους συνομιλητές του) και, κυρίως, να τρώει... κρέας. Παρά το γεγονός ότι η δίαιτα της Εκκλησίας έχει ταυτιστεί με το ψάρι, το κρέας τον είχε κερδίσει, όπως και οι πίτσες, οι μακαρονάδες και οι καυτερές πιπεριές. Παρότι ήταν καλός γνώστης της λογοτεχνίας, διάβαζε κυρίως θεολογικά βιβλία, ενώ ξεκουραζόταν ακούγοντας βυζαντινή και κλασική μουσική και μερικές φορές Νάνα Μούσχουρη.

Αν και ήταν ένας σύγχρονος κληρικός, δεν είχε καλές σχέσεις με την τεχνολογία και τις περισσότερες φορές συνήθιζε να γράφει στη γραφομηχανή.

Είχε απίστευτο χιούμορ και ήταν σε ψυχή της παρέας, λέγοντας συνεχώς ανέκδοτα που είχαν σχέση με την Εκκλησία, τον Άγιο Πέτρο και τους παπάδες. Η μεγάλη του αγωνία ήταν μέχρι το τέλος το μέλλον της πατρίδας και της θρησκείας. Μόνο αυτό τον απασχολούσε. Κατά τα άλλα, χαιρόταν τη ζωή!

ΠΗΓΗ: ikivotos.gr